Η αποκλιμάκωση στα ελληνοτουρκικά, από την ένταση που η ίδια η Τουρκία κλιμάκωσε φθάνοντάς τη στα όρια της θερμής σύγκρουσης, χρησιμοποιείται ήδη από την Άγκυρα ως εργαλείο για τη βελτίωση της εικόνας της έναντι των Συμμάχων και εταίρων, ενώ παραμένει ερωτηματικό το πως οι Αμερικανοί θα χειριστούν τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό στη συνάντηση Μπάιντεν - Ερντογάν.
Και κατά πόσο απλώς δηλώσουν ότι δε θα επιτρέψουν νέες προκλητικές και μονομερείς ενέργειες ή εάν θα δρομολογήσουν μια από τις γνωστές πρωτοβουλίες για επίλυση των προβλημάτων.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Σύμβουλος Ασφαλείας των ΗΠΑ Τζέικ Σάλιβαν στην ενημέρωση που έκανε προχθές για την επικείμενη συνάντηση Μπάϊντεν - Ερντογάν, στην ατζέντα των θεμάτων που θα συζητηθούν έθεσε πρώτη στην λίστα την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο, με τη Συρία, το Αφγανιστάν και τις «διαφορές που έχουν προκύψει μεταξύ των δυο χωρών» να έπονται στον κατάλογο.
Το τελευταίο μπαράζ δηλώσεων και κινήσεων εκ μέρους της νέας αμερικανικής κυβέρνησης, στήριξης της Κύπρου αλλά και αποδοκιμασίας των τουρκικών μονομερών κινήσεων στην περιοχή, καθώς και ανάδειξης συγχρόνως του «στρατηγικού χαρακτήρα» της σχέσης των ΗΠΑ με την Αθήνα και τη Λευκωσία, δεν είναι κάτι που έχει μια μόνο ανάγνωση.
Προφανώς, η αμερικανική διοίκηση ακολουθεί τη γραμμή που καθόρισε η γραφειοκρατία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ επί Μ. Πομπέο, η οποία αναβάθμισε τις σχέσεις με Ελλάδα και Κύπρο στο πλαίσιο της συνολικής στρατηγικής δημιουργίας μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή.
Μια στρατηγική που στηρίχθηκε περισσότερο στις περιφερειακές συνεργασίες των Τριμερών και Πολυμερών σχημάτων, στα οποία δε συμμετείχε η Τουρκία καθώς ουσιαστικά είχε αυτοαποκλεισθεί, λόγω της επεκτατικής πολιτικής που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια το καθεστώς Ερντογάν, η οποία έχει φέρει την Τουρκία σε τροχιά σύγκρουσης με όλες τις γειτονικές χώρες και τις άλλες περιφερειακές δυνάμεις.
Η Ουάσινγκτον και η νέα πραγματικότητα στην Αν.Μεσόγειο
Η Ουάσιγκτον, υπό τη νέα αμερικανική διοίκηση δείχνει αποφασισμένη να χρησιμοποιήσει και αυτή τη νέα πραγματικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο προκειμένου να ασκήσει ακόμη μεγαλύτερη πίεση στο καθεστώς Ερντογάν ώστε να φέρει στα «νερά» της την ατίθαση Τουρκία.
Για τις ΗΠΑ είναι κρίσιμης σημασίας η επαναφορά της Τουρκίας στο πλαίσιο της συμμαχικής «νομιμοφροσύνης» και διακοπής του διαρκούς φλερτ με τη Μόσχα, καθώς αυτό λειτουργεί αποσταθεροποιητικά στην περιοχή και υπονομευτικά για την αμερικανική πολιτική που θέλει να αποκαταστήσει με το μικρότερο δυνατόν κόστος την αμερικανική παρουσία στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου.
Η προβολή όμως της ανάγκης διευθέτησης των διαφορών και διαρκούς αποκλιμάκωσης στην Ανατολική Μεσόγειο, δε σημαίνει ότι είναι μονοσήμαντη και αφορά μόνο την παρέμβαση προς την Τουρκία για αποφυγή μονομερών ενεργειών καθώς συγχρόνως δημιουργεί τον πειρασμό για μια νέα απόπειρα επίλυσης των προβλημάτων, με τον τρόπο που τον αντιλαμβάνεται όμως μια υπερδύναμη.
Δεν είναι τυχαίο ότι σε όλες τις ανακοινώσεις και δηλώσεις εκφράζεται υποστήριξη στον «διάλογο» Ελλάδας - Τουρκίας, παρά το γεγονός ότι αυτός έχει ήδη κολλήσει από την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών, καθώς προσέκρουσε στη γενικευμένη αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας. Και εξάλλου το χάσμα μεταξύ των δυο χωρών επιβεβαιώθηκε και στις δυο συναντήσεις του Ν. Δένδια με τον Μ. Τσαβούσογλου.
Στην τελευταία μάλιστα τηλεφωνική επικοινωνία του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ Τ. Σάλιβαν με τον Έλληνα ομόλογο του Θ. Ντόκο όπως έγινε γνωστό οι δυο πλευρές «συζήτησαν για τη σημασία που έχει η σταθερότητα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, με τον Αμερικανό σύμβουλο να χαιρετίζει την επανέναρξη του διαλόγου μεταξύ της Ελλάδας και Τουρκίας».
Αυτή η γενικόλογη αναφορά σε «ελληνοτουρκικό διάλογο» είναι εντελώς αποπροσανατολιστική καθώς αυτός είναι δεδομένο ότι δεν έχει καμία ελπίδα επιτυχίας, εάν δεν υπάρξει σαφής αλλαγή στάσης της Τουρκίας και τουλάχιστον καταρχήν αποδοχή του Δικαίου της Θάλασσας και της προοπτικής παραπομπής των διαφορών στη Χάγη, εφόσον δεν επιτευχθεί συμφωνία στη διάρκεια των διερευνητικών επαφών και της διμερούς διαπραγμάτευσης.
Η επίκληση του «ελληνοτουρκικού διαλόγου»
Η επίκληση διαρκώς του «ελληνοτουρκικού διαλόγου» ουσιαστικά αθωώνει τις μονομερείς ενέργειες της Τουρκίας, καθώς και πέρυσι το καλοκαίρι, παρά τις δηλώσεις περί αυτοσυγκράτησης και αποδοκιμασίας των κινήσεων της Τουρκίας πρακτικά η Ουάσιγκτον δεν μπόρεσε να τιθασεύσει τον αναθεωρητισμό της Άγκυρας.
Συγχρόνως υπάρχει ο κίνδυνος με την εξιδανίκευση της «επανέναρξης του ελληνοτουρκικού διαλόγου» η πίεση τελικά να γυρίσει προς την Ελλάδα, όταν η χώρα μας αρνηθεί να υποκύψει στους εκβιασμούς της Τουρκίας, στη συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν και όταν οι διερευνητικές επαφές καταλήξουν σε αδιέξοδο
Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι η Τουρκία χρησιμοποιεί αυτόν τον ελληνοτουρκικό διάλογο, ο οποίος δεν εξαντλείται μόνο στις διερευνητικές επαφές αλλά και στις συναντήσεις των ΥΠΕΞ, όπως και την επικείμενη συνάντηση κορυφής Μητσοτάκη-Ερντογάν, για να προβάλει το «διαλλακτικό πρόσωπο» της και στην ΕΕ.
Ο Μ. Τσαβούσογλου σε προ ημερών του άρθρο σε γαλλική εφημερίδα πριν από την συνάντηση του με τον Γάλλο ΥΠΕΞ Λε Ντριάν υποστήριξε ότι η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν εμπλακεί πλέον σε έναν ήρεμο διάλογο στο πλαίσιο διαφόρων μηχανισμών μεταξύ των δυο χωρών. Ισχυρίστηκε ότι η Τουρκία δεν είχε ποτέ επεκτατικές φιλοδοξίες και απόδειξη αυτού είναι ο διάλογος μεταξύ των δυο χωρών.
Το Κυπριακό
Στο Κυπριακό η εικόνα είναι πιο σαφής λόγω και της προσωπικής σχέσης του προέδρου Μπάιντεν με την Κύπρο και της ενασχόλησης του με το κυπριακό πρόβλημα, όπου η θέση των ΗΠΑ είναι καθαρά υπέρ της αναζήτησης λύσης Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, με τρόπο που απορρίπτεται η τουρκική θέση για λύση δυο κρατών.
Βεβαίως, η Τουρκία δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα επιμείνει στη θέση των δυο κρατών, καθώς μέσω της συζήτησης για τη ΔΔΟ θα επιδιώξει να διαπραγματευθεί την αναβάθμιση της πολιτικής ισότητας σε κυριαρχική ισότητα, που αυτομάτως οδηγεί ατύπως σε συνομοσπονδιακή λύση.
Στο ίδιο άρθρο, ο κ.Τσαβούσογλου αναφέρθηκε σε λύση που θα εξασφαλίσει την «κυριαρχική ισότητα και το ισότιμο διεθνές στάτους των δυο πλευρών», διατύπωση που απέφυγε την αναφορά σε λύση δυο κρατών, αν και το περιεχόμενο είναι ουσιαστικά ταυτόσημο.
Οι συναντήσεις την επόμενη Δευτέρα στις Βρυξέλλες του προέδρου Μπάιντεν με τον Τούρκο ομόλογο του και του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη με τον Τ. Ερντογάν, μπορεί να αποδειχθούν αποφασιστικής σημασίας για τα Ελληνοτουρκικά.
Και παρά το ότι είναι ευπρόσδεκτες οι θετικές δηλώσεις της αμερικανικής κυβέρνησης πρέπει να είναι σαφές ότι δεν αρκεί ούτε πολύ περισσότερο αποτελεί λόγο πανηγυρισμών, η γενική στήριξη των Αμερικανών στον «ελληνοτουρκικό διάλογο»...