Παρόλο που συχνά ακούμε ότι ζούμε στον «αιώνα της Κίνας» και ότι η Κίνα θα συνεχίσει να αναπτύσσεται και να ισχυροποιείται εσαεί, πεποίθησή μου είναι ότι ο ιστορικός του μέλλοντος θα καταγράψει την δεκαετία του 2020 ως τη δεκαετία που η επική αυτή άνοδος έφτασε τελικά στο τέλος της.
Αλλά τι είναι αυτό που τροφοδότησε την μετεωρική άνοδο της Κίνας;
Κυρίως και πρωτίστως η συνύπαρξη και η αλληλεπίδραση τεσσάρων παραγόντων. Ενός ευνοϊκού περιφερειακού περιβάλλοντος ασφαλείας, μιας αρκούντως ικανής ηγεσίας, μιας άνευ προηγουμένου δημογραφικής άνθησης και της ύπαρξης αφθονίας φυσικών πόρων.
Πρώτα απ' όλα, για το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων πέντε δεκαετιών, η Κίνα διήγε εν μέσω ενός σχετικά ασφαλούς γεωπολιτικού περιβάλλοντος απολαμβάνοντας ένα αξιοσημείωτο μέρισμα ειρήνης. Η ύπαρξη ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος ασφαλείας είναι κρίσιμη, διότι το «Μέσο Βασίλειο» περιβάλλεται από 19 χώρες, πολλές από τις οποίες είναι ισχυρές, εχθρικές προς αυτό, ασταθείς ή ένας συνδυασμός των ανωτέρω.
Ο δεύτερος παράγοντας που συνέτεινε καθοριστικά στην άνοδο της Κίνας ήταν η ύπαρξη στο τιμόνι της μιας ικανής ηγεσίας . Έτσι, το 1976, μετά τον θάνατο του «Μεγάλου Τιμονιέρη» , οι νέοι ηγέτες της χώρας αποφάσισαν να εγκαταλείψουν οριστικά τα πειράματα τύπου Πολιτιστικής Επανάστασης. Ξεκίνησαν λοιπόν να ανταμείβουν τους χαμηλότερα ιστάμενους κρατικούς αξιωματούχους περισσότερο βάσει των οικονομικών τους επιδόσεων και όχι μόνο για την τυφλή πίστη τους στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας.
Επίσης, προχώρησαν στην σταδιακή ιδιωτικοποίηση της οικονομίας, γεγονός που οδήγησε σε έκρηξη της οικονομικής δραστηριότητας. Δυστυχώς, η περίοδος των εκρηκτικών κινεζικών ρυθμών ανάπτυξης φαίνεται να βρίσκεται πίσω μας. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι πλέον διαφαίνεται μια ξεκάθαρη τάση απόκλισης μεταξύ του ΑΕΠ της Κίνας, εν συγκρίσει, με εκείνο των ΗΠΑ.
Ένας τρίτος ιδιαιτέρως κρίσιμος παράγοντας ήταν αυτό που απεδείχθη ως το μεγαλύτερο δημογραφικό μέρισμα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Για ένα μεγάλο μέρος των τελευταίων 40 ετών, η Κίνα είχε περίπου 10 έως 15 εργαζόμενους να στηρίζουν κάθε ηλικιωμένο συνταξιούχο-δύο έως τρεις φορές πάνω από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Αυτό το αξιοσημείωτο φαινόμενο ήταν αποτέλεσμα της ιδιαίτερης δημογραφικής ιστορίας της Κίνας.
Τη δεκαετία του 1950, ο Mao κληρονόμησε μια χώρα κατεστραμμένη από δεκαετίες πολέμων και συγκρούσεων. Προκειμένου να μετατρέψει την Κίνα σε υπερδύναμη, ενθάρρυνε τις κινεζικές οικογένειες να αποκτήσουν μεγάλο αριθμό παιδιών. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του κινεζικού πληθυσμού κατά 80% μέσα σε 30 χρόνια.Ωστόσο, οι ανησυχίες για υπερπληθυσμό οδήγησαν το Κομμουνιστικό Κόμμα στην εφαρμογή της πολιτικής του ενός παιδιού το μακρινό 1979.
Παρά ταύτα για το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων 40 ετών, η γενιά των baby boomers βρισκόταν στην ακμή της εργασιακής της ζωής, με σχετικά λίγους ηλικιωμένους ή παιδιά να φροντίζει. Η κατάσταση αυτή ήταν ιδανική από οικονομικής σκοπιάς. Ως εκ τούτου, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η εν λόγω δημογραφική υπερμεγέθυνση εξηγεί τουλάχιστον το 25% της ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας τη συγκεκριμένη περίοδο.
Τελευταίος αλλά εξίσου σημαντικός παράγοντας που συνετέλεσε στην άνοδο της Κίνας ήταν οι άφθονοι φυσικοί της πόροι. Μέχρι σχετικά πρόσφατα, η χώρα ήταν σχεδόν αυτάρκης σε βασικούς πόρους όπως το νερό, τα τρόφιμα και η ενέργεια. Το γεγονός αυτό μείωσε σημαντικά το κόστος της οικονομικής ανάπτυξης, καθώς οι πρώτες ύλες ήταν άμεσα διαθέσιμες και φθηνές. Πλέον όμως, το καθένα από αυτά τα πλεονεκτήματα τείνει να μετατραπεί σε μειονέκτημα, δυσχεραίνοντας τις προσπάθειες του «Μέσου Βασιλείου» για διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης.
Καταρχάς, η Κίνα εξαντλεί τους πόρους της. Τα μισά από τα ποτάμια της έχουν εξαφανιστεί, και το 60% των υπόγειων υδάτων της είναι τόσο μολυσμένα που η κινεζική κυβέρνηση τα έχει κηρύξει ακατάλληλα για οποιαδήποτε χρήση. Αυτό σημαίνει ότι το νερό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ούτε καν στη γεωργία και τη βιομηχανία, πόσω μάλλον για κατανάλωση. Αξίζει να τονιστεί σε αυτό το σημείο ότι το Πεκίνο, για παράδειγμα, διαθέτει τόσο λίγο νερό ανά κάτοικο όσο και η Σαουδική Αραβία.
Η κατάσταση είναι εξίσου ζοφερή και σε σχέση με τους ενεργειακούς πόρους. Η Κίνα έχει εξαντλήσει μεγάλο μέρος του εκμεταλλεύσιμου πετρελαίου της, και ακόμη και ο άνθρακας -κάποτε άφθονος- γίνεται ολοένα και πιο σπάνιος. Ως αποτέλεσμα της αύξησης του κόστος των πρώτων υλών η οικονομική ανάπτυξη στην Κίνα έχει καταστεί μια ιδιαίτερα δαπανηρή υπόθεση. Το μοναδιαίο κόστος του κινεζικού ΑΕΠ είναι σήμερα τρεις φορές μεγαλύτερο από ό,τι ήταν τη δεκαετία του 2000, και δυστυχώς βαίνει αυξανόμενο. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι η κινεζική οικονομία πλέον χρειάζεται σχεδόν 12 μονάδες κεφαλαίου για να παράξει 1 μονάδα προϊόντος.
Την ίδια στιγμή, η Κίνα βρίσκεται αντιμέτωπη με δημογραφική καθίζηση. Καθώς η γενιά των baby boomers συνταξιοδοτείται, η σημαντικά μικρότερη γενιά του «ενός παιδιού» επιβαρύνεται υπέρμετρα. Τα επόμενα δέκα χρόνια η χώρα αναμένεται να χάσει περισσότερους από 70 εκατομμύρια ενήλικες σε ηλικία εργασίας, ενώ θα αποκτήσει πάνω από 130 εκατομμύρια νέους συνταξιούχους. Αυτή η αλλαγή ισοδυναμεί με την απώλεια μιας «ολόκληρης Γαλλίας» εργαζομένων, καταναλωτών και φορολογούμενων και την αντικατάστασή τους με μια «Ιαπωνία» οικονομικά μη ενεργών ηλικιωμένων.
Η προηγουμένως ευνοϊκή αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους της τάξης του 15 προς 1 αναμένεται να καταρρεύσει σε μόλις 2 προς 1 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 2030. Τουτέστιν, θα υπάρχουν δύο μόλις εργαζόμενοι για να υποστηρίζουν κάθε συνταξιούχο.
Η αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων καθίσταται πλέον ολοένα και πιο δύσκολη, καθώς η Κίνα κυβερνάται από έναν ηγέτη που δίνει προτεραιότητα στον πολιτικό έλεγχο έναντι της οικονομικής αποδοτικότητας. Τα αυστηρά lockdown στο πλαίσιο της πολιτικής για μηδενική COVID (Zero-COVID policy) και η καταστολή στο Χονγκ Κονγκ αποτελούν απτά δείγματα της φιλοσοφίας διακυβέρνησης του Xi Jinping.
Επιπλέον, οι κάθε είδους επιδοτήσεις κατευθύνονται περισσότερο προς εταιρείες που συνδέονται με το κράτος, ενώ η εκστρατεία κατά της διαφθοράς έχει αποθαρρύνει τους χαμηλόβαθμους Κινέζους αξιωματούχους, αποτρέποντας με αυτόν τον τρόπο την καινοτομία και την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας. Οι περισσότεροι από αυτούς αποφεύγουν την ανάληψη πρωτοβουλιών υπό τον φόβο διατάραξης των υπαρχόντων πελατειακών δικτύων ή απλά για να μην καταστούν στόχος ερευνών για διαφθορά.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η Κίνα φαίνεται να χάνει με γοργό ρυθμό την προνομιακή πρόσβαση που κάποτε είχε στις αγορές, την τεχνολογία και το κεφάλαιο των προηγμένων οικονομιών. Δεν αποτελεί μυστικό ότι η εν λόγω πολιτική οικονομικής ανάσχεσης της Κίνας εκπορεύεται και συντονίζεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στον εμπορικό και τεχνολογικό πόλεμο εναντίον της Κίνας όμως συμμετέχουν ολοένα και πιο ενεργά η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ιαπωνία, οι οποίες υιοθετούν σταδιακά παρόμοιες πολιτικές. Ως αποτέλεσμα, η Κίνα αντιμετωπίζει πλέον έναν αυξανόμενο αριθμό εμπορικών και επενδυτικών φραγμών, οι οποίοι ήταν σχεδόν ανύπαρκτοι πριν από μία δεκαετία.
Ταυτόχρονα, το περιβάλλον ασφαλείας της Κίνας γίνεται ολοένα και πιο επισφαλές. Ο παρακάτω χάρτης με τις στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ στον κινεζικό περίγυρο, απεικονίζει με τον καλύτερο τρόπο την στρατηγική μετατόπισης του «ενδιαφέροντος» των ΗΠΑ προς την Ασία (Pivot to Asia). Η διαμορφωθείσα κατάσταση έχει περιγραφεί από τον Xi Jinping ως «ολική περικύκλωση» από τις Ηνωμένες Πολιτείες και εκφράζει ξεκάθαρα το πώς αντιλαμβάνονται οι Κινέζοι ιθύνοντες αυτήν την εξέλιξη. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους η ευρύτερη αυτή γεωπολιτική μετατόπιση έχει ως στόχο να απομονώσει και τελικά να ανακόψει την κινεζική οικονομική και στρατηγική άνοδο.
Όπως και να έχει όμως, η οικονομική άνθηση της Κίνας φαίνεται να πλησιάζει πλέον στο τέλος της, επηρεάζοντας πολλές χώρες που είχαν συνδέσει την τύχη τους με αυτήν. Είναι χαρακτηριστικό ότι η συμβολή της Κίνας στη συνολική παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη τη δεκαετία του 1990 και του 2000 υπερέβαινε το 40%. Από τη σόγια έως τα τσιπ υπολογιστών, τα αυτοκίνητα, τα φαρμακευτικά προϊόντα και τις κάθε είδους εργαλειομηχανές, η τεράστια ζήτηση της Κίνας μετέτρεψε την αγορά της σε Γη της Επαγγελίας για πληθώρα επιχειρήσεων από όλο τον κόσμο. Οι εισαγωγές της ως ποσοστό του ΑΕΠ άγγιξαν το 30% την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, ενισχύοντας έτι περαιτέρω την οικονομική και πολιτική επιρροή της.
Η ακόρεστη ζήτηση της Κίνας για πρώτες ύλες προκάλεσε με τη σειρά της παγκόσμια άνοδο στις τιμές των εμπορευμάτων. Η εξέλιξη αυτή ωφέλησε εμμέσως και χώρες που δεν εμπορευόταν απευθείας με την Κίνα, αλλά επωφελήθηκαν από τις υψηλότερες τιμές των εξαγωγών τους. Για παράδειγμα, η Ρωσία παρουσίασε αξιοσημείωτη οικονομική ανάπτυξη καθώς η άνοδος της Κίνας δημιούργησε μια άνευ προηγουμένου ζήτηση για το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, τα όπλα και τα μηχανήματά της. Παρομοίως, πολλές άλλες οικονομίες ευεργετήθηκαν από τις παράπλευρες ωφέλειες της αλματώδους ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας.
Εν παραλλήλω, η Κίνα δεν αρκέστηκε απλώς στο να αγοράζει αγαθά αλλά προχώρησε και σε εκτεταμένη παροχή δανείων στο εξωτερικό. Όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο το «Μέσο Βασίλειο» δεν ακολούθησε την πολιτική αυτή για λόγους αλτρουϊσμού. Βασική επιδίωξη των Κινέζων ιθυνόντων ήταν να δώσουν τη δυνατότητα και το κίνητρο σε αναπτυσσόμενες -κυρίως- χώρες ώστε αυτές να αναθέσουν σε κινεζικές εταιρείες την υλοποίηση μεγάλων έργων υποδομής. Αυτά τα έργα περιλάμβαναν δρόμους, γέφυρες, τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, ακόμη και γήπεδα ποδοσφαίρου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τελευταία είκοσι χρόνια η Κίνα ανέλαβε την κατασκευή ενός στα τρία έργα υποδομής στην Αφρική. Εκτός των άλλων, με αυτό το τρόπο εδραίωσε και τη θέση της ως προεξάρχων παγκόσμιος δανειστής. Ωστόσο, αυτή η εποχή φαίνεται ότι έχει πλέον φτάσει στο τέλος της. Τι έπεται λοιπόν μετά την διαφαινόμενη κορύφωση της κινεζικής ισχύος;
Καταρχάς, καθώς η κινεζική οικονομία επιβραδύνεται και η χώρα επικεντρώνεται στη σταθεροποίηση της δικής της οικονομίας – συχνά εις βάρος άλλων οικονομιών – όλο και περισσότερες χώρες αρχίζουν να βλέπουν την Κίνα όχι ως έναν σημαντικό οικονομικό εταίρο, αλλά ως μια πιθανή απειλή, τόσο οικονομικά όσο και σε ορισμένες περιπτώσεις, γεωπολιτικά. Αυτή η μεταστροφή ασκεί σημαντική πίεση στην Κίνα. Πλέον, αντιμετωπίζει όχι μόνο την επιβράδυνση της οικονομίας της αλλά και ολοένα και αυξανόμενη γεωπολιτική εχθρότητα.
Η μεγάλη μου ανησυχία είναι ότι η Κίνα δείχνει να μετατρέπεται σε μια κλασικού τύπου δύναμη που φτάνει στο απόγειο της ισχύος της, όπως για παράδειγμα η προπολεμική Ιαπωνία ή η Ρωσία του σήμερα. Ιστορικά, ο συγκεκριμένος τύπος κρατικής οντότητας έχει αποδειχθεί ο πιο επικίνδυνος για τη διεθνή ασφάλεια.
Κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη παρείχε στην Κίνα τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους και τη στρατιωτική ισχύ για να αυξήσει σημαντικά το γεωπολιτικό της αποτύπωμα. H εν λόγω ανάπτυξη τροφοδότησε τις φιλοδοξίες των Κινέζων ηγετών, οι οποίοι φαίνεται να πιστεύουν ότι ο 21ος αιώνας θα είναι ο αιώνας της Κίνας και νιώθουν την πίεση να δράσουν άμεσα για την επίτευξη των υπερφιλόδοξων στόχων τους. Πέραν τούτου, ο συνδυασμός οικονομικής επιβράδυνσης και αυξανόμενης διεθνούς αντίδρασης στην άνοδό της, προσφέρουν στην Κίνα ένα επιπλέον ισχυρό κίνητρο ώστε να ενεργήσει πιο επιθετικά και πιο άμεσα για την υλοποίηση των στρατηγικών της επιδιώξεων.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, τέσσερις εξελίξεις προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία. Πρωταρχικά, μπορούμε να διακρίνουμε στοιχεία ενός -ακόμη- αναδυόμενου φασισμού, με τη λατρεία προς το πρόσωπο του Xi Jinping να βρίσκεται στο επίκεντρο. Ο Xi παρουσιάζεται ως ο τρίτος πυλώνας μιας «ιεράς τριάδας». Η αφήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος υποστηρίζει ότι: υπό τον Mao, η Κίνα στάθηκε στα πόδια της· υπό τον Deng Xiaoping, η Κίνα έγινε πλούσια· και υπό τον Xi Jinping, η Κίνα γίνεται ξανά ισχυρή. Ένα άλλο φλέγον ζήτημα είναι η αναζωπύρωση του κινεζικού εθνικισμού, ο οποίος συνοδεύεται από τη βίαιη καταστολή των μειονοτήτων.
Επιπλέον, αξίζει να τονιστεί η μεθοδική οικοδόμηση ενός οργουελικού τύπου κράτους επιτήρησης, ικανού να παρακολουθεί κάθε κίνηση των Κινέζων πολιτών και να επιβάλει άμεσα την πειθαρχία όποτε αυτό κρίνεται απαραίτητο. Τέλος, την πιο ανησυχητική εξέλιξη αποτελεί η κούρσα εξοπλισμών στην οποία έχει αποδυθεί η Κίνα και η οποία είναι η μεγαλύτερη εν καιρώ ειρήνης από την εποχή της Ναζιστικής Γερμανίας. Σύμφωνα δε με αμερικανικές πηγές, το συνολικό ποσό που δαπανά η Κίνα ετησίως για τις ένοπλες δυνάμεις της αγγίζει τα 700 δισεκατομμύρια δολάρια.
Εν κατακλείδι και χωρίς διάθεση κινδυνολογίας, διαφαίνεται ότι η Κίνα δεν αρκείται πλέον στο να χρησιμοποιεί αποκλειστικά οικονομικά κίνητρα για να εξασφαλίσει παραχωρήσεις από άλλες χώρες. Αντιθέτως, παρουσιάζεται δυστυχώς, ολοένα και πιο πρόθυμη να χρησιμοποιήσει στρατιωτικά μέσα για να πετύχει τους στόχους της.
* Ο Ιωάννης Μουμτσάκης είναι Equity Research Analyst.