Του Μιχάλη Διακαντώνη*
Η πολύμηνη διαπραγμάτευση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας για τις διμερείς οικονομικές τους σχέσεις, κατέληξε την προηγούμενη εβδομάδα σε μία συμφωνία που χωρίζεται σε δύο φάσεις. Στην «Φάση 1», η Κίνα δεσμεύτηκε να αγοράσει εντός της επόμενης διετίας επιπλέον αμερικανικά προϊόντα αξίας 200 δις δολαρίων και ανέλαβε να παρέχει εγγυήσεις για την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων και των τεχνολογικών καινοτομιών που διαθέτουν οι αμερικανικές εταιρείες.
Περαιτέρω, υπάρχει πρόνοια για το άνοιγμα της κινεζικής αγοράς στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, ενώ κατά τη «Φάση 2» θα δοθεί έμφαση στον νομισματικό και χρηματοπιστωτικό τομέα, αλλά και σε θέματα τεχνολογίας και κυβερνοασφάλειας. Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, δεσμεύτηκαν να «παγώσουν» τη λήψη περαιτέρω προστατευτικών μέτρων έναντι του Πεκίνου και να προβούν σε δασμολογικές μειώσεις, εφόσον η συμφωνία προχωρήσει ομαλά στο μέλλον. Ποια είναι, όμως, τα βαθύτερα κίνητρα και συνέπειες της εν λόγω εμπορικής συμφωνίας;
Το κρίσιμο πολιτικό timing
Η επίτευξη της εμπορικής συμφωνίας σε συνδυασμό με την καλή κατάσταση της οικονομίας των ΗΠΑ, είναι ακριβώς η επικοινωνιακή επιτυχία που επιζητούσε ο Πρόεδρος Τραμπ τη δεδομένη χρονική στιγμή, καθώς άρχισε η δίκη στην οποία έχει παραπεμφθεί για κατάχρηση εξουσίας και παρακώλυση του έργου του Κογκρέσου, αλλά και γιατί οι προεδρικές εκλογές θα λάβουν χώρα εντός του 2020. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι οι ΗΠΑ δέσμευσαν μέσω της συμφωνίας το Πεκίνο, να προβεί σε αγορές που αφορούν κυρίως αγροτικά προϊόντα, αυτοκίνητα και βιομηχανικές πρώτες ύλες, στοχεύουν δηλαδή ακριβώς στους αμερικανούς παραγωγούς που είχαν εμπιστευτεί τη ψήφο τους στον Πρόεδρο Τραμπ, με την προσδοκία να μειωθεί η ανεργία και να υπάρξει ανάπτυξη στους κλάδους όπου δραστηριοποιούνται.
Το Πεκίνο, επίσης είχε ανάγκη από μια πολιτική επιτυχία, καθώς οι αναταραχές των τελευταίων μηνών στο Χονγκ Κονγκ, η πρόσφατη επανεκλογή της Προέδρου Τσάι Ινγκ-Γουέν που είναι υπέρ της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν, αλλά και οι χαμηλότερες αποδόσεις της κινεζικής οικονομίας, τόσο λόγω των αμερικανικών δασμών όσο και λόγω της προσπάθειας της Κίνας να επιβραδύνει την υπερεπέκταση του χρηματοπιστωτικού τομέα, είχαν αρχίσει να δημιουργούν δυσαρέσκεια στους πολιτικούς κύκλους της χώρας. Συνεπώς, η συμφωνία αυτή επιτρέπει και στις δύο πλευρές να κερδίσουν κρίσιμο πολιτικό χρόνο, προκειμένου να ανασυνταχθούν και να ανταπεξέλθουν στις πολιτικές και οικονομικές προκλήσεις που θα προκύψουν στο άμεσο μέλλον.
Ο κίνδυνος της διεθνούς οικονομικής κρίσης
Το βασικότερο ίσως κίνητρο επίτευξης της συγκεκριμένης συμφωνίας, υπήρξε η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η παγκόσμια οικονομία. Πρόσφατη μελέτη της Κεντρικής Τράπεζας του Καναδά, αναφέρει ότι οδεύουμε προς μια «τέλεια οικονομική καταιγίδα» εντός του 2020. Κατά σύμπτωση, ο γράφων είχε δώσει τον ίδιο ακριβώς τίτλο σε άρθρο του στο Liberal προ 1,5 έτους που εστίαζε στους διεθνείς οικονομικούς κινδύνους που διαφαίνονταν στον ορίζοντα και οι οποίοι προέρχονται τόσο από την εκτίναξη του παγκόσμιου χρέους, όσο και από την υποβάθμιση της ποιότητάς του.
Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι το παγκόσμιο χρέος μέσα στη δεκαετία 2010-2020 έχει αυξηθεί κατακόρυφα και έχει φτάσει να υπερβαίνει κατά τρεις φορές το παγκόσμιο ΑΕΠ. Το 50% του εταιρικού χρέους στις οικονομίες των ΗΠΑ και της Ευρωζώνης είναι διαβάθμισης ΒΒΒ (κατηγορίας «σκουπίδι»), ενώ οι αναδυόμενες αγορές, επίσης αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα, με τα 2/3 του επισφαλούς χρέους να βρίσκονται στην Κίνα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η BIS (Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών), μεγάλο μέρος του χρέους αυτού έχει δημιουργηθεί εκτός χρηματιστηριακών συναλλαγών (over the counter) κυρίως σε παράγωγα που αφορούν επιτόκια. Ο συγκεκριμένος κλάδος αναπτύσσεται πλέον ταχύτερα από τα χρηματιστήρια και οι κίνδυνοι που προκύπτουν είναι σοβαροί, καθώς οι αγορές αυτές θεωρούνται «σκιώδεις» και με μικρότερη επιτήρηση από τις επίσημες χρηματιστηριακές.
Η αναταραχή που προέκυψε τον προηγούμενο Σεπτέμβριο στις ΗΠΑ στην αγορά των repos (συμφωνίες επαναγοράς) δείχνει πλέον ότι οι κεντρικές τράπεζες έχουν απολέσει τον έλεγχο και των βραχυχρόνιων επιτοκίων (ενώ αντίστοιχα ο έλεγχος των μακροχρόνιων επιτοκίων είχε χαθεί κατά την κρίση του 2008) και τα κεφάλαια κινούνται ταχύτατα και ανεξέλεγκτα προκειμένου να αποκτήσουν αποδόσεις που δεν μπορεί να τους προσφέρει ο παραγωγικός τομέας της οικονομίας (λόγω χαμηλής αποδοτικότητας) αλλά και οι απλές τραπεζικές και ομολογιακές τοποθετήσεις (λόγω αρνητικών επιτοκίων). Υπό το φόβο χειρότερων εξελίξεων, τόσο η Ουάσιγκτον όσο και το Πεκίνο, θεώρησαν ακροσφαλή τη συνέχιση του εμπορικού πολέμου και αποφάσισαν να οδηγηθούν σε μια προσωρινή ανακωχή.
Η απειλή για το δυτικό μοντέλο ανάπτυξης
Η Ουάσιγκτον αν και εμφανίζεται στα μάτια της διεθνούς κοινότητας να κερδίζει τον πρώτο αυτό «γύρο» του εμπορικού πολέμου με την Κίνα, κινδυνεύει να υποστεί μια μακροπρόθεσμη διπλή ήττα. Πρώτον, να θεωρήσει ότι η πολιτική των συνεχών απειλών και του προστατευτισμού είναι ικανή να επιλύει στο διηνεκές όλα τα προβλήματα της αμερικανικής οικονομίας. Τα ελλείμματα του αμερικανικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών δεν είναι μόνο αποτέλεσμα αυξημένων εισαγωγών από την Κίνα, αλλά έχουν και δομικό χαρακτήρα -καθώς η εθνική αποταμίευση στις ΗΠΑ είναι χαμηλή και επιτείνεται από τα υψηλά δημόσια ελλείμματα- ενώ απαιτούνται και σημαντικές επενδύσεις στους τομείς των υποδομών, της υγείας και της εκπαίδευσης.
Δεύτερον, η τακτική αυτή πέραν της αντιπαράθεσης με την Κίνα, έχει επιφέρει τριγμούς τόσο με χώρες όπως το Μεξικό και ο Καναδάς, οι οποίες εξαναγκάστηκαν σε μια επαναδιαπραγμάτευση της NAFTA, όσο και με ευρωπαϊκά κράτη που οι αμερικανικοί δασμοί αλλά και η πρόσφατη εμπορική συμφωνία με την Κίνα αναμένεται να πλήξουν σοβαρά, ενώ παράλληλα εμπορικές διαφορές έχουν προκύψει και με την Ινδία.
Με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ αρχίζουν να χάνουν την εμπιστοσύνη των παραδοσιακών συμμάχων τους, σε μία περίοδο όπου η διεθνής ανακατανομή ισχύος μεταβάλλεται προς όφελος της Ασίας. Δεν αποτελεί σύμπτωση, ότι στο Παγκόσμιο Οικονομικό Forum που διεξάγεται αυτές τις ημέρες στο Νταβός, παρουσιάστηκε έρευνα της αμερικανικής εταιρείας Edelman, όπου ανάμεσα σε 28.000 συμμετέχοντες το 56% διατύπωσε την άποψη πως «ο καπιταλισμός στην παρούσα μορφή του κάνει περισσότερο κακό παρά καλό».
Είναι προφανές ότι οι έντονες κοινωνικές ανισότητες, η υπογεννητικότητα στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, το μεταναστευτικό πρόβλημα και η γενικότερη οικονομική και κοινωνική ανασφάλεια, οδηγούν τη Δύση σε μια εσωστρέφεια. Το Πεκίνο είναι δεδομένο ότι θα εκμεταλλευτεί αυτή τη συγκυρία για να επεκτείνει την επιρροή του σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, καθώς δρα με μια σταθερά δομημένη στρατηγική που λειτουργεί σε βάθος χρόνου, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ που φαίνεται να ακολουθούν σπασμωδικές πολιτικές στην προσπάθεια τους να εμποδίσουν την ανάληψη της διεθνούς πρωτοκαθεδρίας από την Κίνα. Οι δύο αυτοί πολιτικοί και οικονομικοί γίγαντες, οφείλουν να αντιληφθούν ότι η σύγχρονη μορφή της παγκοσμιοποίησης και η έντονη αλληλεξάρτησή τους, δεν τους επιτρέπουν την κατά μέτωπο σύγκρουση, αλλά μια καλά ορισμένη συμβίωση, με ύπαρξη «στεγανών» που κανένα από τα δύο μέρη δε θα παραβιάζει. Σε διαφορετική περίπτωση, η πρόσφατη συμφωνία, θα αποτελέσει μόνον μια προσωρινή ανακωχή, που θα λειτουργήσει ως πρόδρομος μιας οριστικής μελλοντικής ρήξης, πρώτα οικονομικής και μετέπειτα πολιτικής.
*Ο Μιχάλης Διακαντώνης είναι Οικονομολόγος και Διεθνολόγος.