Επώδυνη συνθηκολόγηση για την Ουκρανία αποτελεί το «ειρηνευτικό σχέδιο» που παρουσίασε η αμερικανική κυβέρνηση, τα βασικά στοιχεία του οποίου έχει αποκαλύψει το AXIOS.
Έπειτα από τρία χρόνια πολέμου, ο οποίος έχει αφήσει πίσω του ερείπια στην Ουκρανία, δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες και από τις δύο χώρες, έχει οδηγήσει στα πρόθυρα κατάρρευσης την οικονομία, κυρίως της Ευρώπης και έχει επιφέρει σοβαρά πλήγματα στην οικονομία της Ρωσίας, ενώ έχει ανατρέψει τα δεδομένα και τις ισορροπίες της μεταψυχροπολεμικής περιόδου. Ως μοναδική προοπτική ειρήνευσης, με τη στήριξη μάλιστα των Αμερικανών, προβάλλεται πλέον η πλήρης επικράτηση της Ρωσίας. Σε μια διαδικασία από την οποία είναι παντελώς απούσα η Ευρώπη, στο πλευρό της οποίας μαίνεται αυτός ο πόλεμος που καθορίζει και το μελλοντικό περιβάλλον και αρχιτεκτονική ασφάλειας για ολόκληρη την ήπειρο.
Όταν στις 24 Φεβρουαρίου η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, τα επιχειρήματα που επικαλέστηκε ο Βλ. Πούτιν ήταν η προστασία των ρωσόφωνων πληθυσμών στην Ανατολική Ουκρανία, η απειλή ασφαλείας που κατά τη Μόσχα συνιστούσε η προοπτική ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, καθώς και η ανατροπή του «ναζιστικού καθεστώτος» του Κιέβου. Το Κίεβο, ενθαρρυμένο τόσο από τις αμερικανικές όσο και από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, είχε ελπίσει σε πλήρη απογαλακτισμό από την επιρροή της Μόσχας, με την προώθηση της ευρωατλαντικής προοπτικής της χώρας, η οποία θα αποτελούσε ασπίδα απέναντι στις επεκτατικές βλέψεις της Ρωσίας και εφαλτήριο για την ανάπτυξή της. Μια χώρα που είχε ήδη δοκιμαστεί από την απώλεια της Κριμαίας, η οποία από το 2014 είχε περιέλθει στη ρωσική κυριαρχία.
Τρία χρόνια μετά και έπειτα από την κυβερνητική αλλαγή στις ΗΠΑ, με τον πρόεδρο Τραμπ να υπόσχεται προεκλογικά την επίτευξη μιας σύντομης ειρήνης, αποφεύγοντας φυσικά να μιλήσει εχθρικά για τον «φίλο» του Βλ. Πούτιν, είχε σημάνει συναγερμός στην Ευρώπη και στο Κίεβο. Παράλληλα, ενθαρρύνθηκε η Ρωσία να προωθήσει τα εδαφικά της κέρδη. Η κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά την εκλογή Τραμπ και τη σαφή δέσμευσή του για απεγκλωβισμό από το μέτωπο της Ουκρανίας, άσκησε τρομακτική πίεση στους Ευρωπαίους, οι οποίοι αναζητούν πλέον στις δικές τους δυνάμεις, τις εγγυήσεις ασφαλείας για την ήπειρο. Συγχρόνως, η προεδρία Τραμπ εξελίχθηκε σε «θηλιά στον λαιμό» του Κιέβου, που γνωρίζει ότι χωρίς την αμερικανική στήριξη ο πόλεμος αυτός είναι χαμένος.
Από την πρώτη στιγμή, η λογική που στήριξε την αμερικανική «ειρηνευτική» παρέμβαση, με πρωταγωνιστή τον στενό φίλο του Ντ. Τραμπ, Σ. Γουίτκοφ, ήταν να υπάρξει τερματισμός του πολέμου ώστε να αποφευχθεί περαιτέρω αιματοχυσία. Για την Ουκρανία, ο στόχος ήταν να αποφύγει ακόμη μεγαλύτερες εδαφικές απώλειες, οι οποίες θα ήταν αναπόφευκτες χωρίς την αμερικανική στήριξη και να κερδίσει μερική επιστροφή εδαφών τουλάχιστον στη γραμμή αντιπαράταξης που υπήρχε μέχρι το 2022. Για τη Μόσχα, η οποία ήδη μετρά μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό και έχει μια οικονομία που αιμορραγεί από ένα κοστοβόρο πολεμικό μέτωπο, υπονομεύοντας τη βιωσιμότητα του καθεστώτος, το τέλος του πολέμου θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο με τη «νομιμοποίηση» των τετελεσμένων επί του εδάφους που επιτεύχθηκαν αυτά τα τρία χρόνια εις βάρος της Ουκρανίας. Σε έναν πόλεμο που τους πρώτους μήνες είχε ως σύνθημα την κατάληψη του Κιέβου…
Είναι γνωστή η ρήση ότι «δεν υπάρχει δίκαιος πόλεμος και άδικη ειρήνη» την οποία απειλεί να διαψεύσει ο πόλεμος της Ουκρανίας. Η αμερικανική ειρηνευτική πρόταση είναι ετεροβαρής και ουσιαστικά έρχεται να επικυρώσει τα αποτελέσματα που επιβλήθηκαν επί του εδάφους με την ισχύ των όπλων, παραβιάζοντας κάθε έννοια διεθνούς δικαίου και νομιμότητας. Και αυτό προφανώς δεν δημιουργεί καλό προηγούμενο για ολόκληρο τον πλανήτη.
Η Ρωσία, σύμφωνα με την αμερικανική πρόταση, θα κερδίσει την αναγνώριση ρωσικής κυριαρχίας στην Κριμαία και την άτυπη αναγνώριση της ρωσικής κατοχής στην περιφέρεια Λουχάνσκ και στις περιοχές του Ντονέτσκ, της Χερσώνας και της Ζαπορίζια.
Εξασφαλίζει τη δέσμευση ότι η Ουκρανία δεν θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εγγύηση της ασφάλειας της χώρας, ενώ παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο για ένταξη στην ΕΕ, κάτι που φυσικά είναι εξαιρετικά δύσκολο να συμβεί, τόσο λόγω του μεγέθους της Ουκρανίας όσο και του τεράστιου κόστους ανοικοδόμησής της, και φυσικά λόγω των «εκκρεμοτήτων» που θα παραμείνουν ανοιχτές με τη Ρωσία.
Η Μόσχα επίσης κερδίζει την άρση όλων των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί στη χώρα από το 2014, οι οποίες έχουν προκαλέσει τεράστιες απώλειες στη ρωσική οικονομία, με κοινωνικό αντίκτυπο, και έχουν φέρει τη χώρα σε μια ιδιότυπη απομόνωση από τη Δύση. Εξασφαλίζει, τέλος, η Μόσχα τη δέσμευση για ενισχυμένη οικονομική συνεργασία με τις ΗΠΑ στους τομείς της ενέργειας και της βιομηχανίας.
Το «καλάθι» για την Ουκρανία, αντιθέτως, είναι πολύ μικρό. Για το Κίεβο προβλέπεται μια ασαφής εγγύηση ασφάλειας από ομάδα ευρωπαϊκών, πιθανόν και μη ευρωπαϊκών χωρών, χωρίς να αποσαφηνίζεται εάν θα αναλάβουν μέρος αυτής της εγγύησης και οι ΗΠΑ.
Προβλέπεται η επιστροφή μιας μικρής περιοχής της περιφέρειας του Χάρκοβου που κατέχει η Ρωσία, ελεύθερη διέλευση στον ποταμό Δνείπερο, ο οποίος χωρίζει τα μέτωπα στη νότια Ουκρανία και επίσης μια ασαφής υπόσχεση για αποζημιώσεις και βοήθεια ανασυγκρότησης, χωρίς όμως να διευκρινίζεται ποια θα είναι η πηγή χρηματοδότησης.
Το αμερικανικό σχέδιο προβλέπει πως ο πυρηνικός σταθμός της Ζαπορίζια θα θεωρείται ουκρανικός, αλλά θα λειτουργεί από τις ΗΠΑ, με διανομή ρεύματος τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Ρωσία. Υπάρχει επίσης αναφορά και στη συμφωνία ΗΠΑ-Ουκρανίας για εξορυκτικά κοιτάσματα.
Το αμερικανικό ειρηνευτικό σχέδιο, εάν γίνει αποδεκτό, θα σταματήσει την αιματοχυσία, θα αποτελέσει την αφετηρία ανοικοδόμησης της Ουκρανίας, αλλά θα αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς. Καμία νομιμοποίηση δεν μπορεί να βρει στην Ουκρανία αυτή η κατάληξη του πολέμου, υπολογίζοντας τις τεράστιες απώλειες του ουκρανικού λαού.
Αλλά και στη Μόσχα δύσκολα μπορεί να νομιμοποιηθεί ένας πόλεμος που στοίχισε χιλιάδες ζωές Ρώσων στρατιωτών και εφέδρων, για να καλυφθεί το μεγαλοϊδεατικό δόγμα του Β. Πούτιν.
Ένα από τα ερωτήματα φυσικά είναι αν θα δοθεί ανάσα στις ευρωπαϊκές οικονομίες ή θα εμπλακούν σε μια κούρσα εξοπλισμών, για να καλυφθεί το κενό των ΗΠΑ, έχοντας απέναντι μια Ρωσία η οποία δικαιώθηκε από την επιθετική και επεκτατική πολιτική της.
Και η συνεχής δοκιμασία θα είναι ύστερα από μια τέτοια ειρήνη, αν και πώς θα μπορεί, υπό αυτές τις συνθήκες και με ευρωπαϊκές χώρες να έχουν αναπτύξει στρατό στο ουκρανικό έδαφος, να διαμορφωθεί μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη και μια νέα σχέση ειρηνικής συμβίωσης με τη Ρωσία.