Η Κρίση των Ιμίων τον Ιανουάριο του 1996 αποτελεί ένα εξαιρετικά κρίσιμο γεγονός που σηματοδότησε τον σταδιακό μετασχηματισμό και την επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων με την υιοθέτηση από την Άγκυρα της στρατηγικής της έντασης ως κύριο εργαλείο εξωτερικής πολιτικής απέναντι στην Αθήνα.
Έκτοτε, λοιπόν, η τουρκική εξωτερική πολιτική έχει μετατρέψει την επιδίωξη για ειρήνη και ασφάλεια στο Αιγαίο και τη νοτιοανατολική πτέρυγα της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας σε μια σύγκρουση για κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα σε θαλάσσιες ζώνες, που διευρύνθηκε με το αφήγημα των «γκρίζων ζωνών» και την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε νησιά του Αιγαίου. Μάλιστα, λίγους μήνες μετά τα Ίμια, η Τουρκία αμφισβήτησε ακόμη και την ελληνική κυριαρχία στη Γαύδο, ζητώντας την εξαίρεσή της από τη νατοϊκή άσκηση Dynamic Mix 1996.
Σε αυτό το πλαίσιο της στρατηγικής της έντασης, το καθεστώς Ερντογάν ανταγωνίζεται τους πολιτικούς αντιπάλους του εντός της Τουρκίας πλειοδοτώντας σε αναθεωρητισμό και διεκδικήσεις απέναντι στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα εργαλειοποιεί τα εγχώρια ΜΜΕ που στη μεγάλη τους πλειοψηφία είναι ελεγχόμενα και διαμορφώνουν το πολιτικό κλίμα και την κοινή γνώμη. Ξαφνικά, λοιπόν, δημοσιογράφοι και αναλυτές αναλώνονται καθημερινά σε αναλύσεις των τουρκικών διεκδικήσεων απέναντι στην Ελλάδα, ο θόρυβος των οποίων είναι αντιστρόφως ανάλογος της βασιμότητάς τους.
Αυτή τη φορά, το μοτίβο της έντασης περιλαμβάνει τον ισχυρισμό, ότι υπάρχουν νησιά στο Αιγαίο που δόθηκαν στην Ελλάδα με τις Συνθήκες της Λωζάννης (1923) και του Παρισιού (1947) με την προϋπόθεση της αποστρατιωτικοποίησης. Με άλλα λόγια, το καθεστώς Ερντογάν επιχειρεί ενόψει εκλογών να πείσει τον τουρκικό λαό πως:
α) η Ελλάδα είναι απειλή για την Τουρκία, επειδή παραβιάζει κάποια υποτιθέμενη συμβατική υποχρέωση για αποστρατιωτικοποίηση νησιών του Αιγαίου, και
β) η συμμόρφωση με τη νομιμότητα, όπως την φαντασιώνεται το καθεστώς στην Άγκυρα, οδηγεί στην αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών, και σε διαφορετική περίπτωση στην επιστροφή τους στην Τουρκία. Βέβαια, όλα αυτά θα ήταν απλά γραφικά, αν προορίζονταν μόνο για εσωτερική πολιτική κατανάλωση και για την πολιτική επιβίωση του καθεστώτος Ερντογάν.
Ωστόσο, η Άγκυρα έχει ήδη διεθνοποιήσει τις παντελώς αβάσιμες ονειρώξεις της με την αποστολή επίσημων επιστολών προς τα Ηνωμένα Έθνη. Σε αυτό το σημείο πρέπει να απαντήσουμε σε δύο ερωτήματα: πρώτον, γιατί είναι αβάσιμες οι τουρκικές αιτιάσεις/διεκδικήσεις και δεύτερον, τι επιδιώκει πραγματικά εφόσον αυτές είναι αβάσιμες.
Το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης νησιών στο Αιγαίο απασχόλησε τόσο τη Συνθήκη της Λωζάννης όσο και τη Συνθήκη του Παρισιού. Πιο συγκεκριμένα, η Σύμβαση της Λωζάννης για τα Στενά είχε επιβάλει ένα καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης για τα Στενά, δηλαδή, τον Ελλήσποντο, τη Θάλασσα του Μαρμαρά και τον Βόσπορο, στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν και τα νησιά που βρίσκονται στην έξοδο των Στενών, δηλαδή, η Ίμβρος, η Τένεδος και τα νησιά Λαγούσες που αποδόθηκαν στην Τουρκία και η Λήμνος και η Σαμοθράκη που περιήλθαν στην κυριαρχία της Ελλάδας.
Συνεπώς, δεν υφίστατο κάποια μονομερής υποχρέωση αποστρατιωτικοποίησης που βάρυνε μόνο την Ελλάδα, ούτε κάποια μορφή αιρεσιμότητας που εξαρτούσε την ελληνική κυριαρχία στη Λήμνο και τη Σαμοθράκη από τη συμμόρφωση της Αθήνας με την υποχρέωση της αποστρατιωτικοποίησης των δύο νησιών.
Αντίθετα, η Σύμβαση της Λωζάνης για τα Στενά διαμόρφωσε ένα καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης που εγγυόταν την ελεύθερη ναυσιπλοΐα στα Στενά και βάρυνε πρωτίστως την Τουρκία. Άλλωστε, οι νικήτριες ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν κάθε λόγο να διαμορφώσουν ένα καθεστώς ελέγχου των Στενών και αποψίλωσης της τουρκικής κυριαρχίας σε αυτά, καθώς ήταν νωπή η αποτυχημένη εκστρατεία της Αντάντ στην Καλλίπολη, ενώ παράλληλα χρειάζονταν την άμεση και ακώλυτη πρόσβαση στον Εύξεινο Πόντο για να αναχαιτίσουν τον σοβιετικό επεκτατισμό.
Ωστόσο, μερικά χρόνια αργότερα και σε μία ένα πολύ διαφορετική διεθνή συγκυρία, η Τουρκία κατάφερε να πείσει τα υπόλοιπα συμβαλλόμενα κράτη στη Σύμβαση της Λωζάννης για τα Στενά, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, ώστε να αναθεωρηθεί το καθεστώς της μειωμένης τουρκικής κυριαρχίας στα Στενά. Έτσι, η Σύμβαση του Μοντραί (1936) αντικατέστησε τη Σύμβαση της Λωζάννης για τα Στενά και κατήργησε την υποχρέωση αποστρατιωτικοποίησης στο σύνολό της, συνεπώς και για την Λήμνο και τη Σαμοθράκη, το καθεστώς των οποίων ήταν συνδεδεμένο με αυτό των υπολοίπων τουρκικών νησιών και των Στενών.
Με άλλα λόγια, από το 1936 κι έπειτα, το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης για τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη δεν υφίσταται. Ένα μόνο παράδειγμα που καταδεικνύει την αβασιμότητα των τουρκικών ισχυρισμών, είναι το γεγονός ότι έχουν χρησιμοποιηθεί νατοϊκά κονδύλια για την κατασκευή του στρατιωτικού αεροδρομίου της Λήμνου.
Περαιτέρω, η Συνθήκη της Λωζάννης εισάγει για την Ελλάδα ρητούς περιορισμούς για την στρατιωτική αξιοποίηση της Λέσβου, της Χίου, της Σάμου και της Ικαρίας. Δεν πρόκειται για υποχρέωση πλήρους αποστρατιωτικοποίησης, αλλά για συγκεκριμένους περιορισμούς που συνοψίζονται ως εξής: α) απαγόρευση κατασκευής ναυτικών βάσεων και οχυρωματικών έργων, β) απαγόρευση υπέρπτησης ελληνικών αεροσκαφών πάνω από τα μικρασιατικά παράλια και τουρκικών αεροσκαφών πάνω από αυτά τα τέσσερα νησιά, και γ) παρουσία στρατιωτικού και αστυνομικού προσωπικού που φυσιολογικά απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Προφανώς, οι παραπάνω περιορισμοί δεν συνεπάγονται την αποστρατιωτικοποίηση των τεσσάρων νησιών. Ούτε και αποτελούν προϋπόθεση για την ελληνική κυριαρχία σε αυτά. Μάλιστα, αν προσθέσουμε και ορισμένα αντικειμενικά δεδομένα, όπως η τουρκική εισβολή το 1974 και η συνεχιζόμενη κατοχή της Κύπρου, η δημιουργία της Στρατιάς του Αιγαίου το 1975, το casus belli της 8ης Ιουνίου 1995 και οι διαρκείς υπερπτήσεις της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας πάνω από αυτά τα νησιά, τότε δημιουργούνται ικανές προϋποθέσεις που ανατρέπουν τις περιστάσεις υπό τις οποίες συμφωνήθηκαν οι παραπάνω περιορισμοί, και προσφέρουν στην Ελλάδα βάσιμα επιχειρήματα που της επιτρέπουν, εντός των ορίων της διεθνούς νομιμότητας, να προετοιμάσει την άμυνά της στα νησιά αυτά, ως αναλογικό αντίμετρο στην υπαρκτή απειλή χρήσης ένοπλης βίας από την Άγκυρα.
Τέλος, η Συνθήκη Ειρήνης του Παρισιού, με την οποία τα Δωδεκάνησα περιήλθαν στην Ελλάδα από την Ιταλία, θεμελίωσε την υποχρέωση αποστρατιωτικοποίησής τους. Επρόκειτο για απαίτηση της Σοβιετικής Ένωσης, καθώς η Μόσχα αναζητούσε την απρόσκοπτη πρόσβασή της στη Μεσόγειο, και η αποστρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων εξυπηρετούσε τις στοχεύσεις της.
Η δε αποστρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων, ήταν μέρος ενός ευρύτερου πλέγματος αποστρατιωτικοποιήσεων ηπειρωτικών και νησιωτικών εδαφών στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο που ικανοποιούσε την ανένδοτη διαπραγματευτική στάση της Μόσχας.
Έκτοτε, μετά τη δημιουργία του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας και φυσικά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, καμία χώρα από όσες υπείχαν υποχρέωση αποστρατιωτικοποίησης εδαφών τους δεν συμμορφώνεται πλέον με τις κείμενες διατάξεις. Πρόκειται για υποχρεώσεις που έχουν ξεπεραστεί από τις εξελίξεις, με τη συναίνεση, ρητή ή σιωπηρή, όλων των συμβαλλομένων πλευρών στη Συνθήκη Ειρήνης του Παρισιού. Επομένως, η σχετική υποχρέωση έχει εξαλειφθεί και για την Ελλάδα εδώ και πολλές δεκαετίες. Η δε Τουρκία, δεν είναι συμβαλλόμενο κράτος στη Συνθήκη Ειρήνης του Παρισιού, καθώς ακολούθησε την πολιτική του επιτήδειου ουδέτερου στον Β’ ΠΠ, και επομένως δεν έχει έννομο συμφέρον να εγείρει ενστάσεις και να διαμαρτύρεται για υποτιθέμενες παραβιάσεις της Συνθήκης από την Αθήνα.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η άσκηση της ελληνικής κυριαρχίας στη Λήμνο, τη Σαμοθράκη, τη Λέσβο, τη Χίο, τη Σάμο, την Ικαρία και τα Δωδεκάνησα δεν τέθηκε ποτέ κάτω από την αίρεση της συμμόρφωσης της Αθήνας με κάποια άλλη προϋπόθεση. Πολύ δεν περισσότερο, όλα τα ζητήματα ρύθμισης της στρατιωτικής παρουσίας της Ελλάδας στα παραπάνω νησιά, έχουν επιλυθεί με και χωρίς την παρουσία της Τουρκίας.
Επιπλέον, οι διεθνείς συμφωνίες που αφορούν σε σύνορα, δεν ανατρέπονται μονομερώς, και τα σύνορα διαμορφώνουν ένα αντικειμενικό καθεστώς που δεν υπόκειται σε εξαρτήσεις ή προϋποθέσεις. Αν συνέβαινε το τελευταίο, δηλαδή αν υπήρχαν εξαρτήσεις ή προϋποθέσεις, τότε μόνο θα υπήρχε χώρος για συζήτηση των τουρκικών ενστάσεων.
Ωστόσο, η Άγκυρα επιμένει στο υποτιθέμενο ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης των παραπάνω νησιών, διότι είναι συνεπής στην πολιτική της αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας και στη διεύρυνση της ατζέντας των ελληνοτουρκικών διαφορών. Παράλληλα, η εμμονή στην αποστρατιωτικοποίηση αναδεικνύει την επιδίωξη ενός καθεστώτος μειωμένης κυριαρχίας σε αυτά τα νησιά, ώστε να προωθήσει τις διεκδικήσεις για μεγαλύτερες θαλάσσιες ζώνες στο Αιγαίο και τη de facto δορυφοροποίηση των συγκεκριμένων νησιών στο πλαίσιο του αφηγήματος της «Γαλάζιας Πατρίδας».
Πέραν τούτων, η Άγκυρα αμφισβητεί γενικά την κυριαρχία νησιών στο Αιγαίο, προβάλλοντας το νεφελώδες επιχείρημα της μη ονομαστικής συμπερίληψής τους στις διεθνείς συμφωνίες που προσδιόρισαν το καθεστώς τους. Βέβαια, το γεγονός ότι δεν αναφέρονται ονομαστικά όλα τα νησιά, οφείλεται στην πρακτική εκείνης της εποχής που συνάφθηκαν οι σχετικές συμφωνίες, καθώς ονομαστική αναφορά γινόταν μόνο στα μεγάλα νησιά και εκείνα που είχαν στρατιωτική αξία, τα δε μικρότερα νησιά, οι νησίδες και οι βράχοι θεωρούνταν αναπόσπαστα τμήματα των μεγαλύτερων, και συνεπώς αντιμετωπίζονταν ως ενότητα.
Πάντως, η θεωρία των «γκρίζων ζωνών» μοιάζει με ακορντεόν, που ήδη την επομένη της Κρίσης των Ιμίων, ανεβοκατεβάζει τον αριθμό των νησιών που διεκδικεί η Τουρκία, ανάλογα με την πλειοδοσία στην οποία εμπλέκεται ο εκάστοτε τούρκος αξιωματούχος. Το ανατολίτικο παζάρι που έχει στήσει η Άγκυρα ξεκινά από μερικές δεκάδες νησιά και φθάνει σχεδόν τα χίλια, σύμφωνα με την πρώην Πρωθυπουργό Τανσού Τσιλέρ, αφού επί των ημερών της αμφισβητήθηκε ακόμα και η ελληνική κυριαρχία στη Γαύδο.
Και σε αυτή την περίπτωση, οι διεθνείς συνθήκες είναι παραπάνω από σαφείς, και δεν επιτρέπουν παρανοήσεις ή «γκριζάρισμα». Η Συνθήκη της Λωζάννης επιβεβαιώνει την ελληνική κυριαρχία σε όλα τα νησιά του Αιγαίου εκτός από την Ίμβρο, την Τένεδο και τα νησιά Λαγούσες που βρίσκονται στην είσοδο των Στενών και επισημαίνει ότι η τουρκική κυριαρχία εκτείνεται μόνο σε νησιά, νησίδες και βράχους που βρίσκονται σε απόσταση 3 ναυτικών μιλίων από τις τουρκικές ηπειρωτικές ακτές, εκτός αν υπάρχει αντίθετη διάταξη.
Επιπλέον, με τη Συνθήκη της Λωζάννης η Τουρκία παραιτήθηκε από την κυριαρχία της στα Δωδεκάνησα, τα οποία αποδόθηκαν στην Ιταλία, και η κυριαρχία της Άγκυρας σε νησιά νησίδες και βράχους περιορίστηκε με βάση τον κανόνα των τριών ναυτικών μιλίων από τις τουρκικές ηπειρωτικές ακτές.
Αργότερα, τα δύο κράτη προσδιόρισαν επακριβώς την κυριαρχία και τα σύνορά τους στα Δωδεκάνησα, ενώ με τη Συνθήκη Ειρήνης του Παρισιού αυτά περιήλθαν στην Ελλάδα από την Ιταλία. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει κανένα έλλειμμα ή παράλειψη αναφορικά με την ελληνική κυριαρχία στα Δωδεκάνησα, καθώς η Ελλάδα υπεισήλθε ως διάδοχο κράτος στη θέση της Ιταλίας.
Συνολικά ιδωμένη, η αβασιμότητα των τουρκικών διεκδικήσεων, τόσο των έμμεσων (αποστρατιωτικοποίηση) όσο και των άμεσων (γκρίζες ζώνες) μοιάζει με κακογραμμένο και μη-προβιβάσιμο γραπτό σε εξετάσεις του μαθήματος «Διεθνές Δίκαιο». Όμως αυτό καθόλου δεν ενοχλεί την Άγκυρα, εφόσον ο πάγιος αναθεωρητισμός της προϋποθέτει ακριβώς την ανατροπή της διεθνούς νομιμότητας είτε με τη χρήση ήπιας ισχύος είτε με εξαναγκαστική διπλωματία είτε ακόμη και με την απειλή ή τη χρήση ένοπλης βίας.
Σε κάθε περίπτωση, ο τουρκικός αναθεωρητισμός θα προβάλλεται με κάθε διαθέσιμο μέσο εκτός Τουρκίας χρησιμοποιώντας πάντα την επίκληση στη διεθνή νομιμότητα, ακόμη κι αν αυτή προϋποθέτει ακραίες ή αβάσιμες ερμηνείες των κανόνων του διεθνούς δικαίου.
Διότι εκείνο που ενδιαφέρει την Άγκυρα, είναι να δημιουργήσει «κλίμα» και να «διαφωτίσει» τους τρίτους για «τα δίκαιά της», οι οποίοι φυσικά δεν είναι εξοικειωμένοι με το νομικό υπόβαθρο των τουρκικών διεκδικήσεων. Συνεπώς, είναι σημαντικό και επείγον για την Αθήνα να αντιμετωπίσει αυτή την τουρκική τακτική με κάθε πρόσφορο μέσο. Η επίδειξη χαρτών που συνοψίζουν τον τουρκικό αναθεωρητισμό είναι μια τέτοια ενέργεια. Ομοίως και η διαρκής και υπόρρητη ταύτιση του ρωσικού με τον τουρκικό αναθεωρητισμό.
Ωστόσο, όπως φαίνεται, το καλοκαίρι πως θα αντιμετωπίσουμε σειρά εντάσεων και προκλήσεων, με βασική πλατφόρμα την έμμεση και άμεση αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε νησιά στο Αιγαίο. Η Άγκυρα θα εντείνει τη συζήτηση για αποστρατιωτικοποίηση και για νησιά που ανέκαθεν ήταν δικά της, υιοθετώντας ουσιαστικά τη ρητορική Πούτιν στην περίπτωση της Ουκρανίας.
Θα συνεχίσει να στέλνει καραβιές απελπισμένων ανθρώπων για να δικαιολογεί αποστολές έρευνας και διάσωσης σε περιοχές που η Αθήνα ασκεί αυτά τα διοικητικά καθήκοντα, και θα παρομοιάζει τη μεταχείριση των εργαλειοποιημένων μεταναστευτικών ροών από τις ελληνικές αρχές με τους ναζί του Γ’ Ράιχ, υιοθετώντας και πάλι την πεπατημένη της Μόσχας.
Φυσικά, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τουρκική έρευνα ή γεώτρηση στο Κεντρικό Αιγαίο δίπλα σε ένα ελληνικό νησί την κυριαρχία του οποίου αμφισβητεί, ή νότια της Κρήτης, σε ζώνη της Λιβύης που έχει οριοθετηθεί με το παράνομο κι ανυπόστατο τουρκολιβυκό μνημόνιο, επιχειρώντας έτσι να δημιουργήσει τετελεσμένα που θα οδηγούσαν σε στρατιωτική κλιμάκωση. Σε μια τέτοια περίπτωση, οποιαδήποτε πυροσβεστική διαμεσολάβηση «τύπου Ιμίων» θα μπορούσε να οδηγήσει με συνυποσχετικό στη Χάγη ακόμη και για ζήτημα κυριαρχίας κάτω από την πίεση άλλων κυβερνήσεων.
Τέλος, ένα θερμό επεισόδιο ή έστω η απειλή σύρραξης με τα πολεμικά πλοία των δύο χωρών αναπτυγμένα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο είναι ένα σενάριο, το πολιτικό και οικονομικό κόστος του οποίου μπορεί -και το έχει αποδείξει- να αντέξει η Άγκυρα. Το ερώτημα είναι, αν εμείς μπορούμε να ισορροπήσουμε αποτελεσματικά ανάμεσα στον ρόλο του πυλώνα της ειρήνης και της σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο και την υπεράσπιση και προστασία της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας μας.
Διότι σε διαφορετική περίπτωση, δεν πρέπει να επιτρέψουμε την επανάληψη όσων συνέβησαν τον Ιανουάριο του 1996. Ειδικά σήμερα, που η ρωσική επίθεση στην Ουκρανία δημιουργεί ευκαιρίες και προσφέρει «μεγάλη αναταραχή» και συνεπώς «θαυμάσια κατάσταση» και για άλλους αναθεωρητισμούς.