Οι χερσαίες επιχειρήσεις στη Λωρίδα της Γάζας είναι γεγονός, αλλά προς το παρόν είναι περιορισμένες, με αποτέλεσμα να έχουν συγκρατηθεί οι ανησυχίες για επέκταση της σύγκρουσης. Ως εκ τούτου, παρά τη χερσαία επέμβαση του Ισραήλ στη Γάζα, όχι μόνο δεν έχει επηρεαστεί σημαντικά η τιμή του πετρελαίου, αλλά η τιμή του διόρθωσε αρκετά χθες λόγω των προσδοκιών για χαμηλότερη ζήτηση.
Με το «πράσινο» φως λοιπόν από την αγορά του πετρελαίου και δεδομένου ότι οι δύο πρώτες ημέρες της τρέχουσας εβδομάδας είναι και οι δύο τελευταίες του Οκτωβρίου, οι αγορές σημείωσαν ήπια κέρδη στην Ευρώπη και εντυπωσιακά κέρδη από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Αν και η πορεία των ευρωπαϊκών αγορών προς το τρίτο καθοδικό μηνιαίο κλείσιμο είναι διαγεγραμμένη, ενώ ακόμα και για τη Wall θα είναι δύσκολο να γίνει μια ανατροπή, εντούτοις η άνοδος είναι μια πολύτιμη ανάσα εντός μιας αρκετά δύσκολης εβδομάδας.
Στην Ευρωζώνη σήμερα περιμένουμε την αρχική μέτρηση του ΑΕΠ γ’ τριμήνου και την εκτίμηση πληθωρισμού Οκτωβρίου.
Στις ΗΠΑ αύριο θα πραγματοποιηθεί η σύσκεψη της Fed και θα ανακοινωθούν οι δείκτες μεταποίησης ISM, ενώ στις 3 Νοεμβρίου θα έχουμε τα στοιχεία υπηρεσιών ISM και τα στοιχεία απασχόλησης για τον Οκτώβριο.
Αν και δεν περιμένουμε από τη Fed να αυξήσει τα επιτόκια σε αυτή τη συνεδρίαση, εντούτοις δεν περιμένουμε και κάποια ιδιαίτερη χαλάρωση στη φρασεολογία του Πάουελ, δεδομένου ότι στις ΗΠΑ η ιδιωτική κατανάλωση εμφάνισε σε μηνιαία βάση τον Σεπτέμβριο αύξηση μεγαλύτερη (0,7%) της αναμενομένης (0,5%) και ο αποπληθωριστής προσωπικής κατανάλωσης PCE Σεπτεμβρίου κατέγραψε σε μηνιαία βάση αύξηση ελαφρώς υψηλότερη (0,4%) της αναμενομένης (0,3%) ενώ σε ετήσια βάση ενισχύθηκε κατά 3,4%, όπως αναμενόταν.
Σε συνδυασμό και με τα υπόλοιπα στοιχεία της προηγούμενης εβδομάδας, καταλήγουμε ότι η αμερικανική οικονομία εξακολουθεί να παραμένει δυνατή, κάτι που προς το παρόν θα «συγκρατήσει» λογικά το συνοδευτικό κείμενο της Fed.
Οι αγορές και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού άλλωστε θα πρέπει να αποδεχθούν ότι τα υψηλά επιτόκια ήρθαν για να μείνουν.
Χθες Δευτέρα, δύο εκ των υπευθύνων χάραξης πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας διέψευσαν για άλλη μια φορά τις προβλέψεις της αγοράς ότι η ΕΚΤ θα αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια το πρώτο εξάμηνο του επόμενου έτους, με πολλές από αυτές τις προβλέψεις να τοποθετούν την πιθανότητα μείωσης ήδη πέριξ του Απριλίου.
Πέραν λοιπόν των ξεκάθαρων δηλώσεων της προέδρου της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, ότι οποιαδήποτε κουβέντα για μείωση των επιτοκίων είναι πρόωρη, ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβακίας Peter Kazimir και ο Λιθουανός ομόλογός του Gediminas Simkus
έσπευσαν να τονίσουν όχι μόνο ότι θα αποτελούσε μεγάλη έκπληξη μια μείωση των επιτοκίων το πρώτο εξάμηνο του 2024, αλλά ότι δεν αποκλείονται ακόμα και νέες αυξήσεις.
Μάλιστα ο Kazimir χαρακτήρισε τις εκτιμήσεις για μείωση των επιτοκίων τους πρώτους έξι μήνες του νέου έτους ως «εντελώς άστοχες», δεδομένου ότι ουδείς μπορεί να εκτιμήσει με σιγουριά την πορεία των μακροοικονομικών στοιχείων τους επόμενους μήνες.
Παρά ταύτα, η αγορά προτιμά προς το παρόν να εστιάζει στο γεγονός ότι πολύ δύσκολα θα δούμε νέες αυξήσεις επιτοκίων από τη στιγμή που ο πληθωρισμός υποχωρεί, ενώ την ίδια στιγμή η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης επιβεβαίωσε τις προσδοκίες για σημαντική πτώση τον Οκτώβριο και για επιβράδυνση της ανάπτυξης.
Ο λόγος για τη Γερμανία, η οποία συρρικνώθηκε ελαφρά το τρίτο τρίμηνο σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν χθες. Αν και η υποχώρηση του ΑΕΠ κατά 0,1% σε τριμηνιαία βάση σε προσαρμοσμένους όρους ήταν μικρότερη από το 0,3% που ανέμεναν οι αναλυτές, εντούτοις δεν παύει να καταδεικνύει ότι η χώρα παραμένει στη θέση του αδύναμου κρίκου της Ευρωζώνης όσον αφορά την ανάπτυξη.
Η ΕΚΤ εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να αγνοήσει το παραπάνω γεγονός, όπως ούτε ότι οι προοπτικές για τη γερμανική οικονομία, με τη συνεχιζόμενη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, τη μη αντιστροφή του κύκλου αποθεμάτων και τις νέες γεωπολιτικές αβεβαιότητες, μόνο θετικές δεν διαγράφονται.
Για την ακρίβεια η γερμανική οικονομία φαίνεται ότι θα παραμείνει μεταξύ ελαφράς συρρίκνωσης και στασιμότητας φέτος αλλά και του χρόνου, κάτι που η αγορά πιστεύει ότι εν τέλει θα αναγκάσει την ΕΚΤ να μειώσει τα επιτόκια. (σ.σ:Χρησιμοποιούμε την έκφραση μεταξύ συρρίκνωσης και στασιμότητας, γιατί η στατιστική υπηρεσία αναθεώρησε τα στοιχεία για το δεύτερο τρίμηνο σε ελαφρά άνοδο 0,1%).
Όμως η αλήθεια είναι ότι τον τελευταίο λόγο δεν τον έχουν καν οι Κεντρικές Τράπεζες, αλλά οι ίδιες οι αγορές.Ακόμα λοιπόν και αν η ΕΚΤ παγώσει τα επιτόκια, το ζητούμενο είναι αν θα κάνει το ίδιο και η αγορά.
Δείτε για παράδειγμα την Ιαπωνία, όπου τα επιτόκια εξακολουθούν να είναι κάτω από το 0%, αλλά οι αποδόσεις έχουν αυξηθεί στα υψηλά του 2013.
Η εξαιρετικά επικίνδυνη προοπτική της αγοράς των ομολόγων
Η αγορά των ομολόγων δημιουργεί μια «εξαιρετικά επικίνδυνη» προοπτική για τις παγκόσμιες μετοχές.
Τα υψηλότερα επιτόκια έχουν ανατρέψει το status quo των τελευταίων 15 ετών προκαλώντας άνοδο των αποδόσεων των ομολόγων, κάτι που ήδη έχει αρχίσει να προκαλεί «πόνο» στην οικονομία.
Βλέπετε τα τελευταία 15 έτη είχαμε μια αγορά ομολόγων σε ανοδική αγορά με τα αρνητικά επιτόκια να εξασφαλίζουν εξαιρετικά φθηνή χρηματοδότηση, είτε επρόκειτο για αγορά κατοικίας, είτε για αγορά αυτοκινήτου, είτε για χρηματοδότηση των επενδυτικών πλάνων μιας επιχείρησης, είτε για χρηματοδότηση κρατικών δαπανών.
Κοιτώντας πίσω, θα μπορούσε κανείς να πει ότι όλες οι μονάδες της οικονομίας λειτουργούσαν «ανέμελα» μέσα σε ένα περιβάλλον με πολύ χαμηλότερα επιτόκια από τα σημερινά.
Αυτό το περιβάλλον άλλαξε άρδην το 2022, όταν οι Κεντρικές τράπεζες προχώρησαν σε κάθετη αύξηση των επιτοκίων προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον υψηλότερο πληθωρισμό.
Τα υψηλά επιτόκια ώθησαν τις αποδόσεις των ομολόγων υψηλότερα και επί της ουσίας άρχισαν να «αφαιρούν» χρήματα από τους κρατικούς προϋπολογισμούς, τα ταμεία των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, αυξάνοντας το κόστος δανεισμού.
Εν έτη 2023, στο αμερικανικό treasury οι αποδόσεις έχουν εκτιναχθεί σε υψηλά που δεν έχουν παρατηρηθεί από την έναρξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, ενώ στη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία, τη Γερμανία, οι αποδόσεις έχουν φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο από την κρίση χρέους της Ευρωζώνης το 2011.
Ακόμα και χθες, που η Wall σημείωσε άνοδο, η απόδοση του αμερικανικού 10ετούς ήταν επίσης ανοδική, πέριξ του 4,8930%.
Πρόκειται για ένα εκρηκτικό περιβάλλον που τροφοδοτείται περαιτέρω από τις δημοσιονομικές ανισορροπίες και απειλεί να προκαλέσει μεγάλη πίεση στις πιστωτικές αγορές και κατ’επέκταση μεγάλη πίεση στον καταναλωτή στο μέλλον.
Με λίγα λόγια, οι εταιρείες θα πρέπει να είναι έτοιμες να δεχθούν πιέσεις από το υψηλό χρέος και το κόστος αναχρηματοδότησης, αλλά και από μια πιθανότατη κάμψη των πωλήσεων, ενώ τα χρηματιστήρια θα πρέπει να προετοιμαστούν να δεχθούν το ωστικό κύμα τόσο αυτών των πιέσεων, όσο και της ελκυστικότητας των υψηλών αποδόσεων των ομολόγων ακόμα και σε εκδόσεις υψηλής επενδυτική βαθμίδας.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.