Όποιοι επενδυτές εκμεταλλεύθηκαν την αποστροφή των αγορών προς τις μετοχές του ενεργειακού κλάδου την άνοιξη του 2020 και αγόρασαν από το καλάθι των ευκαιριών είναι σίγουρο πως έβαλαν τα γυαλιά στην πλειοψηφία των επενδυτών και σε πολλούς διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Οι χαμηλές τιμές των ενεργειακών πρώτων υλών εκείνης της περιόδου, αποτέλεσμα του συνδυασμού της πανδημίας με τον πόλεμο σε συνδυασμό με το εξαιρετικά αρνητικό κλίμα που επικρατούσε στην κοινή γνώμη για τις πετρελαϊκές εταιρείες, δημιούργησαν μεγάλες επενδυτικές ευκαιρίες.
Οι περισσότερες από αυτές τις μετοχές παρέμειναν φθηνές μέχρι τις αρχές του 2022, όταν ήρθε η στιγμή να πάρουν την εκδίκησή τους. Από την μία οι ακραίες συνθήκες στην αγορά ενέργειας που έκαναν το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο και πάλι αγαπητά στις κυβερνήσεις και την κοινή γνώμη των δυτικών χωρών και εκτόξευσαν τα περιθώρια κέρδους και από την άλλη το ξεφούσκωμα των αποτιμήσεων σε πολλούς άλλους χρηματιστηριακούς κλάδους λόγω της πτώσης των επιτοκίων, ανέδειξαν τις μετοχές πλήθους εταιρειών που έχουν σχέση με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο σε πρωταθλήτριες του 2022. Αυτά όμως ανήκουν στην ιστορία. Το ερώτημα είναι αν το 2023 θα είναι και πάλι μία καλή χρονιά για τις μετοχές αυτών των επιχειρήσεων.
Ο σεβασμός προς τις παραδοσιακές μετοχές του κλάδου της ενέργειας έχει ανεβεί κατακόρυφα την τελευταία διετία και αυτό είναι ίσως λίγο επικίνδυνο, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε βιαστικές αποφάσεις. Κανείς δεν έχει πλέον αμφιβολία πως οι περισσότερες από αυτές τις εταιρείες έχουν τελικά θέση στα επενδυτικά χαρτοφυλάκια όσο και να μην είναι αρεστές στους φανατικούς οπαδούς των κριτηρίων ESG και σε όσους θεωρούν πως τα ορυκτά καύσιμα θα έπρεπε να σταματήσουν να χρησιμοποιούνται αύριο το πρωί. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως οι αποδόσεις των μετοχών του κλάδου θα είναι και πάλι πολύ καλές.
Πιθανότατα δεν είναι δυνατόν να είναι εφάμιλλες αυτών του 2022, καθώς οι συνθήκες που επικράτησαν την προηγούμενη χρονιά είναι δύσκολο να επικρατήσουν και φέτος. Για όσους αγοράσουν ή ήδη αγόρασαν μετοχές εταιρειών που σχετίζονται γενικότερα με την βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου η απόδοσή τους για το 2023 θα εξαρτηθεί από ορισμένους βασικούς παράγοντες. Από τις τιμές των ενεργειακών πρώτων υλών, δηλαδή του αργού πετρελαίου και του φυσικού αερίου, από τα περιθώρια διύλισης και τις τιμές προϊόντων όπως το ντίζελ και η βενζίνη, από την πιθανή αύξηση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων που εξορύσσουν πετρέλαιο και φυσικό αέριο και από τον τρόπο με τον οποίον θα διαχειριστούν οι εταιρείες τις ελεύθερες ταμειακές ροές τους και την κερδοφορία τους.
Για τις τιμές των ενεργειακών πρώτων υλών δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Εκτός απροόπτου, μέσα στο 2023 θα εξαρτηθούν περισσότερο από τις εκτιμήσεις για την εξέλιξη της προσφοράς και της ζήτησης και λιγότερο από εξωγενείς παράγοντες όπως έγινε το 2022 με τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις συνθήκες πανικού που δημιούργησε πολλές φορές στις παγκόσμιες αγορές.
Η αρχή της χρονιάς δείχνει πως το αργό πετρέλαιο και το φυσικό αέριο δυσκολεύονται να ακολουθήσουν ανοδική πορεία. Στην περίπτωση του πετρελαίου φαίνεται πως οι ανησυχίες για την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη υπερισχύουν, προς το παρόν, των προσδοκιών για σημαντική αύξηση της ζήτησης από την επιστροφή της κινεζικής οικονομίας σε φυσιολογικούς ρυθμούς λειτουργίας μετά την εγκατάλειψη της πολιτικής zero covid.
Για να είμαστε πιο σωστοί, αυτό θα μπορέσουμε να το πούμε με μεγαλύτερη βεβαιότητα αν το αργό πετρέλαιο εξακολουθεί να ταλαιπωρείται και μετά την λήξη των εορτασμών για το κινεζικό νέο έτος. Μέχρι τώρα όμως φαίνεται πως η τιμή του είναι εξαιρετικά ευαίσθητη σε οποιαδήποτε είδηση δημιουργεί αμφιβολίες για το μέλλον της οικονομικής ανάπτυξης, όπως έγινε την Παρασκευή που μας πέρασε με την μεγάλη πτώση της τιμής του όταν επανήλθαν οι φόβοι για συνέχιση της έντονα περιοριστικής νομισματικής πολιτικής από την Fed.
Όσον αφορά στο φυσικό αέριο, φαίνεται πως η περσινή ξέφρενη κούρσα για εξασφάλιση όσο το δυνατόν μεγαλύτερων ποσοτήτων φυσικού αερίου ήταν δυνατόν από ένα πλήθος ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και κυβερνήσεων έχει δημιουργήσει ένα μεγάλο κενό στην φετινή ζήτηση, κενό το οποίο μπορεί να διατηρηθεί για πολλούς μήνες αν οι καιρικές συνθήκες παραμείνουν σχετικά ήπιες. Παρά το γεγονός πως έχει περάσει μόνο ένας μήνας από το νέο έτος, με βάση αυτό που βλέπουμε μέχρι τώρα δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα να δούμε μέσα στο 2023 τις μέσες τιμές του αργού πετρελαίου και του φυσικού αερίου να είναι χαμηλότερες από αυτές του 2022. Αν αυτό συμβεί θα έχει σίγουρα αρνητικές επιπτώσεις στον κύκλο εργασιών και στην κερδοφορία των επιχειρήσεων που εξορύσσουν αργό πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Αρνητικές επιπτώσεις στην κερδοφορία τους θα έχει και το αυξανόμενο κόστος λειτουργίας των εγκαταστάσεων εξόρυξης, καθώς ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων που λειτουργούν υποστηρικτικά προς αυτές τις δραστηριότητες έχουν αρχίσει να αυξάνουν τις χρεώσεις τους λόγω της ανόδου των τιμών των πρώτων υλών και του εργατικού κόστους. Ένας δεύτερος σημαντικός παράγων που θα επηρεάσει τα οικονομικά αποτελέσματα πολλών επιχειρήσεων είναι τα περιθώρια διύλισης, δηλαδή το κέρδος που φέρνει στις επιχειρήσεις που διυλίζουν το αργό πετρέλαιο κάθε λίτρο παραγόμενου προϊόντος, βενζίνης, ντίζελ, αεροπορικών καυσίμων κ.α.
Εξαιτίας των περσινών ελλείψεων σε προϊόντα διύλισης, κυρίως ντίζελ, τα περιθώρια κέρδους των διυλιστηρίων βρέθηκαν σε πρωτόγνωρα επίπεδα και έφεραν τεράστια κέρδη στις επιχειρήσεις που λειτουργούν διυλιστήρια, αυτόνομα είτε ως μέρος καθετοποιημένων επιχειρήσεων. Παρά το γεγονός πως τα περιθώρια διύλισης παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα, όπως επισήμανε προ ημερών ο γνωστός αρθρογράφος του Bloomberg Javier Blas, θα είναι αρκετά δύσκολο να ξεπεράσουν τα ρεκόρ που σημειώθηκαν το 2022. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως οι εταιρείες διυλιστηρίων θα έχουν μία κακή χρονιά, μπορεί όμως να σημαίνει πως η κερδοφορία τους θα υστερήσει σε σχέση με πέρυσι.
Πέρα από τις υψηλές τιμές των ενεργειακών πρώτων υλών και τα υψηλά περιθώρια διύλισης, ένας παράγων που βοήθησε πολύ τις μετοχές των παραδοσιακών ενεργειακών εταιρειών ήταν και η σιδηρά πειθαρχία με την οποίαν διαχειρίστηκαν οι περισσότερες από αυτές την αυξημένη κερδοφορία τους και τις μεγάλες ελεύθερες ταμειακές ροές τους.
Οι διοικήσεις προτίμησαν να ξοδέψουν τα περισσευούμενα χρήματα σε διανομές μερισμάτων και αγορές ιδίων μετοχών και να αποφύγουν τις «επικίνδυνες» για τους μετόχους δραστηριότητες όπως την σημαντική επέκταση της παραγωγής τους και τις εξαγορές ανταγωνιστών σε υψηλές τιμές. Από ό,τι ακούμε μέχρι τώρα δεν φαίνεται να αλλάζει και πολύ αυτή η στρατηγική, πράγμα που θα υποστηρίξει και φέτος τις τιμές των μετοχών τους.
Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις έχουμε ήδη δει την σημαντική επέκταση των προγραμμάτων αγορών ιδίων μετοχών για μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες. Ένας κίνδυνος, ιδίως για τις μεγάλες αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες ευρέως φάσματος δραστηριοτήτων, είναι να παρασυρθούν από τις αρκετά φθηνότερες αποτιμήσεις των συναδέλφων τους στην Ευρώπη και να προσπαθήσουν να τις εξαγοράσουν με σκοπό να δημιουργήσουν ακόμα μεγαλύτερους και πιο κερδοφόρους επιχειρηματικούς οργανισμούς.
Σχετικός προβληματισμός έχει εμφανιστεί από τις στήλες του Barron’s, του Reuters και άλλων μέσων ενημέρωσης. Μπορεί κάποια τέτοια κίνηση να έχει καθαρή επιχειρηματική λογική αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο πως θα αρέσει στους μετόχους οι οποίοι πιθανότατα προτιμούν την σιγουριά των μερισμάτων και των αγορών ιδίων μετοχών.
Η συνέχιση των καλών χρηματιστηριακών αποδόσεων για τις ενεργειακές επιχειρήσεις που έχουν σχέση με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο δεν μπορεί να αποκλειστεί σε καμία περίπτωση. Σε αντίθεση όμως με το 2022 είναι πολύ δύσκολο να αφορά σε όλες τις μετοχές του κλάδου. Οι ενδιαφερόμενοι επενδυτές θα χρειαστεί να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις με μεγάλη προσοχή και να δώσουν μεγάλο βάρος στην μελέτη παραγόντων όπως αυτοί στους οποίους αναφερθήκαμε παραπάνω. Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι πολύ πιθανόν να έχουμε ήδη περάσει την περίοδο των εύκολων χρηματιστηριακών κερδών. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως τα κέρδη θα είναι μικρά για όσους επενδυτές θα παρακολουθήσουν τις εξελίξεις του κλάδου με υπομονή, μεθοδικότητα και πειθαρχία.