Εδώ και μία δεκαετία σχεδόν, η περιοχή της Μ. Ανατολής μαστίζεται από την Συριακή κρίση, έχοντας ως συνέπεια μεγάλες καταστροφές (κυρίως ανθρωπιστικές) και κινδύνους τόσο στο εσωτερικό της Συρίας όσο και στο εξωτερικό για πολλές χώρες (οι οποίες και προσπαθούν να διαχειριστούν τις συνέπειες, όπως προσφυγική κρίση). Από τον Μάρτιο του 2011 που άρχισε η Συριακή κρίση τόσο η Ρωσία όσο και ο υπόλοιπος κόσμος (που αντιμετωπίζει τις συνέπειες της κρίσης) έχουν γνωρίσει μεγάλες καταστροφές. Η Συριακή κρίση από το 2011 οδήγησε μία σειρά καταστροφών σε μεγάλη κλίμακα. Εκτιμάται πως ο αριθμός των νεκρών σύριων πολιτών έφτασε πάνω από 207.000 χιλ. ανθρώπους (αριθμός που δυστυχώς αυξήθηκε με την συνέχιση των εχθροπραξιών), μάλιστα από τους οποίους, εκτιμάται, πως πάνω από 25.000 αποτελούνταν από παιδιά.
Επιπρόσθετα, εκτός από την ανθρωπιστική απώλεια, η συριακή κρίση οδήγησε στην κατάρρευση της οικονομίας της χώρας, με σημαντικό αριθμό του πληθυσμού να χάνει το σπίτι του (εξαιτίας συριακής κρίσης και την κατάρρευσης της οικονομίας εκτιμάται πως η απώλεια στον τομέα της στέγασης φτάνει τα 22,8 με 28 δισ. δολάρια). Έχοντας όλα αυτά ως συνέπεια, να γνωρίσει τόσο η Συρία όσο και ο υπόλοιπος κόσμος την μεγαλύτερη «έκρηξη» της προσφυγικής κρίσης. Συγκεκριμένα εκτιμάται πως πάνω από 6,18 εκατ. άνθρωποι οδηγήθηκαν σε εσωτερική φυγή, αλλά και μεγάλο αριθμό ανθρώπων (εκτιμάται 5,6 εκατ. ανθρώπων) να φεύγει από την ίδια την Συρία. Το μεγάλο αυτό κύμα προσφύγων προσπάθησε να διαχειριστεί τόσο η Τουρκία, η οποία και φιλοξενεί το μεγαλύτερο μέρος του (3,5 με 4 εκατ. πρόσφυγες) αλλά και η Ευρώπη, από την οποία οι περισσότεροι πρόσφυγες βλέπουν την Γερμανία ως τον πολυπόθητο προορισμό.
Το τελευταίο διάστημα, έπειτα και από την τουρκική επιχείρηση για την δημιουργία Ζώνης Ασφαλείας βορειοδυτικά της Συρίας, έρχεται μία νέα ένταση, στην περιοχή της Ιντλίμπ και τις γύρω επαρχίες, να κλιμακώσει τις εχθροπραξίες για ακόμη μία φορά, ανάμεσα στις δυνάμεις του σύριου Προέδρου Άσαντ και των σύριων ανταρτών αλλά και ομάδων τζιχαντιστών (με συνδέσεις μα την Αλ Κάιντα) με την τουρκική υποστήριξη. Η κλιμάκωση αυτή των εχθροπραξιών ανάμεσα στο Συριακό Καθεστώς και τις υποστηριζόμενες δυνάμεις από την Τουρκία, έχει φέρει ως αποτέλεσμα νέες μεγάλες καταστροφές και την έξαρση της αντιπαλότητας της Τουρκίας και Συρίας αλλά και την «διπλωματική» απογοήτευση της πρώτης με την Ρωσία, η οποία υποστηρίζει φανερά το Καθεστώς του Άσαντ.
Ο Στρατός του Άσαντ
Μέσα στην τελευταία δεκαετία της συριακής κρίσης αλλά και έπειτα από τις ρωσοτουρκικές συμφωνίες για την αποκλιμάκωση της περιοχής (Αστάνα-2018/Σότσι-2019) το Συριακό καθεστώς έχασε έναν σημαντικό αριθμό εδαφών που είχε στην κατοχή του. Κάτι και το οποίο θέλησε ο πρόεδρος Άσαντ να αλλάξει, καθώς βρήκε την ευκαιρία μετά την τουρκική επιχείρηση βορειοδυτικά της Συρίας, και με τις δυνάμεις του συριακού καθεστώτος να ανακαταλάβει τα χαμένα εδάφη. Μέχρι το καλοκαίρι του 2019 και την συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, το καθεστώς του Άσσαντ είχε ανακαταλάβει αρκετά εδάφη βορειοδυτικά της Συρίας, με αποτέλεσμα να καταλαμβάνει το 70% της Συρίας. Βέβαια, με τις τελευταίες εξελίξεις και τις ρωσοσυριακές επιχειρήσεις, ο στρατός του Άσαντ προχώρησε στην ανακατάληψη της επαρχίας Ίντλιμπ και των γύρω περιοχών και με το πολυπόθητο «μήλο της έριδος» που είναι οι αυτοκινητόδρομοι Μ4 και Μ5 (κάτι το οποίο προσπαθεί να εμποδίσει η Τουρκία). Με τους οποίους αυτοκινητόδρομους και εδραιώνει την κυριαρχία του βορειοδυτικά της Συρίας καθώς αποτελούν κομβικά γεωστρατηγικά και εμπορικά σημεία, καθώς ενώνουν το Χαλέπι και την Δαμασκό (την νότια Συρία γενικότερα).
Με την νέα αυτή ένταση, ο στρατός του Άσαντ προχώρησε όλο και πιο βόρεια, φτάνοντας στην Ίντλιμπ ανακαταλαμβάνοντας στο πέρασμα του πόλη με πόλη. Έχοντας φτάσει στην πόλη Saraqeb, οι δυνάμεις του Άσαντ (με την εναέρια ρωσική υποστήριξη) ελευθέρωσαν (έπειτα από το 2012 όπου είχαν χάσει τον έλεγχο) έναν σημαντικό αριθμό χωριών και μικρών πόλεων τόσο της επαρχίας της Ιντλίμπ αλλά και βορειοδυτικά της επαρχίας του Χαλεπίου, όπου και έχουν απωθήσει τις δυνάμεις των σύριων ανταρτών (υποστηριζόμενων από την Τουρκία) σε μία ζώνη 30 km από την υπόλοιπη περιοχή, με την αναχαίτιση της οποίας, το συριακό καθεστώς θα έχει πλέον τον πλήρη έλεγχο.
Βέβαια πρέπει να σημειωθεί, ότι σε πιο πρόσφατες εξελίξεις, ο στρατός του Άσαντ (με την εναέρια ρωσική υποστήριξη) απελευθέρωσε και ανακατέλαβε όλα τα χωριά και τους οικισμούς στην γύρω περιοχή της πόλης Χαλέπι, απωθώντας τις δυνάμεις των ανταρτών και τζιχαντιστών και ασφαλίζοντας το Χαλέπι.
Ρωσία – Τουρκία
Οι δύο αντίπαλες δυνάμεις των εχθροπραξιών βορειοδυτικά της Συρία στην Ιντλίμπ και τις γύρω περιοχές, δέχονται σημαντική υποστήριξη από την Ρωσία και Τουρκία. Πιο συγκεκριμένα το συριακό καθεστώς δέχεται την ρωσική εναέρια (κυρίως) υποστήριξη αλλά και από το Ιράν με στρατιωτικό προσωπικό. Είναι βέβαιο, πως μέσα από την καταστροφή των εχθροπραξιών, η Τουρκία έχει απογοητευτεί από την στάση της Ρωσίας και έχει προκληθεί ένας διπλωματικός πυρετός στις διμερείς τους σχέσεις. Αυτό παρατηρείται και από τις πρόσφατες δηλώσεις του ρώσου Υπουργού Εξωτερικών, όσον αφορά τον θάνατο Τούρκων στρατιωτών, ο οποίος δήλωσε πως για το συμβάν του θανάτου φταίει «πλην σαφώς» η λανθασμένη πληροφόρηση. Πιο συγκεκριμένα υποστηρίζει πως η Τουρκία αθετεί τις δεσμεύσεις που έχει συμφωνήσει (όπως και έπρεπε) και δεν ενημέρωσε την Ρωσία για την μετακίνηση στρατιωτικού, έτσι δεν υπήρχε η σωστή πληροφόρηση αντίστοιχα στην πλευρά του Συριακού Καθεστώτος.
Από την άλλη πλευρά, οι αντίπαλες δυνάμεις του συριακού καθεστώτος αποτελούνται από Σύριους αντάρτες αλλά και από ομάδες τζιχαντιστών, με την στρατιωτική υποστήριξη της Τουρκίας. Αξίζει να σημειωθεί πως στην περιοχή της Ιντλίμπ είναι έντονη η παρουσία τζιχαντιστών οι οποίοι συνδέονται με το συριακό παρακλάδι της Αλ Κάιντα. Συγκεκριμένα και σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην επαρχία Χάμα διαπράχθηκαν επιθέσεις από τζιχαντιστικές οργανώσεις όπως Η Ανσαρ ας Ταουχίντ και Χουράς αντ Ντίν, η οποία και συνδέεται με την Αλ Κάιντα. Επίσης σε μία άλλη επαρχία της Λαττάκεια, διαπράχθηκαν επιθέσεις από μέλη της Χαγιάτ Ταχρίρ ας Σαμ, η οποία οργάνωση κυριαρχείται από πρώην συριακούς βραχίονες της Αλ Κάιντα.
Το ενδιαφέρον της Τουρκίας
Η Συρία αποτελούσε πάντα ένα μεγάλο μέρος της γεωστρατηγικής της Τουρκίας στην περιοχή της Μ. Ανατολής. Πιο συγκεκριμένα η Τουρκία μέσω της Συρίας αλλά και της έντονης παρουσίας της στην συριακή κρίση, θέλει ν’ αποκτήσει ισχυρή θέση και λόγο στην περιοχή. Φυσικά η Τουρκία προσπαθεί να περιορίσει όλα τα εμπόδια που έχει για την εδραίωση της ισχύος της αλλά και να αντιμετωπίσει τις συνέπειες που δημιουργούνται. Εμπόδια φυσικά αποτελεί το συριακό καθεστώς και ο Πρόεδρος Άσαντ, με την Τουρκία να προσπαθεί χρόνια να αποδυναμώσει την δύναμη και την επιρροή του. Επίσης η Τουρκία (και μέσω της παρουσίας της στην συριακή κρίση) προσπαθεί να εξαλείψει την κουρδική παρουσία τόσο τα εναπομείναντα μέλη στο εσωτερικό της αλλά και κυρίως το κουρδικό παρακλάδι της Συρίας, έχοντας ως απώτερο σκοπό την εξάλειψη της κάθε ελπίδας για δημιουργία ενός ενιαίου κουρδικού κράτους.
Τέλος η Τουρκία ήδη φιλοξενεί μεγάλο αριθμό προσφύγων στα εδάφη της χωρίς να διαθέτει τους πόρους, έτσι προσπαθεί να φέρει την λύση και την αποκλιμάκωση της έντασης με αποτέλεσμα τον περιορισμό νέων προσφυγικών κυμάτων στα εδάφη της.
Ένταση της Προσφυγικής Κρίσης
Η κλιμάκωση των εχθροπραξιών στην περιοχή της Ιντλίμπ, έχει οδηγήσει σε νέες απώλειες και σε νέες καταστροφές στην επαρχία και τα περίχωρα της. Εκτιμάται πως πάνω από 1700 άνθρωποι έχουν χάσει την ζωή τους σε διάστημα 3 μηνών (μεταξύ τους και ολόκληρες οικογένειες με παιδιά). Επίσης οι τελευταίες εξελίξεις ,σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, έχουν οδηγήσει πάνω από 900.000 πρόσφυγες (οι περισσότεροι από τους οποίους αποτελούνται από παιδιά και γυναίκες) μακριά από τα σπίτια τους και να κατευθύνονται προς τα τουρκικά σύνορα. Τα Ην. Έθνη μιλούν για τρομερή ανθρωπιστική καταστροφή, καθώς το κύμα των προσφύγων προς τα τουρκικά σύνορα και τα κέντρα φιλοξενίας (τα οποία και είναι πλήρης) είναι μεγάλα.
Με την σειρά της, η Τουρκία, με δηλώσεις του Τούρκου προέδρου Τ. Ερντογάν, υποστηρίζει πως ήδη στα εδάφη της φιλοξενεί 3,5 με 4 εκατ.. Πρόσφυγες. Και στην παρούσα φάση η Τουρκία δεν μπορεί να δεχτεί περισσότερους (κυρίως λόγω οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων).
Ιδιαίτερη σημασία, επίσης, πρέπει να δοθούν και στις δηλώσεις του Γερμανού Υπουργού Εξωτερικών κ. Μάας, ο οποίος τόνισε πως η κλιμάκωση των εχθροπραξιών στην βορειοδυτική Συρία πρέπει να σταματήσουν και να συμβάλλουν διπλωματικά πάντα όλες οι πλευρές ανάμεσα στην Ρωσία, την Τουρκία και την Συρία. Τονίζει την ανησυχία για τις συνέπειες των εχθροπραξιών σε ανθρωπιστικό επίπεδο αλλά και την φοβία για ένταση και έξαρση ενός νέου προσφυγικού κύματος. Τέλος, δηλώνει πως τώρα δεν είναι η ώρα για την Ευρώπη να κλείσει τα μάτια και να υιοθετήσει έναν πιο ενεργό ρόλο στην συριακή κρίση.
Γενική Αποτίμηση
Όπως φαίνεται η συριακή κρίση αποτελεί για ακόμη μία φορά το επίκεντρο της Μ. Ανατολής. Με την νέα ένταση και την κλιμάκωση των εχθροπραξιών, ξεκίνησε ένας δρόμος διπλωματικών «αδιεξόδων» (κυρίως μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας) αλλά και στρατιωτική ένταση μεταξύ Τουρκίας και Συρίας. Μέσα σ’ όλο αυτόν τον «πυρετό» των εξελίξεων τα βασικά ερωτήματα είναι: πόσο θα προχωρήσει η Τουρκία; Αλλά και αν είναι μια πιθανή διένεξη μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας;
Από την μία, το καθεστώς του Άσαντ με την υποστήριξη της Ρωσίας προελαύνει και ανακαταλαμβάνει μεγάλο αριθμό των εδαφών της που είχε χάσει και εδραιώνει την ισχύ της με την στήριξη της Ρωσίας και του Ιράν. Μία στήριξη που όπως φαίνεται δεν έχει σκοπό τόσο η Ρωσία όσο και το Ιράν, να διακόψουν.
Από την άλλη, η Τουρκία, έπειτα και από τις συμφωνίες της με την Ρωσία (Αστάνα, 2018/Σότσι,2019) για την δημιουργία Ζώνης Ασφαλείας στην βορειοδυτική Συρία, έχει καταφέρει αρκετά. Έτσι, η Τουρκία, έχει εδραιώσει την ισχύ της στην Μ. Ανατολή και έχει απομακρύνει το κουρδικό στοιχείο από τα σύνορα της. Όμως, η Τουρκία, με την παρουσία της στην συριακή κρίση, την παρουσία της στο μέτωπο της Λιβύης αλλά και το διπλωματικό παιχνίδι που διαδραματίζει ανάμεσα στις δυνάμεις (Ρωσία, ΗΠΑ και Ευρώπη) έχει φτάσει σ’ ένα σημείο με πολλά ανοικτά μέτωπα μπροστά της. Και έτσι ο Τούρκος Πρόεδρος πρέπει να αρχίσει να κάνει πιο προσεκτικά βήματα.
Βέβαια είναι αρκετά φανερή η σχέση ανάγκης της Τουρκίας με την Ρωσία, η οποία και βαθαίνει όλο και περισσότερο. Συγκεκριμένα η Τουρκία έχει στραφεί στην Ρωσία για λόγους οικονομίας, ενέργειας (νέος αγωγό Toyrkstream και την κατασκευή πυρηνικού σταθμού) και στρατιωτικούς (η πώληση των S-400). Ο Τούρκος πρόεδρος γνωρίζει πολύ καλά πως δεν είναι σε θέση ούτε να επηρεάσει ούτε να εναντιωθεί στα γεωστρατηγικά σχέδια της Ρωσίας που τόσο έχει ανάγκη.
Οπότε μπορούμε ίσως να συμπεράνουμε, πως ο Τούρκος Πρόεδρος θα συνεχίσει όσο του επιτρέπουν διπλωματικά να συνεχίσει. Όμως μία στρατιωτική διένεξη τόσο με την Συρία όσο και με την Ρωσία φαντάζει απίθανο, γιατί θα είναι τρομακτικά επιζήμια για την Τουρκία.