Του Ζαχαρία Μίχα*
Πολύς λόγος έχει γίνει για την απόφαση της Ρωσίας να εμπλακεί στρατιωτικά στη Συρία, φέρνοντας προ τετελεσμένου τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους λιγότερο ή περισσότερο πιστούς συμμάχους τους, οι οποίοι δεν αποτελεί μυστικό, ότι στόχος της στρατηγικής τους ήταν, αν και σε τακτικό επίπεδο, η αντικατάσταση του καθεστώτος του Μπασάρ Αλ Άσαντ, καθώς αποτελεί εμπόδιο στην αναδιαμόρφωση της περιοχής, σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις προτεραιότητες ενός εκάστου.
Το κεντρικό επιχείρημα του παρόντος σημειώματος, είναι ότι η επίδειξη αποφασιστικότητας από την πλευρά της ρωσικής ηγεσίας, υπαγορεύτηκε κυρίως από ένα αίσθημα αδυναμίας που στο προβλεπτό μέλλον θα κλιμακωνόταν, η «θεραπεία» της οποίας περνούσε μέσα από συνεννόηση Ουάσιγκτον και Μόσχας, δηλαδή επί της ουσίας τη συνήθη διαπραγμάτευση, στην οποία η Ρωσία έπρεπε να προσέλθει υπό όσο το δυνατό καλύτερους όρους.
Όσο και να μοιάζουν στρατηγικοί – και είναι – πολλοί στόχοι από τους αναφερόμενους στις αναλύσεις έγκυρων ιδρυμάτων που εξειδικεύονται στα θέματα διεθνούς ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής, στην προκειμένη περίπτωση, σε ad hoc βάση, μάλλον θα πρέπει να θεωρηθούν ως «τακτικοί», αφού η βασικότερη επιδίωξη της Μόσχας, είναι να ξεφύγει από τον θανάσιμο εναγκαλισμό που της έχει έξωθεν επιβληθεί και αφορά τον στραγγαλισμό της υπέρμετρα εξαρτώμενης από τους υδρογονάνθρακες οικονομίας της.
Όπως έχει αποδείξει και η εμπειρία της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης, που εν πολλοίς ακολούθησε το ίδιο μοτίβο, οι διεθνείς τιμές μπορούν να χειραγωγηθούν και να πλήξουν τις χώρες που δεν έχουν κατορθώσει να απεξαρτήσουν την οικονομία τους από τα έσοδα πώλησης πετρελαίου και φυσικού αερίου. Επίσης, η μη αποτροπή επανάληψης του ενδεχομένου οικονομικής κατάρρευσης, αφενός θα ακυρώσει στην πράξη όλους τους επιμέρους στρατηγικούς στόχους ανά την υφήλιο, αφετέρου δε θα μπορούσε να οδηγήσει υπό συνθήκες, ακόμα και σε απώλεια εδαφών στην περιοχή του Καυκάσου.
Στην προκειμένη περίπτωση δε, βασικές χώρες παραγωγοί και προμηθευτές, όπως για παράδειγμα η Σαουδική Αραβία, δείχνουν να αποδέχονται την οικονομική «αιμορραγία», καθώς άλλοι υπολογισμοί που άπτονται των περιφερειακών και διεθνών ισορροπιών που θα κρίνουν την επιβίωση των κυρίαρχων ελίτ, όπως ο ανταγωνισμός Σουνιτών και Σιιτών στη Μέση Ανατολή, ένα θέμα στο οποίο ρόλο «μπαλαντέρ» παίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, αποτελούν στρατηγική προτεραιότητα, αφού αποτελούν μεγαλύτερη απειλή. Θα πρέπει ωστόσο να διευκρινιστεί, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση στόχος είναι και οι ΗΠΑ, αφού σοβαρή απειλή για τους Σαουδάραβες αποτελεί και η αποκαλούμενη ως «Επανάσταση του Σχιστολιθικού Αερίου και Πετρελαίου» (shale).
Το (γεω)στρατηγικό «παίγνιο» αυτό έχει επικεντρωθεί στον συριακό εμφύλιο. Σε αυτό, η Ρωσική Ομοσπονδία έχει στρατηγικά συμφέροντα που δικαιολογούν την παρέμβαση. Όμως, όπως στην περίπτωση των Σουνιτών Σαουδαράβων που η καθεστωτική επιβίωση περνά μέσα από την προάσπιση του ελέγχου της Μέσης Ανατολής, από την πρόκληση των Σιιτών Ιρανών, έτσι και οι Ρώσοι, για να είναι σε θέση να προασπίσουν τον παγκόσμιο ρόλο που επιθυμεί η ηγεσία, ως απότοκο του ειδικού γεωπολιτικού βάρους της χώρας στη διεθνή σκηνή, οφείλει:
α) να εξασφαλίσει την οικονομική βιωσιμότητα του αχανούς κράτους και συνδεόμενο με αυτό, β) να εξασφαλίσει την ασφάλεια και την άμυνα του χώρου που καταλαμβάνει η Ρωσική Ομοσπονδία, κάτι ιδιαιτέρως δύσκολο, δεδομένου ενός συνδυασμού δυνητικών αντιπάλων, αλλά και δεδομένων που καθορίζει η μη ευνοϊκή (έλλειψη φυσικών εμποδίων) γεωγραφία που την καθιστά ευάλωτη σχεδόν από όλες τις κατευθύνσεις σε εισβολή (οι πιο «παραδοσιακά» σκεπτόμενοι Ρώσοι στρατηγικοί και στρατιωτικοί αναλυτές ανησυχούν, ασχέτως του πόσο αναχρονιστική μπορεί να ακούγεται η εν λόγω απειλή) και εντείνει την ανασφάλεια της ηγεσίας.
Οι αντίπαλοι της Ρωσίας, σε μια προσπάθεια να την πειθαναγκάσουν σε συμμόρφωση με τις στρατηγικές επιλογές τους στα θέματα δικής τους προτεραιότητας, αλλά εν μέρει και λόγω και της θεωρούμενης ως «επιθετικής» συμπεριφοράς του Κρεμλίνου, ανάμεσα στα «όπλα» που επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν, είναι και η ασφυκτική οικονομική πίεση.
Τούτων λεχθέντων, ως πιο πειστική απάντηση στο ζήτημα της ερμηνείας της θεαματικής στρατιωτικής παρέμβασης των Ρώσων στη Συρία, προσφέρεται η κλιμακούμενη οικονομική αδυναμία, ως αποτέλεσμα της παρατεταμένης παραμονής των διεθνών τιμών των υδρογονανθράκων σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, τέτοια που πλήττουν καίρια τον ρωσικό προϋπολογισμό, που για να ισορροπήσει, προβλέπει τιμή βαρελιού περί τα 100 δολάρια. Η ρωσική κυβέρνηση δεν προσποιείται για τη δυσκολία της κατάστασης την οποία αντιμετωπίζει, καθώς η εξάντληση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της χώρας δεν αποτελεί μυστικό και έχει αποτελέσει, πολύ πρόσφατα, αντικείμενο δηλώσεων των υπευθύνων υπουργών.
Κατά συνέπεια, το επιχείρημα είναι ότι η απόφαση στρατιωτικής παρέμβασης στη Συρία, ως κίνητρο είχε κυρίως την απόπειρα να επιβαρυνθεί σημαντικά η «ζυγαριά» του ισοζυγίου κόστους – οφέλους του κύριου αντιπάλου (βλ. ΗΠΑ), να απειληθεί η υλοποίηση βασικών τμημάτων του σχεδιασμού και των στόχων του στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Κι όλα αυτά με τρόπο που να οδηγήσει σε συνομιλίες με βασικό ζητούμενο να περισώσει ό,τι μπορεί, εφόσον παρουσιάζεται διστακτικός να εμπλακεί με χερσαία στρατεύματα, και να επιτευχθεί ως αποτέλεσμα μια συνολικότερη αποκλιμάκωση, η οποία θα περιλαμβάνει και όρους οι οποίοι θα χαλαρώσουν σταδιακά την ασφυκτική πίεση στη ρωσική οικονομία.
Χαρακτηριστικό της διμερούς σχέσης ΗΠΑ και Ρωσίας, είναι ότι τα συμφέροντα των δυο αυτών χωρών «συναντιούνται» σε όλη την υφήλιο, ενώ σε περιόδους έντασης, καθένας από τους εμπλεκόμενους μπορεί να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέτωπο στον πλανήτη, με σκοπό να ασκήσει πίεση στη άλλη πλευρά. Τα μέτωπα λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία και αποτελεί κοινό τόπο για τους αναλυτές, ότι η κατάσταση στην ανατολική Ουκρανία συνδέεται με τις εξελίξεις στη Συρία στη ρωσική στρατηγική.
Η ρωσική επέμβαση εκεί και η ενσωμάτωση της Κριμαίας, κλιμάκωσε κάθετα τον οικονομικό πόλεμο, η δε ηρεμία που επικρατεί το τρέχον διάστημα στο μέτωπο αυτό, εξηγείται ως έμμεσο μήνυμα της Μόσχας στην Ουάσιγκτον για διάθεση συνολικής διευθέτησης και αποκλιμάκωσης. Το μεγάλο πρόβλημα εκεί, λόγω των συμβολικών διαστάσεων που έλαβε εκατέρωθεν, είναι η Κριμαία, με τη Ρωσία να διαμηνύει ότι είναι το μόνο θέμα που δεν μπορεί να τεθεί υπό διαπραγμάτευση και τις ΗΠΑ να μην έχουν τη δυνατότητα να το προσπεράσουν, ακόμα και αν το επιθυμούσαν.
Στο πλαίσιο της αξιοποίησης κάθε μετώπου για τη βελτίωση της θέσης ενός εκάστου με αντίστοιχη επιδείνωση της αντίστοιχης του αντιπάλου, εντάσσονται και οι επιδιώξεις της Μόσχας στην περίπτωση της συριακής εμπλοκής, παρότι υπάρχουν κι εκεί στόχοι που θεωρούνται ως στρατηγικοί. Αυτοί είναι από την αποτροπή εκ νέου αναζωπύρωσης σε επικίνδυνο επίπεδο – διότι πάντα σοβούσε – της αστάθειας, συνεπεία της δράσης εξτρεμιστών ισλαμιστών, καθώς χιλιάδες μαχητών προερχόμενων από τις Δημοκρατίες του Καυκάσου θα μπορούσαν να επανακάμψουν ετοιμοπόλεμοι στην περιοχή, μέχρι την αποτροπή απώλειας του τελευταίου πάλαι ποτέ σταθερού προπυργίου πρόσβασης της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή, αυτό της Συρίας.
Σε αυτό το ζήτημα της πρόσβασης σε μια γεωγραφική περιοχή, για παράδειγμα, η ναυτική βάση της Λατάκιας, εξασφαλίζει σε σημαντικό βαθμό την παρουσία του ρωσικού Στόλου στα θερμά νερά της Μεσογείου, καθότι η πρόσβαση στις υπόλοιπες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδος και της Κύπρου, είναι σχεδόν αδύνατη, λόγω της κυριαρχίας της Ατλαντικής Συμμαχίας στη Λεκάνη της Μεσογείου και της κατανοητής απροθυμίας – αδυναμίας ακόμη και των χωρών που δεν είναι μέλη του ΝΑΤΟ, να προσδεθούν στο «άρμα» της Ρωσίας. Ασφαλώς, αποτελεί και «μοχλό» επηρεασμού των μεσανατολικών ισορροπιών.
Εν κατακλείδι, εάν κανείς θυμηθεί την πρόσφατη ιστορία, θα διαπιστώσει ότι μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο υπεράνω όλων στρατηγικός στόχος που τέθηκε, δηλαδή η καταπολέμηση της διεθνούς τρομοκρατίας, οδήγησε σε υποχώρηση της κριτικής που ασκούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες με άξονα τα ανθρώπινα δικαιώματα, σε επικίνδυνα μέτωπα των αντιπάλων, όπως η Τσετσενία για τη Ρωσία και η επαρχία Σινγιάνγκ για την Κίνα, οδηγώντας σε ένα στρατηγικό modus vivendi, το οποίο εξασφάλισε ένα μίνιμουμ συνεννόησης και αποκλιμάκωσης στις σχέσεις των ισχυρών μεταξύ τους.
Χωρίς να υποκρύπτεται ο παραμικρός υπαινιγμός, αναζητείται πλέον ο καταλύτης, που θα οδηγήσει στο ίδιο αποτέλεσμα, την αποκλιμάκωση, ενώ η αναδιάταξη των συνόρων και των ισορροπιών της περιοχής της Μέσης Ανατολής, αποτελεί ταυτόχρονα θανάσιμο κίνδυνο και ευκαιρία.
Θανάσιμο κίνδυνο διότι η κλιμάκωση φέρνει στην επιφάνεια επικίνδυνα σενάρια που φτάνουν μέχρι τη στρατιωτική σύγκρουση. Ευκαιρία, διότι οι ηγεσίες τόσο των ΗΠΑ, όσο και της Ρωσίας, αλλά και της Κίνας, είναι επαρκώς ορθολογιστικές, ώστε να μην επιτρέψουν την υστάτη ώρα να ξεφύγει από τον έλεγχο η σύγκρουση θελήσεων, με στόχο τον πειθαναγκασμό του αντιπάλου.
Αυτό όμως, από ένα σημείο και μετά, δεν αποτελεί παρά ευσεβή πόθο. Κανείς δε δικαιούται να παραγνωρίζει τις καταλυτικές συνέπειες που θα μπορούσε να έχει ένα πιθανό λάθος, μια προβληματική συνεννόηση που θα οδηγήσει σε λανθασμένη «ανάγνωση» των προθέσεων του αντιπάλου, που θα οδηγούσε στην καταστροφή. Η ισορροπία όμως είναι εξαιρετικά λεπτή και όλες οι ηγεσίες οφείλουν να αναζητήσουν τις υποχωρήσεις εκείνες στο πλαίσιο της – αέναης σε κάθε περίπτωση – διαπραγμάτευσης, που θα την αποτρέψουν.
*Ο Ζαχαρίας Μίχας έχει εξειδικευτεί σε θέματα στρατηγικής και είναι Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας.