Του Δημήτρη Τσαϊλά*
Τον τελευταίο καιρό και ιδιαίτερα μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος από μέλη των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων στις 15 Ιουλίου, ο Πρόεδρος της Τουρκίας, Recep Tayyip Erdogan, καθιερώνει ένα όλο και πιο αυταρχικό μοντέλο διοίκησης στην Τουρκία. Έχει φανεί ότι στις προτεραιότητες του είναι η σταθεροποίηση της πίστης στο πρόσωπο του, του τουρκικού στρατιωτικού κατεστημένου και η ολοκλήρωση της συνταγματικής μεταρρύθμισης που είναι απαραίτητη για να αντικαταστήσει την κοινοβουλευτική δημοκρατία της Τουρκίας με μια εκτελεστική προεδρία.
Αυτός ο μετα-πραξικοπηματικός Erdogan είναι πολύ λιγότερο ανεκτικός στην οποιαδήποτε πίεση, δείχνοντας αδιαλλαξία, με προφανή σκοπό να του δοθούν πολύ μεγάλα ανταλλάγματα (Βόρεια της Συρίας, μέσα στο Ιράκ, στην Κύπρο και στο Αιγαίο). Αυτό το έδειξε από την πρώτη στιγμή αφού απαίτησε την έκδοση του πολιτικού αντιπάλου του Fethullah Gulen από τις ΗΠΑ, με την κατηγορία ότι σχεδίασε το πραξικόπημα και καταδικάζοντας τις ΗΠΑ για υπόθαλψη και ανάμειξη. Επίσης διακρίνουμε ότι στον στρατηγικό σχεδιασμό του Erdogan η καταπολέμηση της ISIS βρίσκεται στο χαμηλότερο βαθμό ιεράρχησης, καθώς υπονομεύει όσο και όπου μπορεί την επιχείρηση κατά του Ισλαμικού Κράτους (ΙΚ) στη Συρία.
Εκτιμάται ότι θα προτιμήσει τις πιο επικίνδυνες επιλογές και θα κινηθεί στην «κόψη του ξυραφιού» τώρα που το κουρδικό ζήτημα δημιουργεί μέγιστη ανασφάλεια στον Νότο της Τουρκίας. Φαίνεται ότι σχεδιάζει μια συνεργασία με τις ισλαμιστικές ομάδες η οποία θα μπορούσε να διαμορφώσει μια ισχυρή δύναμη μεσολάβησης για την επίτευξη των στόχων της εθνικής ασφάλειας, χωρίς να στηρίζεται στις τουρκικές Ε.Δ. Οι σύμμαχοι πρέπει να αναγνωρίσουν αυτό το επικίνδυνο ενδεχόμενο που θα μετατρέψει την Τουρκία σε ένα ασφαλές καταφύγιο για τους ισλαμιστές μαχητές όσο ο Erdogan θα εδραιώνεται στην εξουσία.
Η Άγκυρα επομένως ενδέχεται να στραφεί σε λύσεις ασφαλείας από μη κρατικούς μαχητές, οι οποίοι είτε θα παίζουν ρόλο συμπληρωματικό, είτε θα χρησιμεύσουν ως ενδιάμεσος εταίρος. Είναι γνωστό ότι ο Erdogan παρείχε υποστήριξη στην Al-Qaeda και σε συναφείς ομάδες στη Συρία, όπως οι Σαλαφιστές, ακόμη και πριν από το πραξικόπημα.
Δυνητικά οφέλη
Μια στενότερη συνεργασία με τις ομάδες αυτές θα μπορούσε να του δώσει τις παρακάτω δυνατότητες:
- Πρώτον, να απομακρύνει την εγχώρια τρομοκρατική απειλή από μαχητές του ΙΚ, ενώ θα ασχολείται με την εκκαθάριση του στρατού. Το ΙΚ έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί τα δικά του δίκτυα υποστήριξης στο εσωτερικό της Τουρκίας για να εκτελεί τρομοκρατικές επιθέσεις, προκειμένου να αποσταθεροποιήσουν το τουρκικό κράτος. Η Al-Qaeda πιθανόν να έχει τις πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα και τη θέση των μαχητών του ΙΚ στην Τουρκία. Μια συνεργασία μεταξύ της Al-Qaeda και της Τουρκίας θα μπορούσε να διευκολύνει στην εξουδετέρωση των κυττάρων του ΙΚ. Επίσης η Al-Qaeda μπορεί να προσφέρει μια ελκυστική επιλογή για αποστασία, καθώς ο πόλεμος εναντίον του ΙΚ στη βόρεια Συρία συνεχίζεται. Τα μέτρα αυτά δεν θα εξαλείψουν την απειλή του ΙΚ στην Τουρκία, αλλά θα μπορούσαν να τη μειώσουν σε ένα διαχειρίσιμο επίπεδο, ενώ ο Erdogan θα εστιάζεται σε άλλες προτεραιότητες, όπως το Αιγαίο και η Κύπρος.
- Δεύτερον, να διευθετήσει, κατά μια έννοια, το κουρδικό πρόβλημα. Η συριακή κουρδική ομάδα των YPG θεωρείται ως κύρια απειλή για την εθνική ασφάλεια της Τουρκίας λόγω των δεσμών με το PKK, το οποίο έχει εξεγερθεί εναντίον του τουρκικού κράτους. Οι ομάδες των Σαλαφιστών της Συρίας έχουν αγωνιστεί εναντίον του YPG στη Συρία και θα μπορούσε να είναι πρόθυμοι να το πράξουν και πάλι με αντάλλαγμα μια μεγαλύτερη τουρκική υποστήριξη.
- Τρίτον, να προωθήσει τον σχηματισμό κυβερνήσεων σουνιτών ισλαμιστών στη Μέση Ανατολή, για να νομιμοποιηθεί η εικόνα του ως η οιονεί-αυτοκρατορική σφαίρα επιρροής (νέο-Οθωμανισμός). Η Al-Qaeda και οι σύμμαχοί της ελέγχουν ήδη μεγάλες περιοχές στη βορειοδυτική Συρία, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένα ισλαμικό εμιράτο μακροπρόθεσμα.
- Τέταρτον, να υποστηρίζει τον πόλεμο εναντίον του καθεστώτος του Προέδρου της Συρίας, Bashar al-Assad, και να αποκλείσει μια οριστική ρωσική νίκη στη Συρία, προκειμένου να διατηρηθεί η σκέψη για μια ισότιμη παρουσία της Τουρκίας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στο τέλος αυτού του πολέμου.
Η Ελλάδα ως εργαλείο ενίσχυσης της αίσθησης της εθνικής ταυτότητας
Όλα τα ανωτέρω μπορούν να συνδεθούν με την απειλητική διαλεκτική εναντίον της πατρίδας μας, καθώς σημαντικός παράγων είναι η ύπαρξη μιας ξένης ρεαλιστικής απειλής. Ένας απειλητικός αντίπαλος μπορεί επίσης να ενισχύσει την αίσθηση της εθνικής ταυτότητας. Αυτός του παρέχεται απλόχερα από την Ελλάδα, που στο παρελθόν κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία και ήταν αυτή που επαναστάτησε κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το αναφέρω αυτό διότι οι εξωτερικές απειλές μπορούν να εγείρουν και ενοποιήσουν την εθνική συνείδηση σε πληθυσμούς με ιδεολογικές, πολιτικές ή θρησκευτικές διαφορές. Είναι γνωστό ότι οι άνθρωποι μεταμορφώνονται σε κοπάδι, είτε πρόκειται για δύο αθλητικές ομάδες, είτε για δύο έθνη σε πόλεμο. Η επιθυμία για την προστασία «βωμών και εστιών», και μερικές φορές για εκδίκηση, μπορεί να απαλείψει την αντιπαλότητα μεταξύ των μελών στην ίδια ομάδα και να δημιουργήσει τη νοοτροπία «ένας για όλους».
Φυσικά, αυτές οι περιγραφές, περί εχθρών, αντιπροσωπεύουν ευρείες γενικεύσεις και οι τάσεις δεν είναι απόλυτες. Σε κάθε περίοδο, πολλοί άνθρωποι δεν ακολουθούν την προβλεπόμενη νοοτροπία. Παρ'' όλα αυτά, μπορούμε να θεωρήσουμε κάποια διακριτικά γνωρίσματα ως μια πραγματικότητα. Μια σύντομη ματιά στην ιστορία δείχνει ότι, αν και οι εποχές δεν επαναλαμβάνονται, βρίσκουν παρόμοιες καταστάσεις, με σημαντικές συνέπειες και στη σημερινή ρητορική του Erdogan.
Η δέουσα στάση της χώρας μας
Εμείς από την πλευρά μας πρέπει να παρακολουθούμε τον αντίπαλο και να φροντίζουμε την αποτρεπτική μας ισχύ. Και να θυμίσουμε ότι η αποτροπή είναι μια σχετικά απλή έννοια, το ένα κράτος πείθει το άλλο, που είναι ο επίδοξος επιτιθέμενος, ότι εάν τολμήσει μια επίθεση, θα επιβαρυνθεί με τόσο κόστος που ενδεχομένως δεν θα είναι αποδεκτή η ζημία, η οποία θα υπερέβαινε κατά πολύ κάθε δυνητικό κέρδος, υλικό ή πολιτικό.
* Ο κ. Δημήτρης Τσαϊλάς είναι Υποναύαρχος ΠΝ ε.α.