Έπειτα από μια μακρά σχεδόν εικοσαετή περίοδο αυξομειούμενης έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις -με την εξαίρεση της ύφεσης του τελευταίου δεκάμηνου- η Άγκυρα δείχνει για πρώτη φορά, διάθεση να δοθεί ευκαιρία στην προοπτική εξομάλυνσης των σχέσεων και εξεύρεση ενός modus operandi. Θα επιτρέπει την ανάπτυξη των διμερών σχέσεων και δικλείδων αποκλιμάκωσης των εντάσεων ακόμη και με άλυτες τις μεγάλες διαφορές που υπάρχουν στον σκληρό πυρήνα των ελληνοτουρκικών.
Στη χθεσινή συνάντηση του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη με τον Τούρκο πρόεδρο Τ. Ερντογάν στην Αθήνα ήταν εμφανής η προσπάθεια και των δυο πλευρών να κρατήσουν χαμηλούς και ήπιους τόνους χωρίς να κρύβουν τις διαφορές, προκειμένου να διατηρήσουν το θετικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί τους τελευταίους μήνες. Είναι ενδεικτικό ότι και στις δηλώσεις ο κ. Ερντογάν, πρόβαλε φυσικά τις θέσεις της χώρας του αλλά έδειξε μια σπάνια για τον ίδιο αυτοσυγκράτηση τόσο στο θέμα της Γάζας αλλά κυρίως στο θέμα του Αιγαίου, της Κύπρου αλλά και της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης, καθώς δεν υπήρχε η διάθεση για μια δημόσια αντιπαράθεση που θα χάλαγε τη γενική εικόνα.
Οι δυο ηγέτες έδωσαν το θετικό μήνυμα με τις δηλώσεις τους στο γενικό πλαίσιο ότι μπορούν οι δυο χώρες να αναπτύξουν ένα πλαίσιο διμερών σχέσεων όπου τα άλυτα και εκκρεμή ζητήματα δεν θα αποτελούν εμπόδιο για την επικοινωνία και τη συνεργασία, ούτε αφορμή για πρόκληση κρίσεων που οδηγούν σε επικίνδυνες καταστάσεις.
Κομβικό, όμως, σημείο είναι η υπογραφή από τους δυο ηγέτες της Διακήρυξης φιλικών σχέσεων και καλής γειτονίας, την οποία διαπραγματεύθηκαν οι δυο πλευρές με απόλυτη εμπιστευτικότητα και αποτελεί ένα μη συμβατικό και νομικά δεσμευτικό, αλλά ισχυρό πολιτικό κείμενο αρχών που θα διέπει όλο το πλαίσιο των διμερών σχέσεων, υιοθετώντας όμως σημαντικές δεσμεύσεις για τα δυο μέρη.
Είναι ίσως η πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια (προηγούμενη απόπειρα αλλά με ετεροβαρείς όρους έγινε στη Μαδρίτη το 1997)που οι δυο χώρες δεσμεύονται σε κείμενο που προβλέπει ότι:
-Τα Μέρη θα «απέχουν από κάθε δήλωση, πρωτοβουλία, ή ενέργεια που θα μπορούσε να υπονομεύσει ή να απαξιώσει το γράμμα και το πνεύμα αυτής της Διακήρυξης ή να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή τους».
-Τα Μέρη θα «προσπαθήσουν να επιλύσουν οποιαδήποτε διαφορά προκύψει μεταξύ τους με φιλικό τρόπο, μέσω απευθείας διαβουλεύσεων μεταξύ τους ή με άλλα μέσα αμοιβαίας επιλογής, όπως προβλέπεται στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών».
Βεβαίως, στο κείμενο επισημαίνεται ότι δεν παράγει νομικά αποτελέσματα και ότι δεν θίγει τις θέσεις των δυο χωρών, όμως είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι ένα χρόνο μετά τις απειλές περί εκτόξευσης πυραύλων στην Αθήνα, ο Τ. Ερντογάν έβαλε την υπογραφή του στο κείμενο αυτό.
Αυτό είναι ένα κείμενο που βάζει ένα σημαντικό πλαίσιο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που όμως θα βρίσκεται καθημερινά υπό κρίση και αξιολόγηση. Η Τουρκία είναι γνωστό ότι θεωρεί ως ενέργειες που διαταράσσουν τις σχέσεις των δυο χωρών την επίσκεψη ενός υπουργού σε ένα νησί το οποίο θεωρεί αποστρατικοποιημένο, την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας σε αέρα και θάλασσα, τη λήψη μέτρων για την άμυνα των νησιών ή ακόμη και την άσκηση των δικαιωμάτων που προσφέρει τη χώρα μας το Δίκαιο της Θάλασσας.
Επίσης, ο ίδιος ο κ. Ερντογάν είχε θεωρήσει ως «πρόκληση» για τη χώρα του την ομιλία του Κ. Μητσοτάκη στο Κογκρέσο, ενώ είχε θεωρήσει απειλή την ενδυνάμωση των Ελληνοαμερικανικών στρατιωτικών σχέσεων. Πρέπει να γίνει ξεκάθαρο και στην πράξη ότι αυτή η δέσμευση δεν αφορά τέτοιου είδους ζητήματα αλλά πραγματικά επιθετικές ενέργειες και δηλώσεις οι οποίες προέρχονται μέχρι τώρα τουλάχιστον από την Τουρκία.
Επίσης, δεν θα πρέπει ο Πολιτικός Διάλογος που έχει ενσωματώσει τις διερευνητικές επαφές να μετεξελιχθεί σε πολιτική διαπραγμάτευση άνευ όρων, μια διαδικασία την οποία διαχρονικά πρόκρινε η Τουρκία ως εναλλακτική της παραπομπής της διαφοράς στο Δ.Δ. της Χάγης.
Αν και φαίνεται αντιφατικό, είναι σημαντικό αν έστω και ως τακτική επιλογή, ο ηγέτης μιας χώρας η οποία έχει στη «φαρέτρα» της το casus belli, τις «γκρίζες ζώνες», τη Γαλάζια Πατρίδα και έχει μια εξαιρετικά επιθετική ρητορική εναντίον της Ελλάδας, να προσυπογράφει ένα τέτοιο κείμενο.
Κρίσιμο ορόσημο θα είναι η επίσκεψη Μητσοτάκη στην Άγκυρα τον Απρίλιο η τον Μάιο ενώ θα έχουν προηγηθεί τον Φεβρουάριο οι συναντήσεις στο πλαίσιο του Πολιτικού Διαλόγου, της Θετικής Ατζέντας και των ΜΟΕ.
Οι δυο ηγέτες πάντως ήταν εμφανές ότι προσπάθησαν να προστατεύσουν τη συνάντηση και τη διαδικασία.
Ο κ. Μητσοτάκης αναφέρθηκε σε μειονότητες που αποτελούν γέφυρα μεταξύ των δυο χώρων, με τον Τ.Ερντογάν να ομιλεί για τα δικαιώματα της «τουρκικής μειονότητας» τοποθέτηση η οποία ανάγκασε τον πρωθυπουργό να πάρει πάλι τον λόγο και να παραθέσει την ελληνική θέση ότι η Συνθήκη της Λωζάνης προβλέπει την ύπαρξη μουσουλμανικής μειονότητας.
Ο κ. Μητσοτάκης με αφορμή τον Πολιτικό Διάλογο βρήκε επίσης την ευκαιρία να απαντήσει στην αναφορά του κ. Ερντογάν (στην Καθημερινή) περί αλληλένδετων με την υφαλοκρηπίδα προβλημάτων που πρέπει να αντιμετωπισθούν ως πακέτο, δηλώνοντας ότι η Ελλάδα αναγνωρίζει μια και μόνο διαφορά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας η οποία όταν ωριμάσουν οι συνθήκες θα αναζητηθεί η λύση της μέσω του Πολιτικού Διαλόγου. Η διαφωνία στο Κυπριακό ήταν δεδομένη καθώς ο Κ. Μητσοτάκης μίλησε για λύση στη βάση των αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών, ενώ ο κ. Ερντογάν επανέλαβε τη θέση περί λύσης στη «βάση των πραγματικοτήτων» στο νησί, δηλαδή σε λύση δυο κρατών.
Ο Τούρκος πρόεδρος έθιξε ένα ακόμη ευαίσθητο θέμα, αυτό της τρομοκρατίας και αφού εξέφρασε ικανοποίηση για το κλείσιμο της δομής του Λαυρίου, που οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες χαρακτήριζαν «στρατόπεδο του ΠΚΚ» ζήτησε να μην υπάρξουν νέες δομές που θα «αντικαταστήσουν» το Λαύριο. Η Τουρκία ζητά διαρκώς μέτρα εναντίον αυτών που θεωρεί ως τρομοκράτες επειδή είναι συμπαθούντες στο κίνημα Φ. Γκιουλέν και έχουν καταφύγει στην Ελλάδα.
Στη διάρκεια της επίσκεψης Ερντογάν και των παράλληλων συναντήσεων που έγιναν μεταξύ των συναρμόδιων υπουργών, υπογράφτηκαν μια Συμφωνία και 15 Μνημόνια και Δηλώσεις συνεργασίας που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα τομέων συνεργασίας, δημιουργώντας ένα υπόβαθρο για τη διμερή συνεργασία.
Το μεταναστευτικό ήταν μια από τις βασικές επιδιώξεις της Αθήνας να τεθεί στο τραπέζι και να δοθούν διαβεβαιώσεις ότι θα υπάρξει συγκράτηση ροών. Καθώς το μεταναστευτικό εμπίπτει στο γενικότερο πλαίσιο της Δήλωσης του 2016 Ε.Ε. - Τουρκίας, μέσα στα όρια αυτά συμφωνήθηκε να υπάρχει στενή και για 24/7 διαρκής επικοινωνία των Αρχηγείων του Λιμενικού με το Αρχηγείο της Τουρκικής Ακτοφυλακής, ώστε να υπάρχει αλληλοενημέρωση και να αποφασίζεται κάθε φορά η κοινή παρέμβαση και δράση επί του πεδίου. Η Αθήνα σημειώνει πάντως το γεγονός ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Μετανάστευσης έχει υπάρξει σημαντική μείωση έως και 30% στις ροές σε σχέση με την περυσινή χρονιά.
Ο Τούρκος πρόεδρος λόγω του περιορισμένου χρόνου της επίσκεψης αλλά και επειδή δεν ήθελε να προκαλέσει αντιδράσεις επέλεξε να μην επισκεφθεί τη Θράκη, φρόντισε όμως να στείλει το μήνυμά του στους ακραίους της μειονότητας ότι είναι στο πλευρό τους, καθώς λίγο πριν αναχωρήσει από την Αθήνα μετέβη στην Τουρκική πρεσβεία που απέχει σχεδόν πενήντα μέτρα από το Μ. Μαξίμου και συναντήθηκε με αντιπροσωπεία αποτελούμενη από τον Ι. Σερίφ ψευδομουφτή και πρόεδρο της λεγόμενης «Ανώτατης Συμβουλευτικής Επιτροπής Τούρκων Δυτικής Θράκης», μέλη της Επιτροπής, τους δυο μειονοτικούς βουλευτές Χ. Ζεϊμπέκ και Φ. Οζγκιούρ που ανήκουν πλέον στην ομάδα της Νέας Αριστεράς και μέλη της οικογένειας του Αχμέτ Σαδίκ.