Γ. Κεφαλογιάννης: Πιθανή μεταβίβαση των Meteor θα διατάρασσε την ισορροπία δυνάμεων
Eurokinissi
Eurokinissi

Γ. Κεφαλογιάννης: Πιθανή μεταβίβαση των Meteor θα διατάρασσε την ισορροπία δυνάμεων

«Πιθανή μεταβίβαση των Meteor στην Τουρκία θα διατάρασσε την ισορροπία δυνάμεων», υποστήριξε σε δηλώσεις του ο υφυπουργός Εθνικής Άμυνας, Γ. Κεφαλογιάννης.

«Να εξηγήσω πώς προέκυψε το ζήτημα. Η Τουρκική Πολεμική Αεροπορία έχει μείνει πίσω σε εξοπλισμούς και αναβαθμίσεις για διάφορους λόγους. Τώρα, η Τουρκία επιδιώκει να αγοράσει το αεροσκάφος που παράγει η ευρωπαϊκή κοινοπραξία, η οποία περιλαμβάνει την Ισπανία, την Αγγλία, τη Γαλλία και την Ιταλία. Ωστόσο, παράλληλα ζητά να της παραχωρηθούν και οι πύραυλοι Meteor ένα στρατηγικό όπλο που προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα. Θυμίζω ότι η Ελλάδα διαθέτει ήδη αυτούς τους πυραύλους από το 2022, γεγονός που της προσφέρει στρατηγικό πλεονέκτημα στο Αιγαίο.

Η Τουρκία, μέσω διπλωματικών κινήσεων, πιέζει τις χώρες που συμμετέχουν στην παραγωγή του όπλου να της το πουλήσουν. Εμείς, φυσικά, εκφράζουμε τις αντιρρήσεις μας προς τη Γαλλία και τις άλλες χώρες της κοινοπραξίας, υπογραμμίζοντας ότι η πιθανή μεταβίβαση αυτού του οπλικού συστήματος στην Τουρκία θα διατάρασσε την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή. Η κατάσταση παραμένει υπό διαμόρφωση, αλλά είναι σαφές ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να θέτει το θέμα στους συμμάχους της και να υποστηρίζει τα στρατηγικά της συμφέροντα», τόνισε στην ΕΡΤ.

Η αμυντική θωράκιση της Ευρώπης

Στην άτυπη Σύνοδο Κορυφής που πραγματοποιείται σήμερα ένα από τα βασικά –αν όχι το κύριο– θέματα της ατζέντας είναι η αμυντική θωράκιση της Ευρώπης και ο υφυπουργός τόνισε «Νομίζω ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία τα τελευταία χρόνια έχει καταστήσει απολύτως αναγκαία την ενίσχυση της άμυνας. Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, η άμυνα ήταν ένα ζήτημα που βρισκόταν χαμηλά στην ατζέντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια πολλές χώρες έχουν αυξήσει τους αμυντικούς τους προϋπολογισμούς. Η Ελλάδα έχει διατυπώσει σαφείς θέσεις. Θυμίζω ότι ο Πρωθυπουργός, σε συνεργασία με τον Πολωνό ομόλογό του, έχει θέσει μια σειρά από ζητήματα σχετικά με την ευρωπαϊκή άμυνα. Πρώτον, θεωρούμε ότι είναι απαραίτητο να προχωρήσουμε γρήγορα προς τη στρατηγική αυτονομία. Αυτό σημαίνει κοινά αμυντικά προγράμματα, όπως, για παράδειγμα, το αντιαεροπορικό σύστημα “Θόλος”, το οποίο έχει προτείνει η Ελλάδα σε συνεργασία με την Πολωνία, καθώς και αυξημένη χρηματοδότηση. Διότι, ας μην κρυβόμαστε, η άμυνα απαιτεί σημαντικούς πόρους για να επιτευχθούν οι επιθυμητοί στόχοι. Μία από τις προτάσεις της χώρας μας είναι η χρηματοδότηση αυτών των πρωτοβουλιών μέσω ενός κοινού ευρωπαϊκού ομολόγου ή άλλων χρηματοδοτικών εργαλείων, ώστε να διασφαλιστούν οι απαραίτητοι πόροι».

Για το αν η Ελλάδα έχει συμμάχους σε αυτές τις θέσεις ο κ. Κεφαλογιάννης υπογράμμισε ότι βάσει των συσχετισμών που διαμορφώνονται στην Ευρώπη, μπορούμε να πούμε ότι πλέον διαμορφώνεται ένα πλειοψηφικό ρεύμα υπέρ αυτών των προτάσεων. «Οι απειλές στην ήπειρό μας –είτε ήπιας ισχύος είτε πιο έντονες στον αμυντικό τομέα– είναι πλέον πολλές και σοβαρές. Χώρες που μέχρι πρότινος δεν συμμετείχαν στη σχετική συζήτηση, όπως οι σκανδιναβικές, βρίσκονται πλέον στην πρώτη γραμμή. Συνεπώς, θεωρώ ότι σήμερα έχουμε περισσότερους συμμάχους απ’ ό,τι πριν από μερικά χρόνια».

Όσον αφορά τις αμυντικές δαπάνες του ΝΑΤΟ ο υφυπουργός τόνισε ότι το ΝΑΤΟ ορίζει ότι οι χώρες-μέλη πρέπει να διαθέτουν τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ τους για την άμυνα, εκ των οποίων το 20% αφορά έρευνα και τεχνολογία. «Η Ελλάδα, για πολλούς λόγους –κυρίως λόγω της απειλής από την Ανατολή–, δαπανά πάνω από 3%, ενώ πολλές φορές το ποσοστό για έρευνα και τεχνολογία φτάνει το 25-30%. Αναμφίβολα, θα χρειαστεί να δαπανηθούν περισσότερα χρήματα. Οι απειλές έχουν αυξηθεί σε σύγκριση με το παρελθόν. Η Ελλάδα είναι από τις χώρες που τηρούν τις προβλέψεις του ΝΑΤΟ και μάλιστα πρωτοπορούν σε αυτόν τον τομέα. Οι συζητήσεις εντός της Συμμαχίας δείχνουν ότι σύντομα το όριο του 2% ενδέχεται να αυξηθεί στο 3%» και πρόσθεσε στο ερώτημα αν η Γερμανία και άλλες χώρες συμμορφώνονται με αυτό, «Όχι ακόμα. Οι μεγαλύτερες χώρες βρίσκονται χαμηλότερα από το απαιτούμενο όριο και ζητούν μεταβατική περίοδο για να το επιτύχουν. Για παράδειγμα, η Ιταλία και η Γερμανία δεν έχουν φτάσει το 2%. Ωστόσο, με βάση τις γεωπολιτικές συνθήκες και τη νέα αμερικανική διοίκηση, θεωρώ ότι είναι ζήτημα χρόνου να φτάσουν όλες οι χώρες το 2%, ενώ ενδέχεται αργότερα να απαιτηθεί και υψηλότερο ποσοστό».