Ένα από τα κεντρικά ζητήματα επιστημονικού, αλλά και πολιτικού, διαλόγου σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικά στις περιοχές των επιστημών της Νομικής και της Πληροφορικής είναι το δίπολο Ιδιωτικότητα Δεδομένων – Δημόσια Ασφάλεια.
Το ζήτημα ωθείται στο προσκήνιο από προφανείς εξελίξεις, τόσο στον τομέα της τεχνολογίας όσο και στις μεθόδους που αφορούν το έγκλημα. Οι εγκληματίες γίνονται καλύτεροι αλλά και η τεχνολογία μας επιτρέπει πλέον να αξιοποιήσουμε δεδομένα και μεθόδους που δεν είχαμε στη διάθεσή μας παλαιότερα. Την 19η Φεβρουαρίου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε την Λευκή Βίβλο επί της Τεχνητής νοημοσύνης με τον υπότιτλο «Μια ευρωπαϊκή προσέγγιση για την αριστεία και την εμπιστοσύνη».
Βασικός πυλώνας μιας Δημοκρατικής κοινωνίας είναι ο θεσμός της Ελευθερίας των πολιτών της, όπως και η εγγύηση αυτής από το οργανωμένο Κράτος. Η πρώτη και κεντρική δε προϋπόθεση εξασφάλισης της Ελευθερίας είναι η Ασφάλεια. Τούτου δοθέντος, χωρίς αποτελεσματική και ισχυρή Ασφάλεια δεν υπάρχει Δημοκρατία αλλά απλά μια επίφαση αυτής.
Στις ημέρες μας τόσο η τεχνολογία όσο και η ωρίμανση των νομικών διαδικασιών μας επιτρέπουν, μας υπαγορεύουν θα έλεγα, να αποφεύγουμε τις κατασταλτικές δράσεις ενός αυταρχικού συστήματος διοίκησης και ελέγχου, αλλά αντίθετα να προτιμούμε προληπτικές μεθόδους αποφυγής και πρόβλεψης του εγκλήματος και της παραβατικής συμπεριφοράς. Με τον τρόπο αυτό μπορούμε να επέμβουμε σε πολύ προγενέστερο χρόνο πριν καν συμβεί ή λάβει χώρα ένα εγκληματικό συμβάν και να το αποφύγουμε εντελώς.
Στην πράξη η συγκρουσιακή επαφή της Ιδιωτικότητας με την Ασφάλεια εμφανίζεται με την δυνατότητα της γενικότερης εξεταστικής επίσκεψης και της προεπεξεργασίας συμπεριφορικών δεδομένων (behavioral data), ώστε μετά από ανάλυση τεραστίου όγκου δεδομένων (Big Data Analysis) να καταλήξουμε με αρκετά υψηλή βεβαιότητα σε προγνωστικά δεδομένα τάσεων και πιθανών επιτελέσεων (predictive data). Αυτή δε η επεξεργασία μολονότι αρχικά φαίνεται ως εξαιρετικά χρονοβόρος, με την χρήση αλγορίθμων τεχνητής νοημοσύνης, οι οποίοι αυτοεκπαιδεύονται με την επανάληψη, είναι δυνατόν να ολοκληρωθεί σε πολύ σύντομο χρόνο. Έτσι η επιστημονικά αυτή τεκμηριωμένη συμπεριφορική προδιάθεση ενός υποκειμένου, αν συνδυαστεί και με τις τεχνικές δυνατότητες αναγνώρισης προσώπου που παρέχονται σήμερα με αρκετά αξιόπιστα αποτελέσματα, μας παρέχει τη δυνατότητα να προλάβουμε το έγκλημα πριν καν αυτό εκδηλωθεί.
Οι κάμερες, για παράδειγμα, μέχρι σήμερα χρησιμοποιούνται κυρίως post mortem, μετά το έγκλημα, στην προσπάθεια να δούμε αν καταγράφηκε κάποιο στοιχείο που μπορεί να οδηγήσει στην αποκάλυψη των δραστών. Οι νέες δυνατότητες της τεχνητής νοημοσύνης και της ανάλυσης προσώπου μας δίνουν την δυνατότητα οι κάμερες σήμερα να μας επισημάνουν έγκαιρα ότι πχ ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή όχημα εμφανίστηκε 15 φορές την τελευταία εβδομάδα να διέρχεται με μικρή στάση από τον τομέα ευθύνης μας και έτσι να αναζητήσουμε έγκαιρα τα πληροφοριακά στοιχεία του υπόπτου πριν καν εκδηλωθεί μια εγκληματική πράξη. Ακόμα μας πληροφορεί ότι η έκφραση του προσώπου του φανερώνει μια συναισθηματική φόρτιση ύποπτη και πιθανώς εγκληματογόνο.
Αυτά επιτυγχάνονται σε πρώτο επίπεδο. Σε δεύτερο επίπεδο οι συνέπειες είναι σημαντικότερες. Η γνώση και η ενημέρωση των πολιτών ότι διενεργούνται αρμοδίως τέτοιες αναλυτικές διαδικασίες, βοηθά να αποκτήσουν ενσυνείδητο σεβασμό στον Νόμο και την τήρηση της τάξεως γενικότερα, καθώς βασίμως μπορούν να υποθέσουν ότι κάθε ύποπτη συμπεριφορά θα καταγραφεί και αξιολογηθεί αναλόγως σε δεδομένη στιγμή. Έτσι δεν εκδηλώνουν καν ευθύς εξαρχής μιαν ύποπτη συμπεριφορά. Με τον τρόπο αυτό η αντεγκληματική πολιτική μετακινείται από την βίαιη καταστολή πυροσβεστικού τύπου, σε άλλα ευγενέστερα μοντέλα ήπιας προγνωστικής και προληπτικής πολιτικής (crime avoidance).
Υπάρχει ο κίνδυνος βέβαια αυτές οι δυνατότητες να οδηγήσουν ένα καθεστώς στο να ισχυροποιήσει τον αυταρχικό του χαρακτήρα σε βαθμό καταπιεστικής πολιτικής και εν πολλοίς αλλοίωσης του Δημοκρατικού χαρακτήρα της διακυβέρνησης. Αυτή όμως είναι η εξαίρεση στον κανόνα. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος σήμερα είναι η προστατευτική τυπολατρεία της ιδιωτικότητας – τυπολαγνεία την χαρακτηρίζουν σχετικοί νομικοί επιστήμονες στις ΗΠΑ – η οποία μπορεί να καταλήξει στο άλλο άκρο, στην απονεύρωση έως ευνουχισμό δηλαδή των σχετικών μέτρων προστασίας του πολίτη. Μια πολύ βασική ανησυχία είναι μήπως τυχόν αναπτυχθούν αυστηρά νομικά και ρυθμιστικά πλαίσια στις χώρες, τα οποία θα αποπνίξουν την τεχνολογική καινοτομία (innovation killing legal and regulatory models).
Ο νομοταγής πολίτης δεν έχει να φοβηθεί απολύτως τίποτα από τις εξελίξεις της τεχνολογίας. Όπως ακριβώς σήμερα δεν χρειάζεται να φτάσει πλέον ο ασθενής μετά από έμφραγμα σε κρίσιμη κατάσταση στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, αλλά είναι δυνατή η αξιολόγηση προδιαθεσικών παραγόντων χοληστερίνης και υπερλιπιδαιμίας , ώστε να γίνουν οι απαραίτητες προληπτικές παρεμβάσεις φαρμακευτικά και διαιτολογικά ώστε να αποφευχθεί η οξεία φάση, έτσι ακριβώς και στην αντεγκληματική πολιτική οι νέες τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης και άλλες συναφείς, μας δίνουν την δυνατότητα έγκαιρης παρέμβασης σε προληπτική φάση ώστε να αποφευχθεί η αστυνομική φλεγμονή και η εγκληματική κρίση. Για την προστασία του πολίτη η κοινωνία οφείλει και πρέπει συχνά να επιβάλλει και μέτρα προστατευτικά όπως για παράδειγμα η ζώνη ασφαλείας και το κράνος.
Οι πολιτικές των Ανοιχτών Δεδομένων παρέχουν την δυνατότητα αξιοποίησης ενός τεραστίου όγκου πληροφοριών, για το καλό της κοινωνίας και την ευημερία των πολιτών εν γένει, μέσα σε ένα περιβάλλον Ασφαλούς Δημοκρατίας με σεβασμό στην ατομικότητα και ιδιωτικότητα των νομοταγών πολιτών.
Ειδικά τώρα με την παγκόσμια έξαρση της πανδημίας, θα πρέπει να εκμεταλλευθούμε και αξιοποιήσουμε κάθε τεχνική δυνατότητα που θα μας επιτρέψει και στο μέλλον να έχουμε μια ακριβέστερη εικόνα αποτύπωσης δραστηριοτήτων του κοινωνικού συνόλου, έτσι ώστε να αυτό να προστατεύεται ουσιαστικότερα και αποτελεσματικότερα.