Το ερχόμενο Σάββατο (20/07), συμπληρώνεται μισός αιώνας από τη βάρβαρη εισβολή του «Αττίλα» στην Κύπρο, με άμεση συνέπεια την παράνομη κατοχή του 36,3% του νησιού από την Τουρκία, και τον εκτοπισμό 120.000 Κυπρίων από τα κατεχόμενα εδάφη προς τις ελεύθερες περιοχές.
Οι ιστορίες εκείνων των ημερών, είναι ενδεικτικές της κατάστασης χάους που επικράτησε τις πρώτες ώρες της εισβολής. Λαμβάνοντας κανείς υπ' όψιν το αποτέλεσμα, θα μπορούσε να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι η τουρκική αποβατική επιχείρηση ήταν καλά σχεδιασμένη. Στην πραγματικότητα η ιστορία που ακολουθεί, δείχνει ότι και οι Τούρκοι είχαν βασικές ελλείψεις στον σχεδιασμό τους, κάτι που φανερώνει με ακόμα πιο έντονο τρόπο την ένδεια στρατιωτικής οργάνωσης της Χούντας του Ιωαννίδη.
Η πραγματικότητα είναι πως οι δυνάμεις που κλήθηκαν να υπερασπιστούν το νησί τις πρώτες ώρες της εισβολής (Εθνική Φρουρά - ΕΛΔΥΚ) είχαν στη διάθεσή τους λιγοστά μέσα, ενώ την ίδια στιγμή υπήρχε παντελής απουσία οργανωμένης κρατικής πρωτοβουλίας από την πλευρά της Ελλάδας, που πέντε ημέρες νωρίτερα είχε διαθέσει το σύνολο των δυνάμεων που υπήρχαν στην Κύπρο, για την ανατροπή του Μακαρίου.
Το αντιτορπιλικό «Κοτζάτεπε» (D354) στο λιμάνι της Μερσίνας στις 16 Ιουλίου 1974.
AP/Max Nash
Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ξεκίνησε τα ξημερώματα του Σαββάτου 20 Ιουλίου 1974.
Μια ημέρα μετά την εκδήλωση της εισβολής, στις 21 Ιουλίου, και λίγες ώρες πριν κηρυχθεί εκεχειρία, ανάμεσα στις ναυτικές τουρκικές μονάδες που συμμετείχαν στις επιχειρήσεις, ήταν και τρία αντιτορπιλικά πλοία, το «Κοτζάτεπε», το «Μ. Φεβζί Τσακμάκ» και το «Αντάτεπε».
Τα συγκεκριμένα πλοία βομβάρδιζαν παράκτιους στόχους, προστατεύοντας τα αποβατικά σκάφη και παρέχοντας πυρά υποστήριξης στα αποβατικά τμήματα πεζικού που επιχειρούσαν ήδη στην ακτή, στην περιοχή της Κερύνειας από την προηγούμενη ημέρα.
Τα τρία αντιτορπιλικά με διοικητή τον πλοίαρχο, Ιρφάν Τινάζ, σταμάτησαν τον επάκτιο βομβαρδισμό και κατευθύνθηκαν δυτικά, κατά μήκος της βόρειας Κυπριακής ακτής, προκειμένου να αντιμετωπίσουν υποτιθέμενη ελληνική νηοπομπή που αποτελούταν από 8-9 πλοία, τα οποία μετέφεραν στρατό και υλικό που έσπευδε από την Ελλάδα προς ενίσχυση της Κύπρου.
Τα 3 τουρκικά αντιτορπιλικά έφθασαν στις 12 το μεσημέρι στο ακρωτήριο Αρβανίτης, το δυτικότερο σημείο της Βόρειας Κυπριακής ακτής και έστρεψαν προς νότο για να έλθουν σε οπτική επαφή με την υποτιθέμενη ελληνική νηοπομπή.
Οι Τούρκοι αξιωματικοί, παρόλο του ότι δεν υπήρχαν ελληνικά πλοία στην περιοχή, ανέφεραν επίθεση από τρία ελληνικά περιπολικά και ότι βύθισαν δύο από αυτά. Επιπλέον, κανένα από τα τρία πλοία δεν μπόρεσε να εντοπίσει κάποια νηοπομπή και ύστερα από ενδελεχή έρευνα, το μόνο που εντοπίστηκε ήταν τρία εμπορικά πλοία.
Τα αντιτορπιλικά ζήτησαν από τουρκικά αναγνωριστικά αεροσκάφη που πετούσαν στην περιοχή να αναφέρουν ό,τι έβλεπαν. Τα αναγνωριστικά, γρήγορα κατάλαβαν ότι επρόκειτο για εμπορικά πλοία που δεν είχαν καμιά σχέση με τη νηοπομπή.
Η Άγκυρα, όμως, ήθελε επειγόντως μία σημαντική ναυτική επιτυχία και αποφάσισε να επιτεθεί με την αεροπορία της.
Το μεσημέρι της 21ης Ιουλίου, τρία σμήνη της τουρκικής αεροπορίας, (συνολικά 48 αεροσκάφη), είχαν απογειωθεί με σκοπό να επιτεθούν κατά της «ελληνικής νηοπομπής». Ήταν τα σμήνη 181 από την Αττάλεια, 141 από το Μούρτεντ και 111 από το Εσκί Σεχίρ.
Σκάφη της τουρκικής ακτοφυλακής στο λιμάνι της Μερσίνας στις 16 Ιουλίου 1974.
AP/Max Nash
Η επίθεση
Το πρώτο σμήνος εντόπισε τρία πολεμικά πλοία που ήταν τα τουρκικά αντιτορπιλικά.
Αμέσως τα αεροσκάφη επιτέθηκαν με ρουκέτες, ενώ τα πολεμικά πλοία απάντησαν με σφοδρά αντιαεροπορικά πυρά.
Πρώτο το «Κοτζάτεπε» δέχθηκε πλήγμα από ρουκέτα που κατέστρεψε το κέντρο επιχειρήσεών του, ενώ η Άγκυρα ειδοποιήθηκε με ραδιοτηλέφωνο, ότι τα επιτιθέμενα αεροσκάφη ήταν, πιθανώς, τουρκικά.
Ακολούθησε καταιγισμός πυρών από την τουρκική αεροπορία με αποτέλεσμα να βυθισθεί από τουρκικά πυρά το «Κοτζάτεπε» (KOTZATEPE D354) στις 22:00 το βράδυ της 21ης Ιουλίου με αποτέλεσμα 13 αξιωματικοί και 64 ναύτες να χάσουν τη ζωή τους.
Μάλιστα, για ανεξήγητο μέχρι σήμερα λόγο, η τουρκική αεροπορία παρ' όλο που είχε επιφέρει καίρια πλήγματα στο Κοτζάτεπε, δεν στράφηκε κατά των άλλων δυο πλοίων, αλλά προτίμησε να αποτελειώσει και να βυθίσει το πρώτο.
Η εξήγηση που δόθηκε αργότερα για το συμβάν ήταν πως τα υποτιθέμενα ελληνικά πλοία είχαν υψώσει για αντιπερισπασμό τουρκικές σημαίες στους ιστούς τους.
Τα υπόλοιπα δύο τουρκικά πλοία, «Μ.Φεβζί Τσακμάκ» και «Αντάτεπε», υπέστησαν σοβαρές ζημιές, με αποτέλεσμα να τεθούν εκτός υπηρεσίας για πολλούς μήνες.
Σημειώνεται πως κυβερνήτης του Κοτζάτεπε ήταν ο αντιπλοίαρχος, Γκιουβέν Έρκαγια, ο οποίος ως ναύαρχος στην κρίση των Ιμίων το 1996, είχε εμπλακεί ενεργά προκειμένου να αποκλιμακωθεί η κρίση, ερχόμενος μάλιστα και σε κόντρα με την τότε πρωθυπουργό, Τανσού Τσιλέρ.
Oβίδες σκάνε στη θάλασσα ανοιχτά της Κερύνειας, καθώς τουρκικά πλοία και αποβατικά σκάφη ετοιμάζονται να αποβιβάσουν στρατιώτες και εξοπλισμό κατά τη διάρκεια της εισβολής στις 20 Ιουλίου 1974. AP
Ενδεικτικό του ότι η Τουρκία ήθελε να κερδίσει και τον «πόλεμο» των εντυπώσεων είναι η ανακοίνωση που εξέδωσε για το συμβάν το γραφείο δημοσίων σχέσεων και Τύπου, του γενικού επιτελείου Εθνικής Αμύνης στην Άγκυρα, την επόμενη ημέρα, 22 Ιουλίου.
«Παρ' όλες τις φιλικές προειδοποιήσεις οι οποίες συνεχώς εκδίδονταν μέχρι σήμερα το απόγευμα, μία μεγάλη ελληνική αποβατική νηοπομπή, συνοδευόμενη από ελληνικά πολεμικά αεροσκάφη, κατόρθωσε να διεισδύσει στην περιοχή η οποία είχε κηρυχθεί απαγορευμένη από της εσπέρας της 20ής Ιουλίου, και να καταπλεύσει στις 16:00, στα ανοικτά της Πάφου. Η νηοπομπή απήντησε με πυκνά πυρά στις προειδοποιήσεις της αεροπορίας μας και του ναυτικού μας και άρχισε να αποβιβάζει στρατεύματα στην Πάφο. Η αποβίβαση απετράπη μετά από επιθέσεις της τουρκικής αεροπορίας στον λιμένα της Πάφου. Οι επιθέσεις της αεροπορίας μας προξένησαν βαριές απώλειες στα πολεμικά και τα αποβατικά μέσα των Ελλήνων».
Το παραπάνω περιστατικό, φανερώνει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο πως και οι Τούρκοι, τουλάχιστον τις πρώτες ώρες της εισβολής, δεν είχαν σαφή εικόνα της τακτικής κατάστασης, γεγονός που ενδυναμώνει περισσότερο τον ισχυρισμό πως εάν από την πλευρά της Αθήνας υπήρχε στοιχειώδης στρατιωτική οργάνωση, τα πράγματα στην Κύπρο ίσως να ήταν εντελώς διαφορετικά.