Wall: Aύξηση έως και 21% το κόστος για τις εισηγμένες
Shutterstock
Shutterstock

Wall: Aύξηση έως και 21% το κόστος για τις εισηγμένες

Αν και χθες έκλεψε τα φώτα της δημοσιότητας η ομιλία του προέδρου της Fed προς τα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων -το συμπέρασμα με δύο λέξεις ήταν ότι δεν είναι εξασφαλισμένος ο στόχος του 2% για τον πληθωρισμό ελέω του έντονου ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας και ως εκ τούτου οι αξιωματούχοι δεν θα βιαστούν να προχωρήσουν στη μείωση των επιτοκίων, εως ότου διαβεβαιωθούν για την αποκλιμάκωση του- μια πολύ σημαντική εξέλιξη έλαβε χώρα και ας καταχωρήθηκε στα «ψιλά γράμματα» των ειδήσεων.

H Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ -SEC- ψήφισε την έγκριση των 3-2 τελικών κανόνων βάση των οποίων οι περισσότερες εισηγμένες εταιρείες θα πρέπει να αποκαλύπτουν στις ετήσιες εκθέσεις τους τους κινδύνους που σχετίζονται με το κλίμα και τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.

Αν και η πρόταση αυτή υποβλήθηκε για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 2022, χρειάστηκαν δύο χρόνια δημόσιας διαβούλευσης για να επικυρωθεί, ενώ στον τελικό κανόνα που προκρίθηκε χθες αφαιρέθηκε όπως θα δούμε παρακάτω το τρίτο σκέλος της αρχικής πρότασης.

Οι εταιρείες βάση του κανόνα θα πρέπει να παρέχουν στην επενδυτική κοινότητα όλες τις λεπτομέρειες σχετικά με τους κινδύνους που σχετίζονται με το κλίμα, κάτι που είναι κατανοητό ότι θα έχει σημαντική επίδραση όχι μόνο στην επιχειρηματική τους στρατηγική, αλλά και στην οικονομική τους κατάσταση, καθώς η νέα νομοθεσία θα έχει σημαντική επίδραση στις προοπτικές και το επιχειρηματικό τους μοντέλο.

Σύμφωνα με τη SEC, μπορεί σχεδόν το 40% των εισηγμένων εταιρειών να αποκαλύπτουν ήδη στις ετήσιες εκθέσεις τους πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους που σχετίζονται με το κλίμα, όμως μέχρι σήμερα δεν υπήρχε ένα κοινό πλαίσιο αναφοράς, ώστε να διασφαλίζεται ότι αυτές οι πληροφορίες είναι έγκυρες και ουσιαστικές.

Βέβαια ο νέος κανόνας έχει προκαλέσει και πολλές αντιδράσεις. Η Ρεπουμπλικανός επίτροπος της SEC, Hester Peirce για παράδειγμα, καταψήφισε την πρόταση, λέγοντας ότι τα οφέλη δεν υπερτερούν του κόστους και αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι: «Αυτός ο κανόνας θα αυξήσει το τυπικό εξωτερικό κόστος μιας εταιρείας στο να είναι εισηγμένη κατά περίπου 21%».

Οι τελικοί κανόνες όπως παρουσιάστηκαν χθες απαιτούν από τις εταιρείες να αποκαλύπτουν τα ακόλουθα:

- Τους κίνδυνους που σχετίζονται με το κλίμα, καθώς και οποιεσδήποτε δραστηριότητες για τον μετριασμό ή την προσαρμογή σε αυτούς τους κινδύνους.

- Την επίδραση των έντονων καιρικών φαινομένων και άλλων φυσικών καταστροφών στις επιχειρηματικές τους συνθήκες και φυσικά το κόστος για την προσαρμογή σε αυτές.

- Τις διαδικασίες που εφαρμόζουν για τον εντοπισμό και τη διαχείριση σημαντικών κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα.

- Τις πληροφορίες σχετικά με την επίβλεψη των κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα από το εκάστοτε διοικητικό συμβούλιο.

Γίνεται κατανοητό ότι πλέον τα ζητούμενα είναι πολύ ποσοτικοποιημένα και τα στοιχεία data που πρέπει να έχει και να παρακολουθεί μια εταιρία είτε μέσω εσωτερικού τμήματος, είτε με εξωτερική ανάθεση είναι πολλά, από τις εκπομπές του CO2 και τα απόβλητα, εως τη διοικητική προσέγγιση στα κριτήρια ESG.

Υπόψιν ότι όταν έγινε η αρχική πρόταση το 2022, απαιτούσε πρόσθετη γνωστοποίηση σε τρεις κατηγορίες:

- Το Πεδίο 1, το οποίο αναφερόταν στις άμεσες εκπομπές που παράγει η εταιρεία.

- Το Πεδίο 2, που αναφερόταν στις έμμεσες εκπομπές, όπως για παράδειγμα αυτές που σχετίζονται με την ενέργεια και

- το Πεδίο 3, το οποίο αναφερόταν στις εκπομπές από τις αλυσίδες εφοδιασμού των εταιρειών και τους προμηθευτές τους.

Η τελική πρόταση που πέρασε χθες όμως απέρριψε την απαίτηση γνωστοποίησης του Πεδίου 3, λόγω των πιέσεων από τις εταιρείες κατά τη δημόσια διαβούλευση.

Έστω όμως τα δύο πρώτα πεδία συγκροτούν ένα πιο δομημένο πλαίσιο αναφοράς, έτσι ώστε η Επιτροπή να διασφαλίσει για τους επενδυτές μια συνεπή, συγκρίσιμη και αξιόπιστη πληροφόρηση σχετικά με τις οικονομικές επιπτώσεις των κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα.

Αν και οι απαιτήσεις γνωστοποίησης για το Πεδίο 1 και 2 θα γίνουν σε σταδιακή βάση και οι κανόνες θα τεθούν σε ισχύ 60 ημέρες μετά τη δημοσίευσή τους στο Ομοσπονδιακό Μητρώο, εντούτοις μπορούμε να πούμε ότι χθες «το παιχνίδι» μόλις άλλαξε για έναν μεγάλο αριθμό εισηγμένων στη Wall.

Τι γίνεται στην Ευρώπη

Η σχετική νομοθεσία της ΕΕ αν και δεν έχει γίνει ευρέως αντιληπτό δεδομένων των χρονικών περιθωρίων προσαρμογής, έχει ήδη διαμορφωθεί και απαιτεί από όλες τις μεγάλες εταιρείες και όλες τις εισηγμένες εταιρείες -εκτός από τις εισηγμένες πολύ μικρές επιχειρήσεις- να αποκαλύπτουν πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους και τις ευκαιρίες που προκύπτουν από κοινωνικά και περιβαλλοντικά ζητήματα, καθώς και για τον αντίκτυπο των δραστηριοτήτων τους στους ανθρώπους και το περιβάλλον.

Ο στόχος είναι να βοηθηθούν οι επενδυτές, οι καταναλωτές, οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών κ.ο.κ να αξιολογήσουν τις επιδόσεις βιωσιμότητας των εταιρειών, ως μέρος της ευρωπαϊκής πράσινης συμφωνίας .

Όπως και στις ΗΠΑ, αν και οι μεγάλες εταιρείες ήδη δίνουν κάποιες πληροφορίες βιωσιμότητας, εντούτοις πολλές φορές οι πληροφορίες αυτές δεν είναι επαρκείς και είναι δύσκολο να συγκριθούν από εταιρεία σε εταιρεία, με αποτέλεσμα οι επενδυτές συχνά να μην είναι σίγουροι για το αν μπορούν να τις εμπιστευτούν.

Επί του παρόντος λοιπόν, τα προβλήματα στην ποιότητα των εκθέσεων βιωσιμότητας δημιουργούν μάλλον ένα κενό λογοδοσίας.

Τα προβλήματα όμως στην ποιότητα των εκθέσεων βιωσιμότητας έχουν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις. Καταρχάς, οι επενδυτές δεν διαθέτουν αξιόπιστη επισκόπηση των κινδύνων που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα και στους οποίους εκτίθενται οι εταιρείες, με αποτέλεσμα να μην μπορούν ούτε να «ζυγίσουν» τον αντίκτυπο των εταιρειών στους ανθρώπους και το περιβάλλον, ούτε να αξιολογήσουν τα σχέδιά τους για τη μείωση αυτών των επιπτώσεων στο μέλλον.

Εν ολίγοις, για να είναι αξιόπιστη η αγορά πράσινων επενδύσεων, οι επενδυτές πρέπει να γνωρίζουν τον αντίκτυπο της βιωσιμότητας των εταιρειών στις οποίες επενδύουν. Χωρίς αποτελεσματική πληροφόρηση στον τομέα αυτό, τα χρήματα δεν μπορούν να διοχετευθούν σε φιλικές προς το περιβάλλον δραστηριότητες.

Η ΕΕ λοιπόν, προκειμένου οι εταιρείες να μπορέσουν να ανταποκριθούν αποτελεσματικά σε αυτή την επιταγή, έχει ήδη εκδώσει Οδηγία για την Έκθεση για την Εταιρική Αειφορία -CSRD- στην οποία περιγράφεται αναλυτικά η υποχρέωση των εταιρειών να χρησιμοποιούν κοινά πρότυπα προκειμένου να εκπληρώσουν τις νομικές τους υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων βιωσιμότητας.

Μέσω αυτών των εκθέσεων οι εταιρείες θα μπορούν να επικοινωνούν και να διαχειρίζονται πιο αποτελεσματικά τις επιδόσεις τους στη βιωσιμότητα και να έχουν καλύτερη πρόσβαση σε βιώσιμη χρηματοδότηση.

Απαιτώντας τη χρήση κοινών προτύπων-τα λεγόμενα Ευρωπαϊκά Πρότυπα Αναφοράς Αειφορίας, ESRS- η ευρωπαϊκή οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την CSRD το 2022, στοχεύει να διασφαλίσει ότι οι εταιρείες σε ολόκληρη την ΕΕ θα αναφέρουν συγκρίσιμες και αξιόπιστες πληροφορίες βιωσιμότητας.

Βάσει της καινούριας οδηγίας, τα data points – η λίστα δεδομένων – ανέρχεται σε 1200. Βέβαια δεν είναι όλα αυτά εφαρμόσιμα σε κάθε εταιρεία, αλλά ένα μεγάλο μέρος είναι.

Την ίδια στιγμή, τα κοινά πρότυπα αναμένεται να βοηθήσουν τις εταιρείες να μειώσουν το κόστος υποβολής εκθέσεων μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, αποφεύγοντας τη χρήση πολλαπλών εθελοντικών προτύπων, όπως συμβαίνει σήμερα.

Τα χρονοδιαγράμματα συμμόρφωσης

Οι εταιρείες θα πρέπει να αρχίσουν να υποβάλλουν αναφορές στο πλαίσιο του ESRS σύμφωνα με το ακόλουθο χρονοδιάγραμμα:

- Εταιρείες που υπάγονταν προηγουμένως στην Οδηγία περί μη χρηματοοικονομικών αναφορών -NFRD- ήτοι μεγάλες εισηγμένες εταιρείες με περισσότερους από 500 υπαλλήλους όπως μεγάλες τράπεζες και μεγάλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθώς και

μεγάλες εταιρείες εκτός ΕΕ με επίσης περισσότερους από 500 υπαλλήλους: οικονομικό έτος 2024, με την πρώτη δήλωση βιωσιμότητας να δημοσιεύεται το 2025.

- Άλλες μεγάλες εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων μη εισηγμένων εταιρειών εκτός ΕΕ: οικονομικό έτος 2025, με την πρώτη δήλωση βιωσιμότητας να δημοσιεύεται το 2026.

- Εισηγμένες ΜμΕ, συμπεριλαμβανομένων ΜμΕ που δεν είναι εισηγμένες στην ΕΕ: οικονομικό έτος 2026, με τις πρώτες δηλώσεις βιωσιμότητας να δημοσιεύονται το 2027. (σ.σ: Οι εισηγμένες ΜμΕ ενδέχεται να αποφασίσουν να εξαιρεθούν από τις απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων για άλλα δύο χρόνια. Η τελευταία πιθανή ημερομηνία έναρξης υποβολής εκθέσεων για μια εισηγμένη ΜμΕ είναι το οικονομικό έτος 2028, με την πρώτη δήλωση βιωσιμότητας να δημοσιεύεται το 2029).

- Επιπλέον, εταιρείες εκτός ΕΕ που παράγουν πάνω από 150 εκατομμύρια ευρώ ετησίως στην ΕΕ και έχουν στην ΕΕ είτε υποκατάστημα με κύκλο εργασιών άνω των 40 εκατομμυρίων ευρώ, είτε θυγατρική που είναι μεγάλη εταιρεία ή εισηγμένη ΜμΕ, θα πρέπει να αναφέρουν τις επιπτώσεις βιωσιμότητας σε επίπεδο ομίλου από το οικονομικό έτος 2028, με την πρώτη δήλωση βιωσιμότητας να δημοσιεύεται το 2029.

Τι θα ισχύσει για το Χρηματιστήριο Αθηνών

Βάσει της καινούριας Οδηγίας, από το 2024 όλες οι εισηγμένες εταιρίες στο ΧΑΑ βάση των κριτηρίων που αναφέρθηκαν παραπάνω, θα είναι υποχρεωμένες να δημοσιοποιήσουν την Έκθεση Βιωσιμότητάς τους παράλληλα και με την ίδια βαρύτητα με την Οικονομική τους Έκθεση.

Τουτέστιν, η έκθεση Βιωσιμότητας, θα είναι σε παρόμοιο επίπεδο σημασίας με την οικονομική Εκθεση και θα υποβάλλεται σε IXBLR.

Η CSRD διαφέρει από την υπάρχουσα οδηγία-υποχρέωση στα εξής:

- Βάσει της προηγούμενης οδηγίας, οι εταιρίες δημοσιοποιούσαν έναν γενικό τρόπο προσέγγισης των ESG κριτηρίων, γι’ αυτό και οι εκθέσεις τους ήταν «αφηγηματικές».

Η καινούρια οδηγία ζητάει νούμερα, KPI’s, συγκεκριμμένες πολιτικές και αποδείξεις.

Μέχρι τώρα, η προσέγγιση αφορούσε το τώρα. Βάσει της καινούριας οδηγίας, η έμφαση είναι στην στρατηγική της εκάστοτε εταιρείας και πώς αυτή έχει αναγνωρίσει τα ουσιώδη θέματα ESG που μπορούν να επηρεάσουν τόσο το περιβάλλον και την κοινωνία όσο και τα οικονομικά αποτελέσματα της εταιρίας.

Aποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.