Μετά τις εκλογές στις ΗΠΑ, η συζήτηση στη χώρα μας έχει αρχίσει να περιστρέφεται γύρω από το αν το αποτέλεσμα των εκλογών είναι θετικό για την Ελλάδα ή όχι. Η απάντηση είναι θεωρώ προφανής αλλά όχι για τους λόγους που ίσως οι περισσότεροι νομίζουν. Αναμφισβήτητα, είναι θετικό ότι τις εκλογές τις έχασε ο Donald Trump και τις κέρδισε ο Joe Biden. Όχι τυχαία, ως πιο σημαντικό θεωρώ το ποιος έχασε τις εκλογές και ως δευτερεύον το ποιος τις κέρδισε. Πέραν όμως της προφανούς αποστροφής προς την αισθητική που έφερε ο νυν πρόεδρος στην παγκόσμια πολιτική σκηνή, ο λόγος που κάνει σημαντική την μη-επανεκλογή του, έχει πρωτίστως να κάνει με το τι θα σηματοδοτούσε μια πιθανή του νίκη.
Αν σήμερα μιλούσαμε για επανεκλογή του προέδρου Trump θα γνωρίζαμε ότι θα είχε δοθεί ένα σήμα για την «κανονικοποίηση» στις ΗΠΑ αλλά και σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου, όλων όσων ο νυν πρόεδρος πρεσβεύει: Αμφισβήτηση της κάθε μορφής επιστημονικής γνώσης, αλαζονεία στη πολιτική διακυβέρνηση και στις σχέσεις μεταξύ χωρών, απομονωτισμός, μη τήρηση συμφωνηθέντων, δραματική αλλαγή απόψεων και στάσεων για οποιοδήποτε ζήτημα χωρίς καμία τεκμηρίωση, και -κυρίως- αποσύνδεση της εξωτερικής πολιτικής από μακροχρόνιες νόρμες, στρατηγικούς σχεδιασμούς, επιστημονικές προσεγγίσεις, και λογικές κινήσεις.
Σε αυτό το τελευταίο σημείο, κρίνεται και το όφελος της Ελλάδας (όπως άλλωστε και της ΕΕ και του υπόλοιπου κόσμου) από την αλλαγή ηγεσίας στις ΗΠΑ. Η αποσύνδεση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ (αυτή που εφάρμοζε ο Πρόεδρος, και όχι ο ΥΠΕΞ ο οποίος σε γενικές γραμμές ήταν πολύ καλός) από μακροχρόνιους σχεδιασμούς, στρατηγικές νόρμες, επιστημονικές προσεγγίσεις, και λογικές κινήσεις, έκανε τις ΗΠΑ απρόβλεπτες στις σχέσεις τους με τις άλλες χώρες και αυτό ήταν ένα πολύ επικίνδυνο στοιχείο. Η Ελλάδα είδε μέσα στα τελευταία χρόνια τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ να αναβαθμίζονται σημαντικά. Αυτό όμως ελάχιστα (με την παρούσα ελληνική κυβέρνηση και ουδόλως με την προηγούμενη) οφείλεται σε δικές μας πρωτοβουλίες και στρατηγικές αλλά κυρίως συνδέεται με τις γενικότερες στρατηγικές στοχεύσεις της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην περιοχή μας. Η Ελλάδα είχε το ευτύχημα, να μη μπλέξουν αυτές οι στρατηγικές στοχεύσεις των ΗΠΑ με τις όποιες προσωπικές απόψεις, συμφέροντα ή διενέξεις είχε ο νυν Πρόεδρος στην περιοχή μας. Αν τυχόν υπήρχαν τέτοια αντικρουόμενα συμφέροντα μεταξύ των στρατηγικών συμφερόντων των ΗΠΑ και των προσωπικών «ανησυχιών» του Προέδρου Trump, τα πράγματα δεν θα ήταν τόσο καλά για τη χώρα μας.
Τυχαία και άτυχα γεγονότα
Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας περίπτωσης αποτελούν οι σχέσεις των ΗΠΑ με τη Δανία. Ενώ λοιπόν για τις ΗΠΑ η Δανία ήταν μια χώρα που στήριζε ουσιώδη στρατηγικά συμφέροντα της Ουάσιγκτον σε σχέση με τον ρωσικό αγωγό Nord Stream 2 ( η Δανία τον είχε μπλοκάρει, εξυπηρετώντας τις ΗΠΑ που ήθελαν να τον σταματήσουν) και σε σχέση με τα συστήματα πυρηνικής αποτροπής των ΗΠΑ (η Γροιλανδία που βρίσκεται υπό Δανική στρατιωτική διοίκηση φιλοξενεί όλο το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης διηπειρωτικών πυραύλων των ΗΠΑ), αρκούσε μια μόνο φράση της Δανής πρωθυπουργού πριν μερικά χρόνια για να διαταράξει και διακόψει τις σχέσεις μεταξύ των δυο χωρών. Η Δανή πρωθυπουργός είχε κάνει το «λάθος» να χαρακτηρίσει ως «γελοίο» το ενδεχόμενο πώλησης της Γροιλανδίας στις ΗΠΑ όπως ζητούσε ο Αμερικανός πρόεδρος. Το σχόλιο αυτό ήταν αρκετό για να εξοργίσει τον Donald Trump, να ακυρώσει την επίσημη επίσκεψη του στη χώρα, να προκαλέσει προσβλητικούς χαρακτηρισμούς προς τη Δανή πρωθυπουργό, και να θέση σε σοβαρότατη κρίση τις σχέσεις των δύο χωρών. Μπορεί στην περίπτωση της Δανίας, αυτή η κρίση να μη κόστισε κάτι στην εξωτερική θέση της χώρας, αν όμως ένα τέτοιο γεγονός γινόταν στην Ελλάδα, είναι δεδομένο ότι θα είχε δημιουργήσει πολλαπλά προβλήματα στις υπόλοιπες εξωτερικές μας σχέσεις καθώς και έντονους πολιτικούς κλυδωνισμούς στο εσωτερικό.
Η αλλαγή προέδρου λοιπόν στις ΗΠΑ, είναι καλή για την Ελλάδα κυρίως επειδή η χώρα μας μπορεί να βασιστεί ότι στις εξωτερικές της σχέσεις θα υφίστανται προβλέψιμες πολιτικές και λογικές θέσεις -με βάση τις διεθνείς σχέσεις και τους συσχετισμούς ισχύος- από τις ΗΠΑ. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι αυτές οι κινήσεις και θέσεις των ΗΠΑ θα είναι θετικές για την Ελλάδα. Σημαίνει όμως ότι θα είναι στο χέρι μας να μπορούμε να «διαβάζουμε» τις συνθήκες και να ενεργούμε αναλόγως χωρίς τον φόβο ενός τυχαίου γεγονότος που θα έκανε «έξαλλο» και απρόβλεπτο τον συνομιλητή μας.
Η Ελλάδα ήταν τυχερή να μην πέσει σε τέτοιες συνθήκες στα προηγούμενα 4 χρόνια, αλλά αυτή η τύχη πιθανό δεν θα κρατούσε για πολύ. Ας σταματήσουμε λοιπόν να ψάχνουμε για φίλους και εχθρούς στα πρόσωπα των Προέδρων και ηγετών άλλων κρατών και ας αρκεστούμε στο να έχουμε απέναντι μας λογικούς - και πάντα συμφεροντολόγους για τη χώρα τους- ανθρώπους, ώστε να μπορούμε να μετράμε και υπολογίζουμε σωστά το πως αυτοί θα κινούνται με βάση τη διεθνοπολιτική λογική.
Βασική προϋπόθεση αποτελεί βέβαια το να κινούμαστε και εμείς από την πλευρά μας με βάση τη ψυχρή λογική των διεθνοπολιτικών σχέσεων και με απόλυτη προτεραιότητα στο εθνικό μας συμφέρον και τις εκάστοτε πραγματικές συνθήκες που το επηρεάζουν. Το να ακολουθούμε διάφορες -εύπεπτες μεν, στρεβλές δε- θεωρήσεις για το πως θα θέλαμε ιδεατά να είναι τα πράγματα όσον αφορά τους συμμάχους μας, το διεθνές δίκαιο και τους γείτονες μας, είναι επιβλαβές για τη χώρα μας και κανένας Πρόεδρος άλλης χώρας δεν μας σώζει από αυτό…
*Ο Μιχάλης Μαθιουλάκης είναι αναλυτής ενεργειακής στρατηγικής, Ακαδημαϊκός Διευθυντής του Greek Energy Forum, Επιστημονικός Συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Αμυντικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, και Επιστημονικός Συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ για θέματα ενεργειακής πολιτικής.