Wall Street: Τι προμηνύει το καλύτερο εξάμηνο της 50ετίας

Wall Street: Τι προμηνύει το καλύτερο εξάμηνο της 50ετίας

Το πρώτο ντιμπέιτ μεταξύ Τζο Μπάιντεν και Ντόναλντ Τραμπ άνοιξε ουσιαστικά την αυλαία της τελικής φάσης της προεκλογικής περιόδου, με ορίζοντα την 5η Νοεμβρίου, όταν θα μάθουμε τον επόμενο ένοικο του Λευκού Οίκου. Και μπορεί οι δύο υποψήφιοι να απογοητεύουν, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, την κοινή γνώμη, τόσο στις ΗΠΑ όσο και διεθνώς, όμως οι αγορές δεν δείχνουν να πτοούνται.

Το πρώτο εξάμηνο του 2024 ήταν για τη Wall Street και τις παγκόσμιες αγορές ένα από τα καλύτερα των τελευταίων δεκαετιών και το καλύτερο που έχει καταγραφεί, βάσει αποδόσεων, σε έτος προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, τα τελευταία 50 χρόνια. Ο S&P 500 σημείωσε άνοδο της τάξης του 14,5% και ο τεχνολογικός Nasdaq ενισχύθηκε κατά 18%, ενώ ο Dow Jones δεν κατάφερε να ακολουθήσει, σημειώνοντας κέρδη μόλις 3,79%. Ο παγκόσμιος MSCI All Country World Equity κέρδισε 10,3%, ενώ σε ιστορικά υψηλά βρέθηκαν κατά τη διάρκεια του εξαμήνου όλοι σχεδόν οι σημαντικοί χρηματιστηριακοί δείκτες του πλανήτη.

Το βασικό συμπέρασμα του εξαμήνου είναι ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη συνεχίζει να αποτελεί την ατμομηχανή του χρηματιστηριακού ράλι. Είναι τόσο εντυπωσιακό το επενδυτικό ενδιαφέρον για την Tεχνητή Nοημοσύνη που έχει σχεδόν διχάσει τους αναλυτές για το κατά πόσο υπάρχει φούσκα.

Το φαινόμενο Nvidia… έσυρε τον χορό και τα κέρδη εξαπλώθηκαν σε όλο το μήκος και πλάτος των αγορών. Παρ’ όλα αυτά, η έντονη μεταβλητότητα της μετοχής της Nvidia μέσα στον Ιούνιο αποδεικνύει ότι οποιαδήποτε «ρωγμή» στο αφήγημα της AI Mania μπορεί να αποδειχθεί μοιραία για τη συνέχεια.

Πέρα από την επίδραση της Τεχνητής Νοημοσύνης, οι αγορές αναμένεται επίσης να ασχοληθούν κατά κύριο λόγο με τον φόβο της ύφεσης και δευτερευόντως με τις προεδρικές εκλογές. Κυρίως τις τελευταίες εβδομάδες φάνηκε ότι οι ανησυχίες για την οικονομία υπάρχουν και σε καμία περίπτωση δεν είναι αμελητέες, παρά την εκπληκτική ανθεκτικότητα που εμφανίζει η αμερικανική οικονομία σε επίπεδο δεικτών.

Ίσως τελικά, ο δρόμος για την ύφεση αποδειχθεί πολύ πιο σύντομος και απότομος, σε σύγκριση με όσα ανέμεναν οι επενδυτές αυτά τα δύο χρόνια που η ανεργία παρέμενε κοντά σε ιστορικά χαμηλά και το ΑΕΠ αναπτυσσόταν απέναντι στα υψηλότερα επιτόκια των τελευταίων δεκαετιών.

Τα στοιχεία για την ανεργία τον μήνα Μάιο ήρθαν να ταρακουνήσουν όσους πίστευαν ότι η συνέχιση του ράλι θα έμοιαζε με… βόλτα στο πάρκο. Η ανεργία ανέβηκε στο 4%, επίπεδο που ενώ παραμένει χαμηλό, κάνει τους αναλυτές να ανησυχούν λίγο περισσότερο. Διότι αν η ανεργία εισέλθει σε ανοδική πορεία, οι αναλυτές φοβούνται ότι δύσκολα θα σταματήσει και είναι πολύ πιθανό να προμηνύει την πολυσυζητημένη ύφεση.

Κατά τη διάρκεια του α’ εξαμήνου, η αμερικανική οικονομία δημιουργούσε κατά μέσο όρο 250.000 θέσεις εργασίας το μήνα, ωστόσο οι προβλέψεις για τον μήνα Ιούνιο κάνουν λόγο για υποχώρηση στις 200.000 και διατήρηση της ανεργίας στο 4%. Τα στοιχεία που θα δημοσιευτούν σήμερα, αύριο και την ερχόμενη Παρασκευή δεν αποκλείεται να αποτελέσουν την απαρχή μιας φθίνουσας πορείας για την αγορά εργασίας των ΗΠΑ.

Τέλος, όσο θα πλησιάζουμε προς τον Νοέμβριο, οι αγορές θα αρχίσουν να στρέφουν το βλέμμα στις αμερικανικές εκλογές αν και δεν δείχνουν να… ιδρώνουν ιδιαίτερα με το ποιος θα είναι ο επόμενος «πλανητάρχης».

Σύμφωνα με τους αναλυτές της US Bank, οι οποίοι μελέτησαν στοιχεία από το 1948 έως σήμερα, η σύνθεση της κυβέρνησης και των νομοθετικών σωμάτων δεν επηρεάζει ιδιαίτερα την πορεία των αγορών. Ένα αξιοσημείωτο εύρημα της σχετικής μελέτης, είναι ότι υπάρχουν δύο σενάρια που οδηγούν σε κέρδη μεγαλύτερα του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της αγοράς, στο τρίμηνο μετά τις εκλογές.

Το πρώτο σενάριο είναι οι Δημοκρατικοί να ελέγχουν τον Λευκό Οίκο και οι Ρεπουμπλικάνοι να έχουν τον πλήρη έλεγχο του Κογκρέσου. Το δεύτερο σενάριο που δίνει καλύτερες αποδόσεις είναι να ελέγχουν τον Λευκό Οίκο οι Δημοκρατικοί και να είναι μοιρασμένος ο έλεγχος της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων. Όμως, ακόμα και όταν κερδίζουν οι Ρεπουμπλικανοί, η πτώση των αγορών στο τρίμηνο μετά τις εκλογές είναι κατά μέσο όρο χαμηλότερη του 1%.