Wall Street ή ευρωπαϊκά χρηματιστήρια;

Wall Street ή ευρωπαϊκά χρηματιστήρια;

Η τάση που επικρατεί τις τελευταίες εβδομάδες στις αγορές θέλει τα χρηματιστήρια που διαθέτουν πιο «βαριά» ονόματα στον τεχνολογικό κλάδο, απ’ ό,τι στον τραπεζικό και τον ενεργειακό, όπως η Wall Street και οι αγορές της Κίνας, να υποαποδίδουν. Όμως ο βασικός καταλύτης στις αγορές τελευταία δεν είναι άλλος από την αύξηση των αποδόσεων στα κρατικά ομόλογα. Χθες, η απόδοση του αμερικανικού 10ετούς έφτασε στο επίπεδο του 1,55% που είναι το υψηλότερο από τις 19 Φεβρουαρίου 2020, ήτοι από τότε που ξεκίνησε η κατρακύλα των χρηματιστηρίων.

Το «ξύπνημα» της αγοράς ομολόγων έχει τρομοκρατήσει όσους επενδυτές έχουν προτιμήσει τις μετοχές -δηλαδή τους περισσότερους- και η διεθνής επενδυτική κοινότητα στρέφει πλέον το βλέμμα στην αντίδραση των κεντρικών τραπεζών. Πόσο θα κρατήσει η αναρρίχηση των ομολογιακών αποδόσεων και τι περιθώρια ανόδου έχουν τα χρηματιστήρια σε ΗΠΑ και Ευρώπη;

Ο Τζερόμ Πάουελ προσπάθησε χθες βράδυ να ρίξει νερό στη φωτιά, λέγοντας ότι η Fed δεν πρόκειται να καθίσει με σταυρωμένα χέρια και δεν θα επιτρέψει την επιδείνωση των συνθηκών ρευστότητας. Όμως οι αγορές αντί για νερό είδαν λάδι. Το γεγονός ότι ο Πάουελ έμεινε μόνο στα λόγια οδήγησε σε νέα άνοδο τις αποδόσεις των ομολόγων και σε νέα πτώση τις μετοχές.

Ο Nasdaq των παγκόσμιων τεχνολογικών κολοσσών, ο δείκτης που τράβηξε το κουπί της ανόδου καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020 εμφανίζει απώλειες 9,8% από τις 12 Φεβρουαρίου, όταν κατέγραψε ιστορικό υψηλό στις 14.095 μονάδες. Ένας δείκτης θεωρείται ότι εισέρχεται σε «περιοχή διόρθωσης» όταν υποχωρεί πάνω από 10% σε σύγκριση με τα υψηλά του.

Την ίδια ώρα στην Ευρώπη, ο γερμανικός DAX δείχνει αντοχές, καθώς βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από το ιστορικό υψηλό της 15ης Φεβρουαρίου, μόλις 0,38% χαμηλότερα. Ο πανευρωπαϊκός Stoxx 600 από την πλευρά του, σημειώνει απώλειες μικρότερες του 2% από τα υψηλά του Φεβρουαρίου.

Σε χθεσινή της έκθεση η Goldman Sachs «βλέπει» περιθώρια ανόδου της τάξης του 12% για τον πανευρωπαϊκό δείκτη Stoxx 600, ενώ η Capital Economics εκτιμά ότι ακόμη και τα χρηματιστήρια που διαθέτουν «βαριά» ονόματα του τεχνολογικού κλάδου, όπως η Wall, θα κινηθούν ανοδικά τα επόμενα δύο χρόνια, παρά την αλλαγή που συντελείται από τις τεχνολογικές προς τις τραπεζικές και ενεργειακές μετοχές. Και αυτό γιατί εκτιμάται ότι οι πραγματικές αποδόσεις (αποδόσεις ομολόγων μείον τον πληθωρισμό) θα παραμείνουν χαμηλές παρά την ισχυρή οικονομική ανάκαμψη. Σε κάθε περίπτωση, η Capital Economics τις αγορές των ΗΠΑ και της Κίνας να μην ακολουθούν στο ίδιο τέμπο άλλες αγορές.

Ποιες μετοχές να αγοράσω με βάση… τα ομόλογα;

Σύμφωνα με την Goldman Sachs, οι κλάδοι που παραδοσιακά υπεραποδίδουν όταν οι αποδόσεις των ομολόγων (αμερικανικών και γερμανικών) ενισχύονται είναι οι τράπεζες, οι κυκλικές μετοχές, οι μετοχές αξίας και οι ασφαλιστικές. Ακολουθεί ο κλάδος των αυτοκινήτων και ανταλλακτικών, των βασικών πόρων και των κατασκευών. Στον αντίποδα, όταν οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων υποχωρούν, οι κλάδοι που εμφανίζουν τις καλύτερες επιδόσεις είναι των τροφίμων, ποτών και καπνού, οι «αμυντικές» μετοχές, οι μετοχές «ανάπτυξης» και της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.

Δείτε αναλυτικά την «ευαισθησία» των κλάδων στις αποδόσεις των ομολόγων στο παρακάτω γράφημα:

Επομένως για να επιλέξετε τις μετοχές που θα νικήσουν την αγορά, το πρώτο πράγμα που έχετε να κάνετε είναι να εκτιμήσετε σωστά την πορεία που θα έχουν οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων.

Ο αντίκτυπος της πτώσης των αποδόσεων των ομολόγων το περασμένο έτος ήταν μεγαλύτερος στην Ευρώπη σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο. Από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-09 και μετά η συσχέτιση μεταξύ της σχετικής επίδοσης των ευρωπαϊκών και των αμερικανικών μετοχών και των αποδόσεων των γερμανικών 10ετών ομολόγων. Κάθε άνοδος στις αποδόσεις των bunds αναμένεται να ενισχύσει την απόδοση των ευρωπαϊκών μετοχών «αξίας» έναντι των μετοχών «ανάπτυξης». Τέλος, η Goldman τονίζει ότι οι ευρωπαϊκές αγορές ωφελούνται γενικότερα όταν το παγκόσμιο περιβάλλον είναι πιο πληθωριστικό και αυτό θα συμβεί καθώς μπαίνουμε σε μία περίοδο ισχυρότερης και πιο συγχρονισμένης παγκόσμιας ανάπτυξης.