Του Νίκου Μελέτη
Ακόμη και σήμερα ως χώρα πριν αρχίσουμε να συζητούμε για το πως αντιμετωπίζεται η τουρκική απειλή, δεν έχουμε καταλήξει στο αυτονόητο και την βασική προϋπόθεση για κάτι τέτοιο: να συμφωνήσουμε ποια είναι η πραγματική απειλή που αντιμετωπίζει η χώρα.
Μέχρι προχθές η εύκολη λύση ήταν να αποδίδεται η επιθετικότητα της Τουρκίας στον... εκνευρισμό του Erdogan επειδή δεν μπορεί να καταλάβει το Αφρίν και στις υποτιθέμενες μεγάλες απώλειες που είχαν οι Τουρκικές Δυνάμεις... Προχθές το Αφρίν έπεσε αμαχητί…
Τις τελευταίες δυο δεκαετίες κυρίως μετά το επεισόδιο των Ιμίων, η ελληνική πολιτική ελίτ, βολεμένη στον εύκολο δρόμο του ευρωπαϊκού μοχλού άσκησης πίεσης προς την Τουρκία, αρνήθηκε ουσιαστικά να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα.
Από το 1996 και μετά η χώρα είναι σε συνεχή μάχη οπισθοφυλακών και επιχειρεί με διάφορα ιδεολογήματα και προσωπικές στρατηγικές να αντιμετωπίσει το πραγματικά ζωτικό όπως αποδεικνύεται πρόβλημα για την χώρα.
Οι κ. Σημίτης και Παγκαλος, συναίνεσαν στο γκριζάρισμα των Ιμίων προκειμένου να μην υλοποιήσουν την υποτιθέμενη απειλή τους οι Τούρκοι για γενικότερη αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας, η ίδια κυβέρνηση αναγνώρισε «ζωτικά και νόμιμα» συμφέροντα στην Τουρκία για το Αιγαίο, με την Συμφωνία της Μαδρίτης, ο Γ. Παπανδρέου ηγήθηκε της σημαντικότερης προσπάθειας κατευνασμού της Τουρκίας με την πολιτική του ζεϊμπέκικου και την διπλωματία των σεισμών και εξωραϊσμού της Τουρκίας στην Ευρώπη.
Στη συνέχεια, ο Κ. Καραμανλής ήταν αυτός που χλιαρά μόλις απέφυγε να στηρίξει δημόσια το Σχέδιο Ανάν, αλλά αμέσως μετά εκτός της κουμπαριάς με τον Τ. Erdogan, έδωσε το πράσινο φως για την πρώτη μετά από δεκαετίες περιοδεία τούρκου ηγέτη στην Θράκη. Η ίδια πολιτική συνεχίσθηκε και με τις επόμενες κυβερνήσεις.
Και τώρα και πάλι επανέρχεται το γνωστό αφήγημα: όλα οφείλονται στην νευρικότητα της Τουρκίας , στα προβλήματα στα ανατολικά σύνορα της , στις ήττες του στο μέτωπο του Αφρίν και στην αγωνία του κ. Erdogan να έχει καλό εκλογικό αποτέλεσμα συσπειρώνοντας και τους εθνικιστές.
Είναι το γνωστό αφήγημα που αποδίδει την τουρκική προκλητικότητα στην «εξαγωγή εσωτερικών προβλημάτων» του εκάστοτε τουρκικού καθεστώτος.
Ειδικά μάλιστα με τον κ. Erdogan αυτό τείνει να πάρει μορφή ευχάριστου αναγνώσματος: στην αρχή ήταν ο μετριοπαθής τούρκος ηγέτης που οφείλαμε να στηρίξουμε προκειμένου να αντιμετωπίσει το κακό στρατιωτικοπολιτικό κεμαλικό κατεστημένο. Μετά ήταν οι κακοί στρατιωτικοί που έστηναν σκηνικό θερμού επεισοδίου για να τον εμπλέξουν και να τον εκθέσουν στην Ευρώπη και να τον αποσταθεροποιήσουν (τελικά τα σενάρια αυτά όπως φαίνεται, έστηνε το παρακράτος του Gulen, που τότε δούλευε για λογαριασμό του κ.Erdogan).
Μετά ήταν οι «κρίσιμες» εθνικές εκλογές, μετά ήταν οι επίσης «κρίσιμες» προεδρικές εκλογές, μετά η «κρίσιμη» ψηφοφορία για την αναθεώρηση του Συντάγματος, μετά οι δημοτικές εκλογές και τώρα βρήκαμε ότι είναι οι προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές του 2019, που ωθούν τον Τ.Erdogan στην εθνικιστική και επιθετική ρητορική.
Η εύλογη ερώτηση είναι: εφόσον ισχύει αυτή η ανάλυση και προσέγγιση, τότε όλα είναι απλά. Δεν έχουμε παρά να περιμένουμε να τελειώσουν οι εκλογές στην Τουρκία, οπότε αυτομάτως όλα θα έχουν λυθεί...
Προφανώς τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει.
Απλώς η απόδοση του φαινομένου της τουρκικής επιθετικότητας, στην νευρικότητα της Τουρκίας λόγω εσωτερικών προβλημάτων ή εσωτερικών πολιτικών διεργασιών, «απαλλάσσει» την Ελλάδα, την πολιτική ηγεσία της και την κοινή γνώμη από μια ουσιαστική συζήτηση για το πως αντιμετωπίζεται ένα κρίσιμο πρόβλημα που κάθε άλλο παρά είναι συγκυριακό όπως τώρα παρουσιάζεται.
Ο αναθεωρητισμός της Τουρκίας που διατηρήθηκε έστω και εν υπνώσει ως στοιχείο του Κεμαλισμού (με σοβαρή αφύπνιση το 1974 στην Κύπρο και το 1996 στα Ίμια) αποτελεί τον βασικό πυλώνα του νέου συστήματος εξουσίας που έχει οικοδομηθεί στην γειτονική χώρα, που συμπλέει πλέον με έναν ιδιότυπο και εξαιρετικά επικίνδυνο εξωστρεφή, αυταρχικό ισλαμοεθνικισμό.
Αυτή η νέα πραγματικότητα διαμορφώνεται στα ανατολικά σύνορα μας και σε όλη την έκταση της Ανατολικής Μεσογείου που συγκρούονται τα συμφέροντα των δυο χωρών, στην Κύπρο, αλλά και στα Βαλκάνια, όπου πλέον η ταπεινωτική υποχώρηση της Ελλάδας λόγω της οικονομικής κρίσης έδωσε ελεύθερο πεδίο δράσης στην Τουρκία, που αναζητά πρωταγωνιστικό ρόλο στην περιοχή φθάνοντας στο σημείο να μεσολαβεί ακόμη και για λογαριασμό του Βελιγραδίου που αποτελούσε κάποτε τον πυρήνα του «ορθόδοξου τόξου» εναντίον της μουσουλμανικής και τουρκικής διείσδυσης στην περιοχή.
Η απειλή της Τουρκίας δεν είναι συγκυριακή. Ήρθε και θα μείνει και συνεχώς μεταλλάσσεται και με νέες «μορφές» και σε νέα μέτωπα, απειλεί την χώρα μας.
Το ευρωπαϊκό εργαλείο το οποίο αποτέλεσε την σανίδα σωτηρίας για όλες σχεδόν τις ελληνικές κυβερνήσεις μέχρι τώρα, αποδεικνύεται πλέον αναποτελεσματικό ,όχι μόνο γιατί αυτό λειτουργεί μόνο με την σύμπραξη και άλλων δυνάμεων κυρίως μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών, αλλά γιατί η ένταξη στην Ε.Ε. κάθε αλλά παρά αποτελεί πια στόχο του μεγαλομανούς Ερντογανικού καθεστώτος.
Αν κάποιος νομίζει ακόμη ότι η Ελλάδα μπορεί να ασκήσει πίεση στον Erdogan, απειλώντας τον ότι δεν θα ενταχθεί η χώρα του στην Ε.Ε., όπου ο ίδιος ο κ. Erdogan θα συναποφασίζει πλάι στον πρωθυπουργό της Μάλτας με ισότιμη ψήφο με τον πρωθυπουργό του Λουξεμβούργου και της Κύπρου, μάλλον κάνει λάθος.
Η Ειδική Σχέση, με την Τουρκία έχει αρχίσει ήδη να διαμορφώνεται με όρους ευνοϊκούς για την Άγκυρα, μια και η Ευρώπη έχει ανάγκη τόσο την μεγάλη αγορά των 75 εκατομμυρίων ανθρώπων, κυρίως όμως οι ευρωπαϊκέ κυβερνήσεις τρέμουν μια επανάληψη του 2015 και άνοιγμα από την Τουρκία των προσφυγικών ροών...
Εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν. Οι διεθνείς συμμαχίες, έχει αποδειχθεί και στην Συρία και στην Μεσόγειο, πόσο αναξιόπιστες είναι. Η ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας είναι μια πρώτη απάντηση, αλλά δυστυχώς η οικονομική κρίση έχει περιορίσει σημαντικά τις αμυντικές δυνατότητες της χώρας και κυρίως έχει πλήξει την κοινωνική συνοχή και το εθνικό φρόνημα.
Όλοι αγωνιούν για το πως θα «κτυπήσει» η Τουρκία σε ένα μέτωπο που είναι ευάλωτο λόγω των χιλιάδων βραχονησίδων στο Αιγαίο. Όλοι διαπιστώνουν πόσο εύκολα μπορεί η Τουρκία να πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων, όπως έγινε με την σύλληψη και κράτηση των δυο στρατιωτικών.
Όλοι αγωνιούν (χωρίς να αντιδρούν) για τον υπόγειο τρόπο με τον οποίο η Τουρκία αποκτά λόγο και επιρροή στην Θράκη.
Για την Τουρκία ίσως αρκεί ένα μίνι θερμό επεισόδιο ,ώστε να οδηγήσει μια αδύναμη οικονομικά και εξαρτημένη από το εξωτερικό Ελλάδα, με διασπασμένο το εσωτερικό μέτωπο ,σε έναν διάλογο επί όλων των διεκδικήσεων της.
Για την Τουρκία υπάρχει βεβαίως και το πιο εύκολο μονοπάτι: να πετυχαίνει κάθε φορά τους στόχους της, με την απειλή του θερμού επεισοδίου.
Και να θεωρεί ότι έτσι, εύκολα, μπορεί να μετατρέψει την Ελλάδα και φυσικά την Κύπρο, σε χώρες περιορισμένης κυριαρχίας..
Και εμείς θα περιμένουμε να χαμηλώσουν τα νεύρα του Tayyip.