Wall Street Vs ευρωαγορές: Γιατί μπαίνουν σε δοκιμασία τα ρεκόρ των Χρηματιστηρίων
Shutterstock
Shutterstock

Wall Street Vs ευρωαγορές: Γιατί μπαίνουν σε δοκιμασία τα ρεκόρ των Χρηματιστηρίων

Τα δεδομένα για τον πληθωρισμό των ΗΠΑ θα διαμορφώσουν τις προσδοκίες για την πορεία των επιτοκίων της Federal Reserve και θα δοκιμάσουν τα αλλεπάλληλα ρεκόρ της χρηματιστηριακής αγοράς. Οι ΗΠΑ θα δημοσιεύσουν τα στοιχεία του Νοεμβρίου για τον πληθωρισμό των τιμών καταναλωτή την Τετάρτη, τα οποία θα δώσουν στους αξιωματούχους της Federal Reserve μια τελική ματιά πριν από την τελική τους συνάντησης του έτους την επόμενη εβδομάδα. Οι αγορές αναμένουν επί του παρόντος μια νέα μείωση κατά 25 bps στη συνεδρίαση της 17ης-18ης Δεκεμβρίου.

Την αυλαία θα ανοίξει η ΕΚΤ αυτήν την εβδομάδα που πραγματοποιεί την τελευταία της συνεδρίαση για την πολιτική του έτους την Πέμπτη, με τους οικονομολόγους να αναμένουν συντριπτικά μια νέα μείωση των επιτοκίων κατά 25 bps - η οποία θα ήταν η τέταρτη τέτοια μείωση φέτος. Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη σημείωσε άνοδο τον Νοέμβριο, αλλά εξακολουθεί να φαίνεται να οδεύει προς τον στόχο του 2%, κάτι που καθιστά εφικτή τη συνέχιση της μείωσης των επιτοκίων.

Στο επίκεντρο αυτής της εβδομάδας η συνεδρίαση της ΕΚΤ, όπου πρόκειται επίσης να δημοσιευθούν και οι επικαιροποιημένες προβλέψεις για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό. Είναι αρκετά πιθανό να αναθεωρηθούν χαμηλότερα για το επόμενο έτος, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε περισσότερα προβλήματα τις οικονομίες και τους πολίτες της Ευρωζώνης. Προς ώρας, τουλάχιστον χρηματιστηριακά, δεν φαίνεται όμως να είναι ικανά να διακόψουν την εορταστική διάθεση.

Από την τελευταία συνεδρίαση της ΕΚΤ τον Οκτώβριο, το νέο σενάριο που έχει προστεθεί είναι η νίκη του Τραμπ και η αύξηση των δασμολογικών κινδύνων για την Ευρώπη, εάν και εφόσον ο πρόεδρος των ΗΠΑ αποφασίσει να κάνει πράξη έστω και κατά το ήμισυ τις απειλές του. Επίσης, ακόμα ένα δεδομένο που θα μπορούσε να επηρεάσει την Λαγκάρντ είναι το γεγονός της πολιτικής αναταραχής σε Γαλλία και Γερμανία.

Τέλος, η επιβράδυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και η αποδυνάμωση του ευρώ καθιστούν επιτακτική την περαιτέρω μείωση των επιτοκίων, εφόσον το επιτρέπει ο πληθωρισμός και η νέα πολιτική του Αμερικανού προέδρου. Η Πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, δήλωσε ότι ένας εμπορικός πόλεμος θα ήταν «καθαρό αρνητικό για όλους», όχι μόνο για τις χώρες που στοχοποιούνται από τους δασμούς των ΗΠΑ. Στον αντίποδα, ο Τραμπ πιστεύει ότι «η Αμερική θα γίνει σπουδαία» ξανά ανεβάζοντας τον πήχη του χρέους της κατά μερικά τρισ. δολάρια.

Οι επενδυτές αισθάνονται μια υπερβολική ασφάλεια, καθώς το «μαγικό χέρι» των κεντρικών τραπεζών δεν αφήνει το σύστημα να καταρρεύσει. Η αυξημένη εμπιστοσύνη των επενδυτών μπορεί να τροφοδοτήσει περισσότερα βραχυπρόθεσμα κέρδη στην αγορά, γιατί βασίζεται αποκλειστικά στη συνεχή υποστήριξη από τη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική. Η μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα αυτών των πολιτικών, όμως, θα είναι συζητήσιμη και υπό εξέταση με τον ερχομό του 2025 (η χρονιά της αποκάλυψης). Εάν η οικονομική ανάπτυξη δεν ανταποκριθεί στις αυξανόμενες αποτιμήσεις της αγοράς, η ψευδαίσθηση της σταθερότητας θα μπορούσε να καταρρεύσει, οδηγώντας σε μεγάλες και απότομες διορθώσεις.

Η ανοδική κίνηση της τελευταίας διετίας εξαρτιόνταν, επίσης, από τις προσδοκίες για ουσιαστικές φορολογικές περικοπές και απορρύθμιση. Ωστόσο, τέτοιες δημοσιονομικές πολιτικές έχουν συμβιβασμούς, συμπεριλαμβανομένων των αυξήσεων του ομοσπονδιακού χρέους και του ελλείμματος. Με την πάροδο του χρόνου, αυτές οι ανισορροπίες θα μπορούσαν να επιβαρύνουν την οικονομική ανάπτυξη. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα, εάν τα αυξανόμενα ελλείμματα διαβρώνουν την οικονομική ανάπτυξη ή την εμπιστοσύνη των επενδυτών στη δημοσιονομική υγεία της κυβέρνησης.

Τέλος, η εταιρική κερδοφορία αποτελεί επίσης τη μεγαλύτερη πρόκληση. Τα αυξημένα περιθώρια κέρδους, που ενισχύονται κυρίως από τις δημοσιονομικές δαπάνες και τις αυξήσεις των τιμών, μπορεί να είναι μη βιώσιμα. Οι εταιρείες θα μπορούσαν να δυσκολευτούν να διατηρήσουν τα περιθώρια κέρδους, ιδιαίτερα εάν το κόστος εργασίας αυξηθεί ή οι καταναλωτικές δαπάνες εξασθενήσουν.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι φουσκωμένες αποτιμήσεις των εταιρειών της τεχνητής νοημοσύνης οι οποίες ναι μεν απογειώθηκαν όταν τα περιθώρια κέρδους από το 20% έφθασαν στο 120%, αλλά αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί με τον ίδιο ρυθμό την επόμενη χρονιά, καθώς θα υπάρξει μια κόπωση αλλά και εν αναμονή της πραγματικής πολιτικής του Τραμπ και όχι αυτής που μας παρουσιάζει. Δε θα αναφέρω καθόλου τους γεωπολιτικούς κινδύνους, καθώς εκεί μόνο άμα πέσει η «ατομική βόμβα» θα ενεργοποιηθεί ο πανικός στις αγορές, κάτι που αποτελεί απλά έναν «μαύρο κύκνο».

Ενώ λοιπόν οι προοπτικές παραμένουν θετικές, οι επενδυτές θα πρέπει να παραμείνουν σε επαγρύπνηση. Στα επόμενα μας άρθρα θα εξετάσουμε αρκετές πτυχές της επόμενης χρονιάς με πλήρη ανάλυση και διορατικότητα, καθώς αυτό που θέλουν όλοι να γνωρίζουν δεν είναι εάν μια μετοχή είναι φθηνή ή ακριβή, αλλά πότε είναι η ώρα για την «ηρωική έξοδο» από τις αγορές.

Ακόμα μία έκθεση λοιπόν θα δοκιμάσει τη δύναμη του ράλι των αμερικανικών μετοχών στο τέλος του έτους. Σύμφωνα με τα αναμενόμενα δεν φαίνεται ικανή να διαταράξει το εορταστικό κλίμα. Εάν ωστόσο τα δεδομένα εμφανιστούν υψηλότερα από το αναμενόμενο, η Fed θα μπορούσε να μετριάσει τις προσδοκίες σχετικά με τη μελλοντική πορεία των μειώσεων των επιτοκίων, και να περιμένει την επόμενη έκθεση για να δει τη συνέχεια.

Από την πλευρά τους οι περισσότεροι αναλυτές αναμένουν ήδη πιο σταδιακό ρυθμό μείωσης των επιτοκίων το επόμενο έτος, καθώς οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα αξιολογήσουν τις δημοσιονομικές πολιτικές του Τραμπ μετά την ανάληψη των καθηκόντων του στις 20 Ιανουαρίου. Επιπλέον, οι αγορές τιμολογούν ορισμένα αρκετά ευνοϊκά αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένων περαιτέρω μειώσεων των επιτοκίων από τη Fed και την ΕΚΤ, παράλληλα με την πτώση του πληθωρισμού.

Αυτό έχει ήδη τιμολογηθεί, καθιστώντας τον πήχη για μια υπεραπόδοση του 2025 πολύ πιο δύσκολο «στα χαρτιά», από ό,τι τα τελευταία δύο χρόνια. Μέχρι τις συνεδριάσεις του Ιουνίου 2025, οι περισσότεροι αναλυτές αναμένουν μειώσεις επιτοκίων κατά 55 μονάδες βάσης από τη Fed και 141 μονάδες βάσης από την ΕΚΤ, και συνέχιση του θετικού κλίματος.

Κατά την JPM, η οποία έβλεπε για εφέτος των S&P 500 στις 4400 μονάδες, οι ΗΠΑ θα παραμείνουν η παγκόσμια μηχανή ανάπτυξης με τον επιχειρηματικό κύκλο σε επέκταση, μια υγιή αγορά εργασίας, τη διεύρυνση των κεφαλαιουχικών δαπανών που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη και την προοπτική ισχυρότερων αποδόσεων στη Wall Street και υψηλής συναλλακτικής δραστηριότητας.

Ο στόχος που θέτει για τον S&P 500 για το 2025 είναι οι 6.500 μονάδες (και δεν είναι ο μοναδικός οίκος που βλέπει πλέον νέα υψηλά), καθώς δεν υπάρχει κανένας να βλέπει κάτι διαφορετικό. Καθώς μου αρέσει να διαφοροποιούμαι από τους υπόλοιπους αναλυτές, όπως και το 2022, θα σταθώ σε ένα απλό ρητό που λένε οι φίλοι μας οι Άγγλοι, «Don’t panic until the last of the bears throws in the towel!».