Δύο χρηματιστηριακές ημέρες έμειναν για τη λήξη ενός ακόμη καλού Ιανουαρίου για τις αγορές. Φυσικά το κλασικό ερώτημα της επενδυτικής κοινότητας είναι κατά πόσο το λεγόμενο «φαινόμενο του Ιανουαρίου» -έτσι αποκαλείται η πεποίθηση ότι ο Ιανουάριος είναι συνήθως ένας καλός μήνας για επενδύσεις, μια ιδέα που πρωτοεμφανίστηκε το 1942 από τον επενδυτικό τραπεζίτη, Sidney Wachtel- θα επεκταθεί και τον Φεβρουάριο ή η άνοδος των αγορών κάπου εδώ ολοκληρώνεται.
Καταρχάς η στήλη θα απαντήσει στο ερώτημα αυτό με ένα ...ερώτημα: Η απόδοση ενός χαρτοφυλακίου αρχίζει και τελειώνει στην απόδοση των χρηματιστηριακών δεικτών;
Υπάρχουν χαρτοφυλάκια που σημειώνουν ζημιές ακόμα και με ανοδικούς δείκτες και το αντίθετο. Τουτέστιν, η σωστή κλαδική και γεωγραφική διασπορά και η επιλογή εταιρειών που αναμένεται να αυξήσουν τον κύκλο εργασιών τους ή τουλάχιστον να διατηρήσουν τα περιθώρια τους σε ένα πραγματικά δύσκολο περιβάλλον είναι το πρώτο μας μέλημα.
Το δεύτερο είναι φυσικά το σωστό «ζύγισμα» της τάσης της αγοράς.
Αυτή τη στιγμή λοιπόν έχουμε τις περισσότερες ευρωπαϊκές αγορές εν μέσω μιας δυνατής εισόδου και πορείας στο ανοδικό τους κανάλι, ενώ η Wall προσπαθεί ακόμα να φτάσει αυτά τα όρια. Η διαφορά μεταξύ των διαγραμμάτων μεταξύ των δύο κύριων αγορών από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού είναι εμφανής.
Τους λόγους που η Wall «υπολείπεται» της Ευρώπης τους έχουμε ήδη εξηγήσει.(σ.σ: Σχετική ανάλυση μπορείτε να διαβάσετε εδώ). Το ζητούμενο λοιπόν είναι αν υπάρχουν ακόμα αρκετά καύσιμα ώστε να φτάσει ο SP500 τον επόμενο στόχο των 4215 μονάδων και αν θα σπάσει ο Dax τις 15270 μονάδες ανοίγοντας τον δρόμο για τις 15700.
Η μακροοικονομική εικόνα αρχίζει να καλυτερεύει
Η εβδομάδα που μας πέρασε μας έκανε σοφότερους όσον αφορά την επίδραση της πολιτικής των Κεντρικών Τραπεζών στην οικονομία. Ένα πρώτο συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι η περιοριστική πολιτική έχει αρχίσει να επηρεάζει τις τιμές καθοδικά χωρίς ταυτόχρονα να έχει προκαλέσει σοβαρό τραύμα στους αναπτυξιακούς ρυθμούς. Τουτέστιν, το φάρμακο για τον πληθωρισμό έχει αρχίσει να ενεργεί χωρίς την παρενέργεια μιας σοβαρής ύφεσης, τουλάχιστον προς το παρόν.
Ξεκινώντας από τις σημαντικές μακροοικονομικές ανακοινώσεις της εβδομάδας, ο δείκτης επιχειρηματικού κλίματος της Γερμανίας IFO και συγκεκριμένα η παράμετρος των προσδοκιών σημείωσε την τέταρτη κατά σειρά άνοδο τον Ιανουάριο, υπερβαίνοντας ελαφρώς τις εκτιμήσεις των αναλυτών.
Η επιθετική πολιτική της ΕΚΤ άρχισε να επηρεάζει τον δανεισμό προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις της Ευρωζώνης, ο οποίος υποχώρησε περαιτέρω τον Δεκέμβριο του 2022.
Ειδικότερα, ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης των δανείων προς τα νοικοκυριά υποχώρησε στο 3,8% τον Δεκέμβριο από 4,1% τον προηγούμενο μήνα, ενώ ο ετήσιος ρυθμός των δανείων προς επιχειρήσεις εκτός του χρηματοοικονομικού τομέα μειώθηκε στο 6,3% από 8,3%, όπως έδειξαν τα στοιχεία της ΕΚΤ.
Παράλληλα, ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης του δείκτη κυκλοφορίας χρήματος M3 μειώθηκε στο 4,1% τον Δεκέμβριο του 2022 από 4,8% το Νοέμβριο, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ.
Ο μέσος όρος του δείκτη για τους τρεις μήνες μέχρι τον Δεκέμβριο διαμορφώθηκε στο 4,7%.
Παιρνώντας στις ΗΠΑ, τα μακροοικονομικά στοιχεία της εβδομάδας ήταν συνολικά καλύτερα από τις εκτιμήσεις, συμπεριλαμβανομένων αύξησης κατά 2,9% του ΑΕΠ στο τέταρτο τρίμηνο, υποχώρηση των νέων επιδομάτων ανεργίας και ενίσχυση των παραγγελιών για αγαθά διαρκείας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχική εκτίμηση, το ΑΕΠ στις ΗΠΑ εμφάνισε σε ετησιοποιημένη τριμηνιαία βάση αύξηση κατά 2,9% στο δ’ τρίμηνο, έναντι εκτίμησης 2,6%, και επίδοσης 3,2% το τρίτο τρίμηνο του 2022.
Θετική συνεισφορά είχαν η ιδιωτική κατανάλωση (1,4%), οι ιδιωτικές επενδύσεις (0,3%), οι καθαρές εξαγωγές (0,6%) και οι δημόσιες δαπάνες (0,6%). (σ.σ: Eδώ βέβαια θα προτιμούσαμε λίγο διαφορετική κατανομή).
Συνολικά τώρα, το 2022 το ΑΕΠ των ΗΠΑ ενισχύθηκε σε ετήσια βάση κατά 2,1% έναντι ενίσχυσης 5,9% το 2021. Υπόψιν ότι ο μέσος όρος τριάντα ετών είναι πέριξ του 2,5%.
Η οικονομία των ΗΠΑ αντέχει λοιπόν, όπως υπέδειξαν και οι εβδομαδιαίες αιτήσεις επιδομάτων ανεργίας, οι οποίες κατέγραψαν χαμηλό περίπου εννέα μηνών (186.000).
Περνώντας στις παραγγελίες διαρκών καταναλωτικών αγαθών, κατέγραψαν τον Δεκέμβριο σύμφωνα με την αρχική εκτίμηση την ισχυρότερη αύξηση σε μηνιαία βάση από τον Ιούλιο του 2020, ήτοι αύξηση 5,6%, έναντι μείωσης 1,7% τον Νοέμβριο, ενώ περιορισμένη μείωση κατά 0,1% εμφάνισαν οι παραγγελίες διαρκών καταναλωτικών αγαθών εκτός τομέα μεταφορών (εκτίμηση: -0,2%, Νοέμβριος: 0,1%) .
Οι πωλήσεις νεών κατοικιών ενισχύθηκαν σε μηνιαία βάση τον Δεκέμβριο κατά 2,3% (Νοέμβριος: 0,7%). Το εμπορικό έλλειμμα διαμορφώθηκε τον Δεκέμβριο στα 90,3 δισ. δολάρια με τον μέσο όρο δώδεκα μηνών να διαμορφώνεται στα 99 δισ.δολάρια και από 82,9 δισ. δολάρια τον Νοέμβριο.
Το πιο σημαντικό όμως στοιχείο της εβδομάδας για τις ΗΠΑ ήταν η αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων που επιβεβαίωσε ο δείκτης προσωπικών δαπανών -PCE -ήτοι ο δείκτης που προτιμά η Fed προκειμένου να παρακολουθεί την πορεία των τιμών, καθώς θεωρείται καλύτερος παράγοντας πρόγνωσης των μελλοντικών πληθωριστικών τάσεων. (σ.σ: Σε αντίθεση με τον δείκτη τιμών καταναλωτή, ο PCE λαμβάνει υπόψη τον τρόπο με τον οποίο οι καταναλωτές αλλάζουν τις αγοραστικές τους συνήθειες λόγω της αύξησης των τιμών).
Ειδικότερα, ο PCE κινήθηκε τον Δεκέμβριο με ρυθμό 5% ετησίως, επιβραδύνοντας περαιτέρω από το 5,5% του Νοεμβρίου.
Η μέτρηση ήταν πλήρως εναρμονισμένη με την εκτίμηση των αναλυτών και πρόσφερε την ανακούφιση στην αγορά ότι πλέον αφήνουμε πίσω μας τα υψηλά 40 ετών του περασμένου καλοκαιριού.
Σε μηνιαίο επίπεδο, ο PCE αυξήθηκε με ρυθμό 0,2% τον Δεκέμβριο, όπως προέβλεπε η αγορά, ελαφρώς χαμηλότερα από το 0,3% του Νοεμβρίου.
Ο δομικός PCE - εξαιρεί τις ευμετάβλητες τιμές προϊόντων όπως η ενέργεια και τα τρόφιμα- επιβράδυνε στο 4,4% ετησίως από το 4,7% που είχε προηγηθεί, εμφανίζοντας επίσης χαμηλό 14 μηνών.
Από μήνα σε μήνα, ο δομικός δείκτης αυξήθηκε ελαφρώς κατά 0,3%, όσο περίμεναν οι αναλυτές.
Eίναι εξαιρετικά σημαντικό ότι πέραν της αποκλιμάκωσης του δείκτη τιμών καταναλωτή-υπενθυμίζουμε ότι έχει δείξει σημαντική επιβράδυνση, υποχωρώντας τον Δεκέμβριο στο 6,5% - αρχίζει να επιβραδύνεται και ο PCE. Την ίδια στιγμή οι καταναλωτικές δαπάνες υποχώρησαν κατά 0,2% τον Δεκέμβριο. Πρόκειται για μια μικρή κάθοδο που υπό συγκεκριμένα πλαίσια είναι και το ζητούμενο.
Από την πλευρά λοιπόν των μακροοικονομικών στοιχείων, έχουμε θετική ψήφο για τη συνέχεια του καλού επενδυτικού κλίματος.
Από την πλευρά των εταιρικών νέων, αν και είναι νωρίς να μιλήσουμε με στατιστικά στοιχεία, οι πλειοψηφία των εταιρειών «πιάνει» τις εκτιμήσεις των αναλυτών, υπάρχουν όμως δύο «αλλά». Το πρώτο όσον αφορά το outlook που σε πολλές είναι αποθαρρυντικό καθώς κατεβάζει τις προσδοκίες αρκετά για το τρέχον έτος και το δεύτερο όσον αφορά το γεγονός ότι ο πήχης των προσδοκιών τέταρτου τριμήνου ήταν ήδη χαμηλά, κάτι για το οποίο είχαν έγκαιρα φροντίσει οι διοικήσεις. Όλα αυτά όμως θα τα δούμε αναλυτικά όταν ολοκληρωθεί ο τρέχον κύκλος των αποτελεσμάτων.
Υπάρχει όμως άλλος ένας παράγοντας που θα παίξει ρόλο στη συνέχεια της ανόδου. Οι συνεδριάσεις των Κεντρικών Τραπεζών την επόμενη εβδομάδα.
Θα μιλήσουν ξεκάθαρα ή με χρησμούς οι Κεντρικοί Τραπεζίτες
Την εβδομάδα που μας έρχεται όλα τα βλέμματα θα στραφούν στις Κεντρικές τράπεζες. Η Fed συνεδριάζει Τρίτη και Τετάρτη και ακολουθούν την Πέμπτη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Τράπεζα της Αγγλίας.
Οι αναλυτές περιμένουν οι δύο τελευταίες να αυξήσουν τα επιτόκια τους κατά 50 μονάδες βάσης. Η Κριστίν Λαγκάρντ άλλωστε στην τελευταία συνέντευξη Τύπου ήταν σαφής: Θα διατηρήσει την παρούσα πολιτική αναφορικά με τις αυξήσεις των επιτοκίων μέχρι ο πληθωρισμός να επιστρέψει σε λογικά επίπεδα.
Από την άλλη, τα στοιχήματα για τον χρόνο κατά τον οποίο η ΕΚΤ θα παραμείνει σε αυτήν την πορεία και πότε θα ξεκινήσει ηπιότερες επιτοκιακές αυξήσεις έχουν ήδη ξεκινήσει.
Επί της παρούσης, οι εκτιμήσεις συγκλίνουν ότι στις επόμενες δύο συνεδριάσεις –τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο- η ΕΚΤ θα αυξήσει τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης.
Το ερώτημα είναι τι θα ακολουθήσει μετά τον Μάρτιο.
Κάποια από τα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου έχουν ταχθεί υπέρ των αυξήσεων των επιτοκίων και το β΄ τρίμηνο. Όλα όμως θα εξαρτηθούν από τις προοπτικές του πληθωρισμού τους επόμενους μήνες.
Αν εξακολουθήσει να αποκλιμακώνεται, ενδεχομένως η ΕΚΤ να προχωρήσει με αυξήσεις 25 μονάδων βάσης τον Μάιο και τον Ιούνιο.
Ένα ονομαστικό επιτόκιο λοιπόν μεταξύ 3,75% και 4% μοιάζει πιθανό και... βλέπουμε.
Βλέπετε τα πρόσφατα βελτιωμένα μακροοικονομικά στοιχεία στις ΗΠΑ έχουν οδηγήσει πολλούς αναλυτές στην πεποίθηση ότι η Fed βρίσκεται πολύ κοντά στο να βάλει ένα τέλος στον δικό της κύκλο σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής. Για να δούμε βέβαια αν ο Πάουελ θα κάνει το χατήρι στις αγορές να τοποθετηθεί θετικά σε ένα τέτοιο σενάριο την επόμενη εβδομάδα. Αν και κάτι μας λέει ότι είναι νωρίς...
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά,συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.