Η αποτελεσματικότητα με την οποία κάποιος διαχειρίζεται τους πόρους του και αναπτύσσει τις δικές του χρηματοπιστωτικές, οικονομικές, τεχνολογικές και κοινωνικές δυνάμεις σε σύγκριση με τον αντίπαλο είναι πιο κρίσιμη από την ικανότητά του να αναπτύσσει και να χρησιμοποιεί τις στρατιωτικές του δυνάμεις παρόλο που οι τελευταίες παραμένουν σημαντικές για την αποτροπή του εχθρού και ενδεχομένως για μια στρατιωτική νίκη, όταν άλλες στρατηγικές αποτύχουν.
Η δύναμη ενός κράτους μπορεί να μετρηθεί με βάση τους πόρους που αυτό το κράτος έχει στη διάθεσή του σε σχέση με τους πόρους των κρατών που θέλει να επηρεάσει. Η δύναμη ενός κράτους εξ'αιτίας αυτών των πόρων, μπορεί να δημιουργήσει κίνητρα παρότρυνσης ή εξαναγκασμού και αλλαγή συμπεριφοράς από αδύναμα κράτη.
Οι αρχές το 21ου αιώνα βρίσκουν ως αναδυόμενες αυτοκρατορικές δυνάμεις την Κίνα, την Τουρκία, το Ιράν και τη Ρωσία. Έλκονται από την άλλοτε αίγλη της αυτοκρατορικής δύναμης και πλασάρουν στους λαούς τους τα αυτοκρατορικά όνειρα ώστε να μην κινδυνεύουν να ανατραπούν τα αυταρχικά τους καθεστώτα εκ των έσω. Παράλληλα, έχουν απήχηση στο εσωτερικό τους καθώς το κρατούν σε συνοχή και το κατευθύνουν στον κοινό σκοπό να επεκταθούν με νέες κατακτήσεις. Έτσι ως μη-δυτικοί δρώντες πρέπει να αμφισβητήσουν τις καθιερωμένες δυτικές συνθήκες σκέψης και διακυβέρνησης, όπως είναι τα οικονομικά μοντέλα, τα πολιτικά συστήματα και τις πολιτιστικές αντιλήψεις που έχουν κυριαρχήσει σε παγκόσμιο επίπεδο, για να επιτύχουν την ενδυνάμωσή των χωρών τους.
Η δεκαετία του 2000 αποτέλεσε μια κρίσιμη περίοδο για την ενδυνάμωση των αναδυόμενων οικονομιών. Η επιτυχής διαχείριση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008-2009 από αυτές τις δυνάμεις ενίσχυσε την αξιοπιστία τους και εδραίωσε τη θέση τους στην παγκόσμια οικονομική σκηνή. Αυτή η δυναμική υποδεικνύει τη μετατόπιση της οικονομικής ισχύος προς τις αναδυόμενες αγορές και την αυξανόμενη σημασία τους για το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας.
Οι πρώην αυτοκρατορίες, όπως η Τουρκία, το Ιράν, η Ρωσία και η Κίνα, επιδιώκουν να ανακτήσουν την ιστορική τους μεγαλοπρέπεια και την επιρροή τους στους πρώην αυτοκρατορικούς τους χώρους, βασιζόμενοι στην ιστορική τους κληρονομιά και στην επιθυμία τους να επαναφέρουν το κύρος και την ισχύ που είχαν στο παρελθόν.
Η Τουρκία, μέσω του νεο-οθωμανισμού, προσπαθεί να επανακτήσει την επιρροή της στη Μέση Ανατολή, τα Βαλκάνια και τον Καύκασο, προωθώντας την οθωμανική πολιτιστική κληρονομιά και τη διεύρυνση της οικονομικής και πολιτικής επιρροής σε αυτές τις περιοχές.
Η Τουρκία, παρά τη μεσαία της ισχύ, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις διεθνείς σχέσεις λόγω της στρατηγικής της θέσης και την παλαιότερη δέσμευσής της στον δυτικισμό. Η γεωπολιτική της σημασία την καθιστά κεντρικό παίκτη στην παγκόσμια σκηνή, επιτρέποντάς της να συνεργάζεται με υπερδυνάμεις και να επηρεάζει σημαντικά διεθνή ζητήματα. Κατακτώντας τη βυζαντινή αυτοκρατορία πήρε ένα από τα πιο πολύτιμα γεωπολιτικά σημεία του κόσμου, που συνδέουν τη Μαύρη Θάλασσα με τη Μεσόγειο και την Ευρώπη με την Ασία. Αυτή η θέση την καθιστά κεντρικό παίκτη στις διεθνείς σχέσεις και την εκθέτει σε συνεχείς γεωπολιτικές προκλήσεις.
Η Τουρκία χρησιμοποιεί τη στρατηγική της θέση για να εξασφαλίσει μια διαρκή παρουσία στις διεθνείς σχέσεις, ακόμα κι αν αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ηγετικό ρόλο. Η γεωπολιτική της σημασία την καθιστά έναν πολύτιμο σύμμαχο και έναν κρίσιμο παίκτη στην παγκόσμια σκηνή.
Από την ίδρυση της Τουρκίας το 1923, μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα, έχει δεσμευτεί στον δυτικισμό, ακολουθώντας γεωπολιτικές και πολιτιστικές κατευθύνσεις από την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η δέσμευση της αυτή, αν και αμφισβητείται έντονα σήμερα, εξακολουθεί να λαμβάνεται υπόψη από την ΕΕ και τις ΗΠΑ, οι οποίες επιδιώκουν τη συνεργασία της Τουρκίας. Στο παρελθόν έχει συνεργαστεί στενά με τις υπερδυνάμεις, όπως η ΕΕ και οι ΗΠΑ, σε θέματα ασφάλειας και διεθνούς πολιτικής. Τελευταία παραδείγματα περιλαμβάνουν τη συνεργασία στη μάχη κατά του ISIS και τη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης από τη Συρία.
Παρά την πρόσφατη μείωση της οικονομικής της ανάπτυξης λόγω ενός συνδυασμού εσωτερικών, περιφερειακών και παγκόσμιων παραγόντων, παραμένει στους G20 και διοχετεύει περισσότερους πόρους στην εξωτερική πολιτική από ποτέ άλλοτε στη σύγχρονη ιστορία της. Η αυξημένη αυτή ικανότητα έχει μεταφραστεί σε φιλοδοξίες για παγκόσμια διακυβέρνηση.
Η δημόσια-ιδιωτική συνεργασία, ιδιαίτερα στον κατασκευαστικό τομέα, αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την ανάπτυξη της Τουρκίας και την ενίσχυση της επιρροής της σε διεθνές επίπεδο. Ο κατασκευαστικός τομέας παίζει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της Τουρκίας, καθώς συμβάλλει σημαντικά στις εξαγωγές της χώρας προς περιοχές όπως τα Βαλκάνια, ο Καύκασος, η Κεντρική Ασία, η Μέση Ανατολή και η υποσαχάρια Αφρική. Η στρατηγική της χώρας να εκμεταλλευτεί τη μειούμενη εμπλοκή της ΕΕ και των ΗΠΑ στην περιοχή, με τους γείτονές της, καθώς και ο ανταγωνισμός με τη Ρωσία και το Ιράν, καθιστούν την Τουρκία σημαντικό παίκτη στις περιοχές αυτές. Η ιστορική της κληρονομιά ως κράτος-διάδοχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προσφέρει επιπλέον πλεονεκτήματα στην επιδίωξη των στρατηγικών της στόχων.
Άλλαξε ακόμα και τις αρχικές σκέψεις για εισδοχή στην ΕΕ καθώς βλέπει ότι οι αξίες της ΕΕ θα ήταν εμπόδιο για την κατάκτηση των εδαφών και θαλασσών σύμφωνα με το στρατηγικό βάθος του Νταβούτογλου και τη «γαλάζια πατρίδα».
Τα αυτοκρατορικά όνειρα έγιναν αποδεκτά από στο εσωτερικό της, διαχωρίζοντας τη νέα φίλο-ισλαμική ατζέντα από τον δυτικισμό του πρώην φίλο-κοσμικού κατεστημένου της Τουρκίας. Όποιος διαφωνούσε μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 κυνηγήθηκε.
Στο εξωτερικό, ανάλογα με τη χώρα που απευθύνετε, δεν αποκαλύπτει τα νέο-οθωμανικά όνειρα όπως στις χώρες που έκαναν γενοκτονίες, παιδομάζωμα βίαιο εξισλαμισμό κλπ. Σε άλλες χώρες απέκτησε επιρροή, όπως στις σουνιτικές-μουσουλμανικές κοινότητες, όπως οι Αλβανοί, οι Κοσοβάροι και οι Βόσνιοι. Στον Καύκασο επίσης, οι ιστορικές κληρονομιές δυσχέραναν τις σχέσεις με την Αρμενία, αλλά οι σχέσεις με τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν αναπτύχθηκαν με την αντίστοιχη παράβλεψη ή επιβεβαίωση των ιστορικών και πολιτιστικών συνδέσεων.
Η ισλαμιστική υπόσταση του νεο-οθωμανισμού ήταν κεντρική στη στρατηγική της Τουρκίας για την επέκταση της επιρροής της στη Μέση Ανατολή. Η έντονη κριτική προς το Ισραήλ και η υπεράσπιση των Παλαιστινίων ενίσχυσαν τη θέση της Τουρκίας στον αραβικό κόσμο. Ωστόσο, η στήριξη σε κινήματα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας αποδείχθηκαν στρατηγικά ριψοκίνδυνες, καθώς οι πολιτικές εξελίξεις στην περιοχή δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες της Τουρκίας.
Η νεο-οθωμανική προσέγγιση της Τουρκίας προκάλεσε ανάμεικτες αντιδράσεις σε διεθνές επίπεδο. Ενώ πολλοί στη Δύση εκτίμησαν την ενεργή συμμετοχή της Τουρκίας σε περιφερειακά ζητήματα ως προστιθέμενη αξία για τις συμμαχίες τους, άλλοι ανησύχησαν για τους αντιδυτικούς και ισλαμιστικούς τόνους στη ρητορική της χώρας.
Όμως, ο νεο-οθωμανισμός του Νταβούτογλου βυθίστηκε. Η αποτυχία της νεο-οθωμανικής προσέγγισης του Νταβούτογλου μπορεί να αποδοθεί σε δύο βασικούς παράγοντες: την αυξανόμενη εσωτερική αντίσταση από κοσμικές ομάδες που αποξενώθηκαν από τον οθωμανο-ισλαμιστικό πατερναλισμό και τη διάχυση της ανασφάλειας και αστάθειας από τη μεταβαλλόμενη Μέση Ανατολή. Οι νέες γεωπολιτικές ευκαιρίες που διακρίνουν οι Κούρδοι της περιοχής για ίδρυση δικού τους κράτους, καθιστούν ακόμη πιο δύσκολη την υιοθέτηση ενός περιφερειακού πλαισίου συνεργασίας με κέντρο την Άγκυρα.
Η εφαρμογή του νεο-οθωμανικού σχεδίου της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή αντιμετώπισε σημαντικές δυσκολίες. Η εδραιωμένη θέση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία και η υπερβολική εξάρτηση από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα υπονόμευσαν τις φιλοδοξίες της Τουρκίας. Μέσα σε λίγα χρόνια έχασε τους περιφερειακούς εταίρους στη Μέση Ανατολή και έχουν μείνει μόνο οι περιορισμένες συνεργασίες με τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ που ανέδειξαν τις προκλήσεις στη στρατηγική της Άγκυρας και την αδυναμία της να ηγηθεί στην περιοχή.
Οι αυξανόμενες διαφορές με το Ιράν και τη Ρωσία για τη Συρία (μεταξύ άλλων πηγών αντιπαλότητας), φάνηκε η αποδυνάμωση του νέο-οθωμανισμού στο αφήγημα της εξωτερικής πολιτικής, ειδικά με την αποχώρηση ενός κύριου υποστηρικτή του πλαισίου αυτού, όταν ο Νταβούτογλου παραιτήθηκε από πρωθυπουργός τον Μάιο του 2016.
Το νεο-οθωμανικό αφήγημα έχει καταστεί βασικό εργαλείο για την ενίσχυση της εθνικής ταυτότητας και την προώθηση της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας. Οι εορτασμοί και οι επινοημένες παραδόσεις χρησιμοποιούνται για την εδραίωση της ιστορικής κληρονομιάς και την ενίσχυση της συλλογικής εθνικής συνείδησης. Επιπλέον, η γεωοικονομική και γεωστρατηγική θέση της Τουρκίας την καθιστά κεντρικό παίκτη στις συνεργασίες με άλλες αναδυόμενες δυνάμεις κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού, με ιδιαίτερη έμφαση στη συνεργασία με την Κίνα σε έργα υποδομών και τεχνολογίας.
Καθώς οι σουνιτικοί-ισλαμιστικοί τόνοι στον νέο-οθωμανισμό της Άγκυρας αυξήθηκαν, αποξένωσαν, μεταξύ άλλων, κοσμικούς Άραβες και Σιίτες/Ιρανούς συνομιλητές καθώς προκάλεσαν εγχώρια αντίσταση μεταξύ των μειονοτήτων.
Η Τουρκία όμως συγχέει το όραμα με την πραγματικότητα, δηλαδή τις φιλοδοξίες με τις δυνατότητες της. Δεν έχει τους οικονομικούς και τεχνολογικούς πόρους να γίνει αναδυομένη αυτοκρατορία, πρέπει να συγκρουστεί με τις άλλες μεγάλες αναδυόμενες αυτοκρατορίες της περιοχής, το Ιράν, την Ρωσία και την Κίνα ενώ δεν τα πάει καθόλου καλά σχεδόν με το σύνολο των αραβικών χωρών.
Η πρόσφατη οικονομική της κατάρρευση επιδεινώνει την κατάστασή της. Δεν έχει τεχνολογία, δεν έχει χρηματοοικονομικές αγορές να αντλεί κεφάλαια, δεν έχει πόρους, δεν έχει ισχυρό νόμισμα, και το αυτοκρατορικό της όνειρο την αναγκάζει να ξοδεύει πολλά περισσότερα από ότι κερδίζει έχοντας ένα έλλειμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών πάνω από 40 δις ετησίως και πληθωρισμό πάνω από 70%. Έχει μόνο επικεντρωθεί να δαπανά για στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Περαιτέρω οικονομική κατάρρευση και απομάκρυνση θα την αποσταθεροποίηση και θα την κάνει ακόμα πιο επιθετική.
Επί πλέον, δεν ελέγχει τα βασικά εξωτερικά σημεία που εξασφαλίζουν τη μακρόχρονη κατοχή των στενών του Ελλήσποντου και του Βοσπόρου, τα οποία στενά αποτελούν προτεραιότητα κατάκτησης κάθε ανερχομένης δύναμης. Ο έλεγχος σε στρατηγικά σημεία όπως το Bessarabian Gap και οι Iron Gates είναι ζωτικής σημασίας για να κρατήσει μια δύναμη τα στενά. Το Bessarabian Gap, μια στενή, επίπεδη περιοχή ανάμεσα στη Μαύρη Θάλασσα και τα Καρπάθια Όρη, παρέχει πρόσβαση στην αχανή ευρασιατική στέπα, καθιστώντας αναγκαία την επιρροή σε αυτήν την περιοχή για άμυνα έναντι των απειλών από τα ανατολικά. Οι Σιδηρές πύλες (Iron Gates), ένα στενό φαράγγι λαξευμένο από τον ποταμό Δούναβη ανάμεσα στα Καρπάθια και τα Βαλκάνια, προσφέρει ένα πέρασμα προς τον Μαρμαρά από την Κεντρική Ευρώπη. Επιπλέον, θα πρέπει να ελέγχει τα στρατηγικά σημεία όπως το πέρασμα Darial στη Γεωργία, το πέρασμα Derbent, στο Αζερμπαϊτζάν. Ο έλεγχος αυτών των σημείων, ο έλεγχος του Αιγαίου και της Κύπρου, μαζί με τη ναυτική υπεροχή και τον έλεγχο της Ανατολίας, διασφαλίζει την ασφάλεια των εκάστοτε κατακτητών των στενών. Όμως σήμερα η Τουρκία δεν ελέγχει κανένα από αυτά τα στρατηγικά σημεία και επιπλέον στα ανατολικά της αντιμετωπίζει τις διεργασίες σύστασης Κουρδικού κράτους.
Η ανάδυση των πρώην αυτοκρατοριών ως αναδυόμενων δυνάμεων από τη σκιά της Δύσης αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη στην παγκόσμια σκηνή. Οι αλληλένδετες τροχιές τους θα επηρεάσουν βαθιά την ευρασιατική γεωγραφία, αναδιαμορφώνοντας τις πολιτικές και οικονομικές δυναμικές της περιοχής. Αυτή η διαδικασία μόλις ξεκινά, και η πορεία της θα καθορίσει το μέλλον της ευρύτερης ευρασιατικής περιοχής. Η Ελλάδα πρέπει να γνωρίζει πολύ καλά τις εξελίξεις και να προετοιμάζεται να ξανά παίξει τον ρόλο του κυματοθραύστη των Ανατολικών αυτοκρατοριών.
* Ο Γιώργος Ατσαλάκης είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης, Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης.