Η 19η Ιανουαρίου του 2022, ήταν αδιαμφισβήτητα μια Ιστορική μέρα για την Ελλάδα, καθώς η άφιξη των πρώτων 6 Rafale, σήμανε την αρχή του εκσυγχρονισμού των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Εξίσου ιστορική, θα είναι φυσικά και η μέρα άφιξης των φρεγατών Belharra, που θα σημάνει και την αναβάθμιση του Πολεμικού Ναυτικού. Από εκεί και έπειτα όμως, δημιουργείται ένα εύλογο ερώτημα: Ποιο είναι το επόμενο βήμα;
Είναι γεγονός πως τα εξοπλιστικά προγράμματα, αποτέλεσαν μια αναγκαιότητα για τη χώρα. Μετά από σχεδόν δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα είχε ανάγκη την αναβάθμιση των Ενόπλων Δυνάμεών της , για να διατηρήσει την ισορροπία δυνάμεων τόσο στο Αιγαίο όσο και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Όμως, για να είμαστε σε θέση να υπερασπιζόμαστε στο έπακρο τα σύνορά μας και να εξασφαλίζουμε την προστασία των πολιτών, οφείλουμε να αντιληφθούμε το πνεύμα των καιρών.
Ζούμε σε μια εποχή όπου ο τρόπος διεξαγωγής του πολέμου, καθώς και το τι θεωρούμε ως απειλή για τα εθνικά συμφέροντα, αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς. Οι όροι «υβριδικός πόλεμος» και «υβριδικές απειλές» έχουν ενταχθεί στο λεξιλόγιό μας, ειδικά μετά την κρίση στην Κριμαία το 2014. Στην Ελλάδα δε, οι όροι αυτοί έγιναν γνωστοί μετά τα γεγονότα στον Έβρο τον Μάρτιο 2020. Η κρίση στον Έβρο, μας απέδειξε με τον σαφέστερο τρόπο πως η χώρα μας θα πρέπει να είναι σε θέση να ανταποκρίνεται και στις νέες μορφές συγκρούσεων, ο οποίες δεν αντιμετωπίζονται μόνο με τα παραδοσιακά συμβατικά μέσα.
Όσον αφορά το κομμάτι των εξοπλισμών, θα πρέπει να αρχίσει να γίνεται στην Ελλάδα, μια πιο σοβαρή συζήτηση που θα αφορά την παραγωγή και τη χρήση των drones καθώς και την ανάπτυξη anti-drone αμυντικών συστημάτων. Γνωρίζουμε πόσο αποτελεσματική είναι η χρήση των drones στο τακτικό επίπεδο, καθώς και τη ζημία που μπορούν να προκαλέσουν. Αυτό εξάλλου το είδαμε πρόσφατα με τις επιθέσεις στις δεξαμενές πετρελαίου στη Σαουδική Αραβία το 2019 και τη Συρία το 2020. Τα drones θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως μια «έξυπνη» επιλογή, καθώς με ένα σχετικά μικρό κόστος, μπορείς να προκαλέσεις μεγάλη ζημία, ειδικά αν ο στόχος είναι κάποιες από τις υποδομές του αντιπάλου.
Στην Ελλάδα για αρχή, θα μπορούσε να ξεκινήσει η κατασκευή κάποιων drones, ακολουθώντας το πρότυπο του ΑΠΘ, με χρηματοδότηση από τα Υπουργεία Οικονομικών και Αμύνης. Και σε περίπτωση επιτυχίας του προγράμματος, θα μπορούσε να δοθεί το έναυσμα για επέκταση σε άλλους τομείς ή ακόμη και για να τοποθετηθούν οι βάσεις για τη δημιουργία μιας ισχυρής εθνικής αμυντικής βιομηχανίας. Το τελευταίο δυστυχώς, είναι περισσότερο ένας «ευσεβής πόθος» παρά ένα άμεσα υλοποιήσιμο σενάριο. Όμως, από κάπου πρέπει να γίνει η αρχή.
Πέρα από το στρατιωτικό σκέλος, πρέπει να θυμόμαστε πως έχουμε μεταβεί στην εποχή της πληροφορίας. Η συνεχής εξέλιξη της τεχνολογίας καθώς και οι διευκολύνσεις που παρέχει, την έχουν μετατρέψει σε αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Αυτό όμως, μας καθιστά ευάλωτους σε κυβερνοεπιθέσεις. Μια κυβερνοεπίθεση μπορεί απλώς να στοχεύει στο να περάσει ένα μήνυμα, να προκαλέσει ή να εκφοβίσει. Στο παρελθόν, έχουν υπάρξει περιστατικά όπου τα επίσημα site υπουργείων ή profile επιφανών πολιτικών στα κοινωνικά δίκτυα έχουν «χακαριστεί».
Υπάρχουν όμως πολύ χειρότερα σενάρια, που ξεφεύγουν από τη σχετικά «αθώα» πράξη του να ρίξει κάποιος έναν διαδικτυακό ισότοπο. Ας προσπαθήσουμε να κάνουμε εικόνα, το χάος που θα επικρατούσε στο κέντρο της Αθήνας, αν κάποιος κατάφερνε να διεισδύσει στο κυκλοφοριακό δίκτυο και καθήλωνε όλες τις συγκοινωνίες, από τα φανάρια στους δρόμους, μέχρι τους συρμούς του μετρό και του ηλεκτρικού. Το εν λόγω παράδειγμα, μπορεί να φαίνεται σαν ένα σενάριο βγαλμένο από ταινία επιστημονικής φαντασίας, αλλά στην πραγματικότητα, αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους φόβους για τις πολιτικές και στρατιωτικές ελίτ ισχυρών κρατών, όπως οι ΗΠΑ.
Ίσως το χειρότερο δυνατό σενάριο για μια χώρα, θα ήταν ο συνδυασμός μιας κυβερνοεπίθεσης στο δίκτυο τηλεπικοινωνιών μαζί με μια στρατιωτική εισβολή. Αυτή την τακτική, τη χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά οι Ρώσοι κατά την εισβολή στη Γεωργία το 2008. Και για να το συνδέσουμε με τα δικά μας, ας φανταστούμε τα γεγονότα στον Έβρο, χωρίς να είναι δυνατή η επικοινωνία και ο συντονισμός των ελληνικών δυνάμεων. Γίνεται εύκολα αντιληπτό πως το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι πολύ διαφορετικό.
Η αλήθεια είναι, πως μέχρι στιγμής, η Τουρκία δεν έχει δείξει πως έχει την ικανότητα να κάνει μεγάλης έκτασης κυβερνοεπιθέσεις όπως έκανε η Ρωσία στη Γεωργία και την Εσθονία. Αυτό όμως δεν πρέπει να λειτουργήσει ως εφησυχασμός. Η Ελλάδα, πέρα από τις εξοπλιστικές δαπάνες, πρέπει να μεριμνήσει και για αυτό που ονομάζουμε στη στρατηγική ως «Ανθεκτικότητα» (Resilience).
Με άλλα λόγια, πρέπει να είμαστε βέβαιοι πως οι βασικές υποδομές της χώρας, θα μπορούν να παραμείνουν λειτουργικές, ακόμη και στο σενάριο μιας εισβολής. Εξάλλου, αν αποδείξουμε πως οι υποδομές μας μπορούν να αντέξουν μια κυβερνοεπίθεση, θα έχουμε παράλληλα ενισχύσει και την αποτρεπτική μας ισχύ.
*Ο Θεόδωρος Γιαννόπουλος είναι τεταρτοετής φοιτητής του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς.