Με αφορμή τις πρόσφατες εκλογές στις ΗΠΑ, ας εξετάσουμε κατά πόσον αυτές επηρεάζουν τις σχέσεις τους με τον υπόλοιπο κόσμο και ιδιαίτερα με τη χώρα μας και τους γείτονές μας. Είναι γεγονός ότι, στις περισσότερες των περιπτώσεων που το επίσημο κράτος των ΗΠΑ, πήρε θέση για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα, ήταν στην καλύτερη περίπτωση ουδέτερο, διότι προφανώς αυτό εξυπηρετούσε τα δικά τους συμφέροντα.
Είναι επίσης γεγονός ότι, οι Αμερικανικές παρεμβάσεις στα τεκταινόμενα άλλων χωρών, καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνος και μέχρι σήμερα, ήταν καταλυτικές και σε πολλές περιπτώσεις, μη αποδεκτές από τον υπόλοιπο κόσμο και είναι ένας από τους βασικότερους λόγους (σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες), που οδήγησαν σ’ αυτό που με μια λέξη ονομάσθηκε ΑΝΤΙΑΜΕΡΙΚΑΝΙΣΜΟΣ.
Η διαχρονική πολιτική των ΗΠΑ, επιζητεί συμμάχους, οι οποίοι, έναντι ικανών οικονομικών ανταλλαγμάτων και προστασίας (που παρέχουν αυτές προς τους μικρούς), ζητούν την απόλυτη υποστήριξη των μικρών και συμβιβασμούς, οι οποίοι σε κάποιες περιπτώσεις είναι οδυνηροί για το πρεστίζ τους. Η αλαζονεία των κυβερνήσεων και λοιπών μεγαλοαξιωματούχων των ΗΠΑ, έγκειται στο ότι θεωρούν δεδομένη την υποστήριξη των μικρών, ως ανταπόδωση σ’ αυτά που παρέχουν οι ίδιες, αδιαφορώντας εάν η παραχώρηση εκ μέρους αυτών, μπορεί να προκαλέσει εσωτερικές διαταραχές οι οποίες είναι δυνατόν να καταλήξουν σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Τα παραδείγματα είναι πολλά: Βιετνάμ, Ιράκ, Αφγανιστάν, Λιβύη, Συρία και ό,τι έχει σχέση με το μουσουλμανικό φανατισμό της τελευταίας εικοσαετίας.
Έχοντας μάλιστα και τη μερίδα του λέοντος στην οικονομική (και όχι μόνον) υποστήριξη των διεθνών οργανισμών (ΟΗΕ, ΝΑΤΟ κλπ.), θεωρούν αυτονόητη την προάσπιση από αυτούς των συμφερόντων τους, ακόμη και σε περιπτώσεις που με αυτήν, θίγονται, ακόμη και κυριαρχικά δικαιώματα άλλων. Ή στην καλύτερη των περιπτώσεων, για τους άλλους, να παίζουν το ρόλο του «Πόντιου Πιλάτου» υπό μορφή ουδετερότητος, η οποία βέβαια ευνοεί πάντοτε αυτόν που έχει το άδικο (ή μάλλον το λιγότερο δίκιο) σε μια διένεξη.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με τη χώρα μας. Η Τουρκία, μια χώρα με ζωή ενός αιώνος με τη μορφή αυτή και με αυτό το όνομα, πάτησε στο δίκαιο που δημιούργησε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, καταλύοντας με κατακτητικούς πολέμους από τον 12ο έως το 15ο αιώνα τη Βυζαντινή και επιβιώνοντας επί πέντε αιώνες στα εδάφη της, απέκτησε δικαιώματα σ’ αυτά και εκμεταλλευόμενη εις το έπακρον τα λάθη της ελληνικής πολιτικής και διπλωματίας του 20ου αιώνος (τα οποία συνεχίζονται μέχρι σήμερα), αλλά και τα φαιά σημεία των συνθηκών σε συνδυασμό με τις υπαρκτές αδυναμίες των διαιτητικών οργάνων των διεθνών οργανισμών, διεκδικεί συνεχώς οτιδήποτε θεωρεί ότι της ανήκε κάποτε και δικαιολογεί όλες τις πράξεις της (ακόμη και τις αποτρόπαιες), στο δίκαιο που δημιούργησε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ως διάδοχός της.
Οι ΗΠΑ, τηρώντας ουδετερότητα σε επίσημο επίπεδο και μη παίρνοντας σαφή θέση υπέρ αυτού που θεωρούν ότι έχει δίκιο, ουσιαστικά ευνοούν την Τουρκία. Εάν έπαιρναν θέση υπέρ της Ελλάδος, θα έπαιρναν το ρίσκο να χάσουν ένα σύμμαχο, που έχει αριθμητικά το δεύτερο Στρατό μετά από αυτούς στη Δύση και τον έλεγχο μιας ζωτικότατης γι’ αυτούς περιοχής, η οποία γεωστρατηγικά, έχει σπουδαιότερη σημασία (αντικειμενικά) από ό,τι η Ελλάδα.
Φυσικά, δεν μπορούν επισήμως να πάρουν σαφή θέση υπέρ της Τουρκίας, διότι και η Ελλάδα, αποτελεί έναν παραδοσιακό και ισχυρό σύμμαχο, με μια ενεργή και δραστήρια κοινότητα εντός των ΗΠΑ η οποία έχει αξιοσημείωτο ρόλο, ίσως όχι τόσο σημαντικό όσο των Εβραίων (δεν βάζουμε σε σύγκριση κοινότητες του μεγέθους της Κίνας, της Λατινικής Αμερικής ή των Αφροαμερικανών), πλην όμως έχει να επιδείξει ικανό αριθμό επιτυχημένων πολιτικών και επιχειρηματιών και είναι ικανή να επηρεάσει, μέχρις ενός σημείου, πράγματα και καταστάσεις στις ΗΠΑ.
Γι’ αυτό και η πολιτική τους στα διαχρονικά ελληνοτουρκικά προβλήματα, τουλάχιστον επίσημα, προσπαθεί να ακροβατήσει μεταξύ των δύο πόλων και να διακηρύσσεται ως ουδέτερη. Και αυτό συμβαίνει, είτε η κυβέρνηση είναι δημοκρατική, είτε ρεπουμπλικανική, με ελάχιστες και συνήθως ήσσονος σημασίας διαφορές.
Εμείς οι Έλληνες, ως πλειοψηφία, προτιμούμε στις ΗΠΑ να υπάρχει Πρόεδρος προερχόμενος από τους Δημοκρατικούς. Και η ιστορία άρχισε με τον Ουΐλσον την περίοδο του εθνικού διχασμού και του Α΄ΠΠ, που τάχθηκε επί της ουσίας με το Βενιζέλο, συνεχίστηκε με το Ρούσβελτ και τον Τρούμαν και την υποστήριξή τους κατά τον Β΄ΠΠ, αλλά και μετά από αυτόν. Στον αντίποδα, οι Ρεπουμπλικανοί πρόεδροι Νίξον και Φορντ, συνδέονται με την ανοχή τους στο καθεστώς της 21ης Απριλίου 1967 και την Κυπριακή τραγωδία (ειδικά στην τελευταία, ο ρόλος του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας και μετέπειτα Υπουργού Εξωτερικών Χένρυ Κίσσιντζερ, ήταν καταλυτικός).
Οι μόνοι Ρεπουμπλικανοί Πρόεδροι που είχαν κάποια θετική απήχηση στο Ελληνικό κοινό, ήταν ο Ντουάϊτ Αϊζενχάουερ (λόγω της Αρχιστρατηγίας του κατά τον Β΄ΠΠ, σε συνδυασμό με το πνεύμα αντικομμουνισμού στην Ελλάδα τη δεκαετία του 50) και ο Ρόναλντ Ρήγκαν (και για το παρελθόν του ως συμπαθής ηθοποιός, αλλά και για το ότι θεωρήθηκε ο αρχιτέκτονας της πτώσης του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ευρώπη και του τερματισμού του Ψυχρού Πολέμου). Οι λοιποί προερχόμενοι από το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, Πρόεδροι, ήταν στην καλύτερη περίπτωση απλώς ανεκτοί.
Ο νυν Πρόεδρος (και μάλλον απερχόμενος τον προσεχή Ιανουάριο), δεν θα μπορούσε ποτέ να αντιμετωπισθεί θετικά, λόγω του μεγιστανικού παρελθόντος του, ορατού και παρασκηνιακού. Και επιπλέον έχει και το μειονέκτημα (που εκπηγάζει από το γεγονός ότι ποτέ του νωρίτερα δεν διετέλεσε σε πολιτικό αξίωμα), της απουσίας κάθε έννοιας διπλωματίας και του γεγονότος ότι, πολλές φορές, "η γλώσσα του μιλά, πριν σκεφτεί το μυαλό του".
Όλα αυτά συνιστούν ένα εκρηκτικό μείγμα, στο οποίο αντιδρούν και οι ίδιοι οι Αμερικανοί (δημοκρατικοί και παλινδρομούντες). Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική και φάνηκε ξεκάθαρα στις εκλογές. Διότι οι περισσότεροι Αμερικανοί κρίνουν τον Πρόεδρο πρωτίστως από δυο παράγοντες:
1. Από το αν η Αμερική είναι αποδεδειγμένα η πρώτη του προτεραιότητα (και όχι οι σχέσεις με το λοιπό κόσμο) και
2. Εάν η βιωσιμότητα και το εισόδημά τους παραμένουν τουλάχιστον ίδια.
Οι λοιποί παράγοντες, ακόμη και η εσφαλμένη διαχείριση της πανδημίας από τον Τραμπ, αλλά και η ανοχή στην έξαρση του ρατσισμού σε αρκετές περιπτώσεις, παίζουν μεν το ρόλο τους, αλλά όχι σε μεγαλύτερο βαθμό από τους αναφερόμενους παραπάνω.
Έτσι, παρότι μετά από αρκετά χρόνια, ελάχιστοι θα θυμούνται τις λεπτομέρειες και η ιστορία θα γράψει ότι ο Τζων Μπάιντεν ήταν ο 46ος πρόεδρος των ΗΠΑ, εκλεγείς το 2020, η ελάχιστη διαφορά στο αποτέλεσμα των εκλογών, καθιστά τον Τραμπ σχεδόν νικητή. Against all odds (αντίθετα με τις προβλέψεις δηλαδή), κατάφερε να πλησιάσει τόσο κοντά στην επανεκλογή του. Αυτό σημαίνει, ότι, κάτι καλό έκανε κατά τη διάρκεια της θητείας του για τους Αμερικανούς και αν δεν είχε το χαρακτήρα που έχει, πιθανόν να είχε επανεκλεγεί.
Σε ότι αφορά το κατά πόσον μας επηρεάζει αυτή η «αλλαγή φρουράς», η άποψή μου (έχοντας ζήσει και 3 χρόνια στις ΗΠΑ), είναι ότι όποιος και να είναι Πρόεδρος στις ΗΠΑ, ελάχιστες διαφορές υπάρχουν σχετικά με την αντιμετώπισή μας, η οποία εξαρτάται αποκλειστικά από το αν και πόσο μας έχουν ανάγκη τη δεδομένη χρονική στιγμή.
Όλα αυτά βέβαια στο επίσημο κομμάτι των διεθνών σχέσεων. Τι γίνεται όμως στο παρασκήνιο;
Όπως είναι λογικό, το μεγαλύτερο παιχνίδι επιρροής, παίζεται εδώ. Και εδώ η χώρα μας παίρνει βαθμό πολύ κάτω της βάσεως. Το να έχεις δίκιο, αλλά να μην μπορείς να το αναδείξεις, είναι χειρότερο από το να μην έχεις. Δεν γνωρίζω λεπτομερή στοιχεία, αλλά είναι ηλίου φαεινότερον ότι η χώρα μας στον τομέα «Προπαγάνδα», ουδέποτε τα πήγαινε καλά. Επί παραδείγματι, πολλά εικάζονται για τους λόγους για τους οποίους το επίσημο Ελληνικό κράτος, αντέδρασε για το Μακεδονικό ζήτημα, μόνον όταν ευρέθη σχεδόν προ τετελεσμένων γεγονότων. Και είδαμε ότι οδηγηθήκαμε με τη μέθοδο του σαλαμιού, στην επαίσχυντη (κατ’ εμέ και κατά την πλειοψηφία του Ελληνικού Λαού), «Συμφωνία των Πρεσπών».
Από το 1950 έως το 1991, το θέμα ήταν θαμμένο κάτω από την ύπαρξη της άλλοτε κραταιάς και ενιαίας Γιουγκοσλαβίας. Και, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, τις οποίες δεν είναι της ουσίας να αναφέρουμε, ουδείς (εκ του επισήμου κράτους) ασχολήθηκε με το πως θα αποτρέψει παρασκηνιακά τη δυσμενέστερη έκβαση, εάν και όταν έλθει αυτή. Και εδώ υπεισέρχεται ο παράγων ΗΠΑ.
Όσοι κατόρθωσαν να εμπλέξουν παρασκηνιακά τις ΗΠΑ και να πείσουν τελικά, όχι μόνον τις ηγεσίες τους, αλλά και τα κυριαρχικά τους όργανα, ότι το πρόβλημά τους αγγίζει σοβαρά και αυτούς, πέτυχαν κατά κανόνα το μακροπρόθεσμο στόχο. Το Ισραήλ, είναι το κορυφαίο παράδειγμα του είδους.
Παρόμοια σφάλματα έγιναν και στο Κυπριακό και οδήγησαν στην τραγωδία του 1974, με την (τουλάχιστον) ανοχή των ΗΠΑ. Και ενώ η χώρα μας θα έπρεπε αμέσως μετά να εκμεταλλευτεί το momentum του ηθικού πλεονεκτήματος έναντι της Τουρκίας και της σιωπηράς ουδετερότητος των ΗΠΑ, προέβη σε σπασμωδικές ενέργειες (η αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, παρότι φάνηκε ως αντρίκεια τότε, επέφερε πολλές ανισορροπίες στη συνέχεια), οι οποίες άνοιξαν περαιτέρω την όρεξη της Τουρκίας, η οποία και εδώ με τη μέθοδο του σαλαμιού, κερδίζει συνεχώς σημεία για την τελική έκβαση του αγώνος.
Επεκτείνοντας το θέμα και στην υποστήριξη των Διεθνών Οργανισμών των οποίων είμαστε μέλη, της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, αλλά και των κρατών, ως ανεξάρτητες οντότητες, εκτός από κάποιες εξαιρέσεις, κατά κανόνα περιστασιακές και κάποια χλιαρή υποστήριξη από την ΕΕ, η κατάσταση είναι παρόμοια. Κάτι λοιπόν φαίνεται ότι δεν πάει καλά και διαιωνίζεται.
Ο ένας λόγος είναι ότι η Τουρκία, είτε το θέλουμε, είτε όχι, είναι καλύτερο «μαγαζί» από εμάς. Και λόγω γεωστρατηγικής θέσης και λόγω μεγαλύτερης αγοράς και λόγω της ψευδαίσθησης που, παρά τα αντίθετα δείγματα της τελευταίας διετίας, επικρατεί σε πολλούς συμμάχους και «συμμάχους», ότι η Τουρκία, ως Μουσουλμανική χώρα, μπορεί να τιθασεύσει τους λοιπούς φανατικούς Μουσουλμάνους και να αποτελέσει φράγμα στην ανεξέλεγκτη ροή αυτών προς τις Δυτικές χώρες.
Έτσι λοιπόν τα άλλα κράτη, διακηρύσσουν ουδετερότητα στις σχέσεις Ελλάδος – Τουρκίας, η οποία όμως μας φέρνει σε δυσχερή θέση, διότι ουδείς αναγνωρίζει το γεγονός ότι εμείς παίζουμε δίκαια, σε αντίθεση με την Τουρκία. Τεράστιο ρόλο βέβαια παίζουν και τα οικονομικά συμφέροντα που έχουν αρκετοί εκ των θεωρουμένων μεγάλων στη γείτονα χώρα, με τις ΗΠΑ και τη Γερμανία να έχουν την πρωτοκαθεδρία. Αλλά πιο σημαντική είναι η διαχρονική δική μας αδυναμία να πείσουμε τους ισχυρούς για το δίκιο μας.
Και αυτός είναι ο δεύτερος και ποιός σοβαρός λόγος για τον οποίο η παγιωθείσα κατάσταση, δεν είναι επί του παρόντος αναστρέψιμη. Διότι δεν ξέρουμε το κατά πόσον είναι πεπεισμένα, τόσο τα όργανα του ΟΗΕ, όσο και η συντριπτική πλειοψηφία των Κρατών-Μελών του, ότι η Τουρκία καταπατά κάθε έννοια του Διεθνούς Δικαίου. Εμείς και η Κύπρος, άντε και η Αρμενία, ίσως και η Συρία και κάποιοι ακόμη, το ξέρουμε. Τι κάναμε λοιπόν τόσα χρόνια, πέρα από κλάψες για να πείσουμε όσο το δυνατόν περισσότερους άλλους; Στην ουσία τίποτε. Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε; Μία λύση θα ήταν να εξασκήσουμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, χωρίς δισταγμούς, μέχρις των εσχάτων ορίων που προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο, οι Συμφωνίες και οι Συμβάσεις, δοκιμάζοντας πλέον κατά πόσον οι απέναντι, έχουν τα κότσια να εφαρμόσουν τα διάφορα Casus Belli ή άλλα μέτρα και αντίμετρα, που έχουν θέσει, φανερά ή νοητά. Η ιστορία της Τουρκίας των τελευταίων 200 ετών, έχει αποδείξει ότι εναντίον μας, δεν έχει ποτέ ενεργήσει επιθετικά αυτοβούλως. Ακόμη και το 1974 δεν επιτέθηκε κατά της Ελλάδος (ως sovereign state) και οι συνθήκες ήταν τελείως διαφορετικές. Και έκτοτε με τη μέθοδο του σαλαμιού, προσπαθεί να κερδίσει λιθαράκι – λιθαράκι και κάτι περισσότερο.
Η Τουρκία, έχει ιώβειο υπομονή. Δεν βιάζεται και έχει σχεδιασμένη την κάθε της ενέργεια χρόνια πριν, περιμένοντας την ευκαιρία να την εκμεταλλευθεί εις το έπακρον. Εμείς λειτουργούμε παρορμητικά και χωρίς σχέδιο. Απουσιάζει η Εθνική Στρατηγική, η οποία θα έπρεπε να είναι ο φάρος και ο οδηγός όλων των ενεργειών μας. Και όχι να αφήνεται η κάθε κυβέρνηση (άσχετα αν προκύπτει κατόπιν εκλογών), να εφαρμόζει αυτό που νομίζει καλύτερο ή αυτό που της επιβάλλουν άλλα φανερά ή κρυφά συμφέροντα και με βάση τις ιδεολογικές (;) της καταβολές και τα προσδοκώμενα μικροκομματικά κέρδη.
Το βασικό θέμα μας όμως είναι οι ΗΠΑ και το κατά πόσο επηρεάζουν τα πεπραγμένα στη χώρα μας οι εκάστοτε εκλεγμένοι Πρόεδροί της, αλλά και τα λοιπά όργανά τους. Από ελάχιστα έως καθόλου, είναι η τελική μου ετυμηγορία. Ανεξάρτητα από συμπάθειες και αντιπάθειες και από τις δύο μεριές. Απλώς κάποιοι το κάνουν με χάδια και γλυκόλογα και άλλοι με βρισιές και κλωτσιές. Και ας υπάρχουν και διαφόρων μορφών προσωπικές σχέσεις μεταξύ προέδρων ή αρχηγών κρατών, όπως η σχέση Τραμπ-Ερντογάν.
* Ο Δημήτριος Στεφ. Καραμπέρης είναι Αντιστράτηγος ε.α.