Η τουρκική αναγγελία για σεισμικές έρευνες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας δεν αιφνιδίασε κανέναν στην Ελλάδα. Μετά την υπογραφή του τουρκολιβυκού συμφώνου ήταν καθαρά θέμα χρόνου να γίνει ό,τι έγινε. Αυτή που πραγματικά αιφνιδιάστηκε ήταν η τουρκική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Χαμένη μέσα στην υπερβολική της αυτοπεποίθηση, η Άγκυρα υποτίμησε την αποφασιστικότητα και ετοιμότητα της Αθήνας. Η ελληνική αποτροπή πέτυχε τον βασικό της στόχο, που δεν ήταν άλλος από την αποθάρρυνση μιας εχθρικής ενέργειας. Η ταχεία ανάπτυξη του Πολεμικού Ναυτικού στο Αιγαίο αύξησε δραματικά το δυνητικό κόστος των τουρκικών επιλογών.
Χωρίς ίσως να το συνειδητοποιεί, η Αθήνα αρχίζει να εφαρμόζει μια στρατηγική ανάσχεσης της Τουρκίας. Καταρχάς, γίνεται ολοένα και συχνότερα επίδειξη σκληρής ισχύος. Από τη «μάχη του Έβρου» μέχρι τη διαχείριση του μεταναστευτικού προβλήματος και τώρα την κρίση στο Καστελλόριζο, η ελληνική πλευρά έχει χρησιμοποιήσει με επιτυχία τις Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας για να προστατεύσει τα εθνικά συμφέροντα. Παράλληλα, η Ελλάδα επιζητεί τη στήριξη συμμάχων και εταίρων προκειμένου να τιθασεύσει την τουρκική επιθετικότητα.
Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, η ελληνική διπλωματία έχει προσεταιριστεί αραβικές χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που μοιράζονται τις ίδιες ανησυχίες για τις τουρκικές φιλοδοξίες στην περιοχή. Επίσης, μετά την επικοινωνία Μητσοτάκη-Πούτιν, διαφαίνεται μια προοπτική εξομάλυνσης των ελληνορωσικών σχέσεων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Τουρκία ξεκίνησε την επεμβατική της πολιτική στη Συρία και τη Λιβύη, όταν ένιωσε ασφαλής στα νώτα της. Χωρίς τον φόβο της Ρωσίας, η Τουρκία μπορεί άνετα να εφαρμόζει μια καταναγκαστική πολιτική προς δυσμάς.
Από εκεί και πέρα, υπάρχει ένα σημαντικό έλλειμμα πολιτικής στο ζήτημα της κυπριακής ΑΟΖ που πρέπει να καλυφθεί άμεσα. Δηλώσεις του τύπου «άλλο Καστελλόριζο, άλλο Κύπρος» προκαλούν σύγχυση και υπονομεύουν την ελληνική προεκταθείσα αποτροπή στην Ανατολική Μεσόγειο. Η συμπαράσταση προς τη δοκιμαζόμενη Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο σε λεκτικό επίπεδο. Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να κάνει προβολή ισχύος στην περιοχή. Η επανασύσταση του ενιαίου αμυντικού δόγματος συνιστά μονόδρομο για την προστασία του Κυπριακού Ελληνισμού.
Είναι πολύ νωρίς λοιπόν για πανηγυρισμούς, αφού τίποτα δεν τελείωσε. Αντιθέτως, τώρα όλα αρχίζουν. Η Ελλάδα πέτυχε μια τακτική, όχι στρατηγική, νίκη. Οι Ένοπλες Δυνάμεις έφεραν σε πέρας την αποστολή τους με επιτυχία και η τουρκική ηγεσία αναγκάστηκε σε μια αναδίπλωση. Η Άγκυρα όμως δεν πρόκειται εύκολα να αλλάξει συμπεριφορά. Η τουρκική ηγεσία θέλει να καταστήσει την Ελλάδα ένα κράτος μειωμένης κυριαρχίας που πρέπει να αποδεχθεί τις απαιτήσεις μιας περιφερειακής δύναμης. Ο διάλογος με την Τουρκία έχει νόημα μόνο αν η ελληνική πλευρά θέσει τις δικές της διεκδικήσεις (π.χ. καθεστώς αυτοδιοίκησης Ίμβρου και Τενέδου, Οικουμενικό Πατριαρχείο και θρησκευτικές ελευθερίες, τουρκικές «γκριζές ζώνες», νομικό καθεστώς των Στενών μετά τη δημιουργία νέας διώρυγας). Αν δεν γίνει κάτι τέτοιο, τότε ο διάλογος-διαπραγμάτευση, ή όπως αλλιώς το ονομάσουμε, θα οδηγήσει σε εθνική ήττα.
* Ο Μάνος Καραγιάννης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο King’s College London και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.