Η ενσωμάτωση των πρώτων 6 Rafale στη δύναμη της Πολεμικής Αεροπορίας αποτέλεσε ένα πρώτο βήμα για την αναγκαία εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία αναβάθμιση της αποτρεπτικής και επιθετικής ισχύος των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Τα επόμενα βήματα η υποδοχή των υπόλοιπων Rafale και των νέων φρεγατών Belhara, ο εκσυγχρονισμός των F16 και ο προγραμματισμός απόκτησης νέων κορβετών, θα αποκαταστήσουν σε ένα βαθμό την διαταραχθείσα ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο.
Διότι η σταδιακή ανατροπή της ισορροπίας αυτής εις βάρος της χώρας μας, με την υστέρηση λόγω και της οικονομικής κρίσης των ελληνικών εξοπλιστικών προγραμμάτων και η αντιστρόφως ανάλογη πορεία της Τουρκίας με την ενίσχυση μιας πραγματικά μεγάλης, πολυσχιδούς και πολύπλευρα παραγωγικής Αμυντικής Βιομηχανίας, απειλούσε να μετατρέψει τη χώρα σε ευάλωτο αντίπαλο.
Αυτή η υπεροχή που κέρδιζε η Τουρκία φούντωνε εκτός όλων άλλων την αλαζονεία της τουρκικής ηγεσίας και εμπέδωνε στην Άγκυρα την λανθασμένη αντίληψη που έβλεπε την χώρα μας ως έναν μικρό και ενοχλητικό, αλλά ανίσχυρο γείτονα.
Αυτή η αντίληψη είναι που οδήγησε σε κλιμάκωση των προσπαθειών αμφισβήτησης και διεκδίκησης ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και κυριαρχίας ακόμη και στην απουσία κάθε προόδου στις προσπάθειες που έγιναν όλα αυτά τα χρόνια για την αντιμετώπιση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων (από την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, μέχρι το μεταναστευτικό ), καθώς η Τουρκία στο κλασσικό ανατολίτικο παζάρι ,είναι προφανές ότι δεν έχει καμ;iα διάθεση να υπαναχωρήσει σε έναν συμβιβασμό, όταν θεωρεί ότι δια της ισχύος μπορεί να επιβάλει τις επιλογές της σε έναν «αδύναμο» γείτονα.
Σε κάθε δύσκολη σχέση όπως αυτή της Ελλάδας με την Τουρκία είναι ξεκάθαρο ότι όσο κι αν είναι λανθασμένη και διαστρεβλωτική η εικόνα που έχει ο ένας αντίπαλος για την ισχύ και τις αντοχές του άλλου, ακόμη και η αλαζονική Τουρκία του Τ. Ερντογάν πάντοτε υπολογίζει την σχέση οφέλους/κόστους, σε μια κίνηση, από μια απλή ρητορική διεκδίκηση, έως και την επί του πεδίου αμφισβήτηση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Οι διαφορές ιδίως αυτού του είδους μεταξύ κρατών, λύνονται με δυο τρόπους: με συνεννόηση που καταλήγει σε διμερή συμφωνία ή σε παραπομπή της διαφοράς σε διεθνές δικαστικό μηχανισμό είτε με πόλεμο.
Η Τουρκία τα τελευταία χρόνια έχει επιλέξει την στρατηγική του ανοίγματος της βεντάλιας των διεκδικήσεών της ώστε να συμπεριλάβει (έστω και σαν διαπραγματευτικό όπλο) νέες «γκρίζες ζώνες», να κατοχυρώσει την αποδοχή της δικής της μονομερούς και αποσπασματικής ερμηνείας του Δικαίου της Θάλασσας, και με τετελεσμένα επί του πεδίου να κερδίσει «πόντους» πριν καν ακόμη αρχίσει μια διαπραγμάτευση με την Ελλάδα.
Με την αντίληψη την οποία περιγράψαμε μάλιστα, θεωρεί ότι μπορεί δια της επιμονής της και δια της απειλητικής ισχύος της να επιβάλει στην Ελλάδα μέρος τουλάχιστον των διεκδικήσεων της ή σε κάθε περίπτωση να εξαναγκάσει στον περιορισμό της άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, που σε άλλες περιπτώσεις θα μπορούσαν να επιβληθούν με πόλεμο, χωρίς να «ρίξει μια ντουφεκιά».
Ο πόλεμος προφανώς δεν αποτελεί επιλογή της Ελλάδας. Όμως οι νέες αμυντικές δυνατότητες που αποκτά η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να αναδειχθούν σε ένα πρόσθετο ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στην Τουρκία.
Η ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας και οι νέοι εξοπλισμοί, τα Rafale και οι Bellara δεν αρκούν από μόνα τους για να βελτιώσουν την θέση της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας, εάν δεν ενταχθούν σε ένα συνολικό στρατηγικό Δόγμα.
Τα Rafale και οι Bellara θα είναι… διακοσμητικές εάν η Ελλάδα δεν πείσει ότι εάν χρειασθεί θα τα χρησιμοποιήσει.
Γιατί εάν η ενίσχυση της ελληνικής αποτρεπτικής ισχύος συνδεθεί με πολιτική ανοχής η ηθελημένης υποβάθμισης των τουρκικών προκλήσεων τότε δυστυχώς θα οδηγεί σε αντίθετα αποτελέσματα. Στην περίπτωση της Ελλάδας το επιχείρημα που αντιτάσσει η Κύπρος, ότι «δεν διαθέτει Ναυτικό» προκειμένου να αντιμετωπίσει τις τουρκικές προκλήσεις και αμφισβητήσεις, δεν έχει κανένα περιεχόμενο.
Διότι σε μια πρόκληση στο Καστελόριζο, ή λίγο έξω από την Κρήτη, εκεί που διεκδικεί την ελληνική υφαλοκρηπίδα με το Τουρκολυβικό Μνημόνιο, η Ελλάδα δεν θα έχει κανέναν άλλο δρόμο παρά να αντιδράσει, ώστε και να αποφύγει τη φιλανδοποίηση αλλά και για να μην ακυρωθεί με δραματικό τρόπο η αναβαθμισμένη αποτρεπτική ισχύς και του Ναυτικού και της Αεροπορίας της.
Το επόμενο διάστημα όσο θα πλησιάζουμε τις κρίσιμες εκλογές της Τουρκίας το 2023 και την επέτειο των 100 ετών από την ίδρυση του τουρκικού κράτους οι προκλήσεις με την Τουρκία θα εντείνονται.
Θα πρέπει η Αθήνα, όλο το πολιτικό σύστημα και όχι μόνο η κυβέρνηση να είναι προετοιμασμένες για την δύσκολη αυτή κατάσταση. Γιατί η Ελλάδα θα διαθέτει ισχυρή Αεροπορία και Ναυτικό τα οποία θα είναι πολύ δύσκολο πια να μην επιστρατεύσει προκειμένου να εμποδίσει τουρκικά τετελεσμένα…
Και μόνο έτσι θα είναι σε θέση η Ελλάδα να βελτιώσει και την διαπραγματευτική θέση της και να πείσει και τον εξ Ανατολών γείτονα ,ότι ο διάλογος και ο συμβιβασμός είναι η μοναδική λύση για την επίλυση των προβλημάτων και όχι η σύγκρουση η οποία πάντως δεν θα είναι καταστροφική μόνο για τον ένα εκ των δυο, όπως ίσως πίστευε μέχρι σήμερα ο κ. Ερντογάν…