«Η ελληνική κυβέρνηση παρακολουθεί στενά την εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών σε ό,τι αφορά τα επιμέρους κεφάλαια της. Θα έρθουν προς κύρωση στη Βουλή τα προβλεπόμενα μνημόνια, σε χρόνο ο οποίος θα κριθεί κατάλληλος από την ελληνική Πολιτεία και πάντοτε σε συνάρτηση με την ορθή και καλή την πιστή εφαρμογή των προβλέψεων της Συνθήκης των Πρεσπών», ανέφερε ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης, απαντώντας τη Δευτέρα (26/02) στη Βουλή, σε σχετική επίκαιρη ερώτηση της βουλευτού του ΣΥΡΙΖΑ Ρένας Δούρου.
«Η τήρηση της Συμφωνίας των Πρεσπών θα πρέπει να είναι αυστηρή και ακέραια, έτσι ώστε να μπορούμε να συζητούμε με ίσους όρους», είπε ο υπουργός Εξωτερικών.
Ο Γ. Γεραπετρίτης ο οποίος εκ προοιμίου ανέφερε ότι «η Συμφωνία των Πρεσπών συνιστά μια διεθνή συνθήκη και ως διεθνής συνθήκη υπερισχύει κάθε άλλης διάταξης νόμου, και δεν μπορεί να τροποποιηθεί με μονομερή ενέργεια, από οποιοδήποτε μέρος», είπε ότι, υπάρχουν συγκεκριμένα ορόσημα τα οποία αναφέρονται μέσα στη Συμφωνία, μεταξύ των οποίων, και το ορόσημο της 12ης Φεβρουαρίου, για την προσαρμογή της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας, σε σχέση με τα προβλεπόμενα επίσημα έγγραφα, προς χρήση, στο εξωτερικό, μετά το πέρας της τεχνικής μεταβατικής περιόδου.
«Υπάρχουν συγκεκριμένες δυσκολίες στο να μπορέσουν να υλοποιηθούν οι προβλεπόμενες δεσμεύσεις και για το κομμάτι των επίσημων ταξιδιωτικών εγγράφων, που ακόμη δεν έχει υπάρξει πλήρης συμμόρφωση, και για τα υπόλοιπα μέρη τα οποία αναφέρονται στη Συνθήκη», ανέφερε χαρακτηριστικά ο υπουργός Εξωτερικών.
Όπως πρόσθεσε: «Η ελληνική κυβέρνηση, η ελληνική Πολιτεία είναι υπέρ της ευρωπαϊκής πορείας της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας. Εξάλλου η Ελλάδα ήταν πρωτοπόρος, και το 2003 για τη νέα ατζέντα για τη διεύρυνση προς τα δυτικά Βαλκάνια».
«Συνεχίζουμε να είμαστε πιστοί στην πολιτική επιλογή, στην εθνική επιλογή της ευρωπαϊκής πορείας των Δυτικών Βαλκανίων, περιλαμβανομένης και της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας. Η προοπτική αυτή κρίνεται και από την πιστή εφαρμογή της Συνθήκης των Πρεσπών, όπως επίσης κρίνεται και με βάση την αρχή των επιδόσεων της χώρας με το ευρωπαϊκό κεκτημένο».
«Η Ελλάδα παρακολουθεί στενά την πιστή εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών, και «όποτε χρειάζεται παρεμβαίνει προς την κατεύθυνση της αποκατάστασης των προβλεπομένων».
Όπως ανέφερε στη συνέχεια ο Γ. Γεραπετρίτης, λειτουργούν και ορισμένες επιτροπές όπως αυτή που αφορά τα ιστορικά, αρχαιολογικά και εκπαιδευτικά θέματα, και θα υπάρξει συνάντηση στο εγγύς μέλλον. Άλλες επιτροπές έχουν προβλεφθεί σε χρονοδιάγραμμα που είναι για το επόμενο διάστημα.
Αναφερόμενος στα ταξιδιωτικά έγγραφα, ο υπουργός Εξωτερικών επισήμανε, ότι «η γειτονική χώρα είχε 5ετή μεταβατική περίοδο για την προσαρμογή και ενώ είχε κάθε ευχέρεια να προβεί, μέσα σε αυτό το διάστημα, στην αναγκαία προσαρμογή των ταξιδιωτικών εγγράφων και των πινακίδων των αυτοκινήτων ΙΔ, αυτό δεν έχει έως σήμερα συντελεστεί, επειδή υπήρξαν οργανωτικά ή άλλα προβλήματα εκ μέρους της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας. Άρα νομίζω ότι είναι υποχρέωση της δικής μας χώρας».
«Να παρακολουθούμε την εξέλιξη, την πιστή εφαρμογή της Συμφωνίας στα κεφάλαια αυτά και όταν υπάρχει ένα ζήτημα μη εκπλήρωσης να προβαίνουμε στις νόμιμες ενέργειες». Όπως τόνισε δε, το υπουργείο Εξωτερικών έχει προβεί σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες ακριβώς για το ζήτημα τα πλημμελούς συμμόρφωσης, σε σχέση με την προσαρμογή των ταξιδιωτικών εγγράφων στη νέα ονομασία».
«Παρά το γεγονός ότι εμείς πάντοτε είμαστε υπέρ της ευρωπαϊκής πορείας της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας και της καλή την πιστή εφαρμογής της Συμφωνίας των Πρεσπών, σήμερα αποτελεί ένα νομοθετικό κείμενο που δεν μπορεί να τροποποιηθεί, δεσμεύει την ελληνική πολιτεία, δεσμεύει την ελληνική Βουλή, οι σχέσεις μας με τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας βρίσκονται σε εξαιρετικά ικανοποιητικό επίπεδο, οι διμερείς σχέσεις έχουν αναπτυχθεί την τελευταία 5ετία και βρίσκονται σε μια διαρκή δυναμική», είπε ο υπουργός Εξωτερικών.
Όπως υπογράμμισε: «Όμως θα πρέπει να είμαστε σαφείς ότι η τήρηση της Συμφωνίας των Πρεσπών θα πρέπει να είναι αυστηρή και ακέραια έτσι ώστε να μπορούμε να συζητούμε με ίσους όρους. Και η Ελλάδα θα βρίσκεται πάντοτε στη θέση να μπορεί να ενισχύει την προσπάθεια, όχι μόνο της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας αλλά και όλων των κρατών-μελών των Δυτικών Βαλκανίων, στην πορεία τους προς την ευρωπαϊκή οικογένεια».