Του Ιπποκράτη Δασκαλάκη*
Η θλιβερή επέτειος των Ιμίων δίνει την ευκαιρία για αναμόχλευση των γεγονότων της περιόδου εκείνης και τη συγγραφή διαφόρων κειμένων που προσπαθούν να προσεγγίσουν, αναλύσουν και καταλήξουν σε εφαρμόσιμα συμπεράσματα για τη χάραξη της εθνικής στρατηγικής. Παρά την πληθώρα των δημοσιευμάτων που εξετάζουν τα συμβάντα, τα διλλήματα, τις αποφάσεις και τις αδυναμίες που παρουσιαστήκαν, υπάρχουν ακόμη και σήμερα αρκετά σκοτεινά σημεία. Το δε «σύνδρομο των Ιμίων» εξακολουθεί, 23 χρόνια μετά, να κατατρέχει τις πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες ενώ έχει συνδεθεί στις μνήμες του ελληνικού λαού με την απώλεια 3 στελεχών των ενόπλων δυνάμεων, με μια ταπεινωτική υποχώρηση και με μια πρωτοφανή επιτυχημένη αμφισβήτηση εθνικού εδάφους. Διορθωτικές ενέργειες ελήφθησαν, σε πολλά επίπεδα, αμφιλεγόμενες και μη, περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένες, με ή χωρίς συνέχεια.
Παρά ταύτα, είναι αρκετά συνηθισμένη η επωδός ότι «δεν διδαχθήκαμε τίποτα από την κρίση των Ιμίων». Είναι αλήθεια, ότι ο ελληνικός λαός, εξ ιδιοσυγκρασίας, αρέσκεται στις υπερβολές. Μπορεί όμως πράγματι να μην έχουμε διδαχθεί όσα θα έπρεπε από τα γεγονότα της εποχής εκείνης ή ακόμη να αποτύχαμε να εφαρμόσουμε με συνέπεια τις αναγκαίες διορθωτικές ενέργειες. Αντιπαραγωγικό όμως είναι και να εστιάζουμε μονομερώς στα συμπεράσματα της εποχής εκείνης αδυνατώντας να αντιληφθούμε τις αλλαγές των περιστάσεων και καθυστερώντας να τροποποιήσουμε ανάλογα τα σχέδια και τις ικανότητες αντίδρασης. Παράλληλα, πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος της ασυμμετρίας των στόχων της εθνικής μας στρατηγικής με τα μέσα που διαθέτουμε και κατά συνέπεια με το κόστος και ρίσκο που θέλουμε να αναλάβουμε.
Η δυσμενής για εμάς εξέλιξη της κρίσεως των Ιμίων υπήρξε αποτέλεσμα μιας σειράς άτυχων επιλογών που εξελίχθησαν σε βάθος χρόνου και κορυφωθήκαν τις τελευταίες κρίσιμες ώρες με σοβαρές δυσλειτουργίες στο ανώτατο επίπεδο χειρισμού κρίσεων αλλά και με τυχαία περιστατικά που ευνόησαν τον αντίπαλο.
Θα προσπαθήσω σήμερα να προσεγγίσω την κρίση των Ιμίων στη βάση ενός φανταστικού σεναρίου που περιγράφει μια επιτυχή για την Ελλάδα εξέλιξη των γεγονότων τότε. Μια ευνοϊκή εξέλιξη θα μπορούσε να προέλθει από την αδυναμία-αποτυχία των τούρκων καταδρομέων να ανέλθουν στην αφύλακτη νησίδα, ως αποτέλεσμα ενός επιτυχούς ναυτικού αποκλεισμού ή κατόπιν μιας χαμηλής έντασης σύγκρουσης με ολιγάριθμες ανθρώπινες απώλειες. Ένα πιο δραματικό σενάριο θα μπορούσε να συμπεριλάβει την ευρεία τοπική αεροναυτική σύγκρουση με επικράτηση των ημετέρων δυνάμεων και σημαντικές απώλειες για την Τουρκία.
Οι παραπάνω φανταστικές εξελίξεις και ειδικά η τελευταία, κατά την εκτίμηση αρκετών αναλυτών, θα σηματοδοτούσαν μια σοβαρή αναδίπλωση της τουρκικής επεκτατικής πολιτικής, ενδεχομένως ακόμη και μια αμφισβήτηση του (τότε) στρατιωτικογραφειοκρατικού καθεστώτος της Άγκυρας. Οπωσδήποτε δεν θα υπήρχαν δηλώσεις για αναγνώριση τουρκικών ζωτικών συμφερόντων στο Αιγαίο, ούτε «γκρίζες ζώνες» και η Αθήνα -από θέση ισχύος- μάλλον θα απέφευγε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση εφ' όλης της ύλης με την τραυματισμένη Τουρκία. Μια υποθετική εξέλιξη που οπωσδήποτε θα μας χαροποιούσε, θα τόνωνε το εθνικό μας γόητρο αλλά δεν θα επέλυε τα προβλήματα μας με την ανήσυχη και επίμονη αντίπαλο.
Η σύγχρονη Τουρκία (1923 και μετά) έχει αποδείξει ότι διαθέτει ισχυρά αντανακλαστικά επιβίωσης που συνδυάζονται με μια ικανότητα μακροχρόνιας σχεδίασης και προετοιμασίας χωρίς να υπεισέρχονται σοβαρές αλλαγές κατά τη διάρκεια των αναπόφευκτων κυβερνητικών εναλλαγών. Η δε αναθεωρητική πολιτική την οποία κεμαλιστές και ισλαμιστές ακολουθούν με απόλυτη σύμπνοια, υιοθετείται πρόθυμα από την πλειονότητα του τουρκικού λαού. Αντίστοιχα, το όνειρο και η υπόσχεση υλοποίησης της «μεγάλης Τουρκίας», εξασφαλίζουν διαχρονικά ψήφους στα αντιμαχόμενα τουρκικά κόμματα.
Επιπλέον, η ανερχόμενη τις τελευταίες δύο δεκαετίες τουρκική αστική τάξη, συνεπικουρούμενη από μια δημογραφική και οικονομική ανάπτυξη, είναι πρόθυμος, όχι μόνο υποστηρικτής αλλά και ανατροφοδότης κάθε «μεγαλοϊδεατισμού». Αυτή η τάση δεν αποτελεί ανωμαλία του τουρκικού DNA αλλά αναπόφευκτη πορεία της ιστορικής εξέλιξης των εθνών-λαών που βιώνουν ισχυρή αύξηση των συντελεστών ισχύος. Μια λοιπόν δυσμενής για την Τουρκία εξέλιξη, στα Ίμια το 1996, δεν θα επέφερε την επιζητούμενη για εμάς λύτρωση. Το πιθανότερο είναι να οδηγούσε σε μια παρατεταμένη περίοδο έντασης στο Αιγαίο, παρόμοιας με εκείνη που βίωσαν Ισραήλ και Αίγυπτος, την περίοδο 1967-1970 (πόλεμος φθοράς).
Με την παραπάνω διαπίστωση δεν επιθυμώ να μεταφέρω κλίμα ηττοπάθειας ή να δημιουργήσω αίσθηση περί του ματαίου της αντίστασης μας στις τουρκικές προκλήσεις. Απεναντίας, θέλω να επισημάνω ότι η αντιπαλότητα με την Τουρκία θα έχει διάρκεια με εναλλαγές κορύφωσης και ύφεσης. Την πρωτοβουλία δε των κινήσεων, με ότι αυτό συνεπάγεται, θα εξακολουθήσει να την έχει η Άγκυρα. Ούτε, η εκ μέρους μας ενδοτικότητα-υποχωρητικότητα (κατευνασμός), αλλά ούτε και μια σύγκρουση (ανεξαρτήτως αποτελέσματος) θα επιφέρουν μια μόνιμη λύση. Η πρώτη, θα δρομολογήσει έτι περαιτέρω διεκδικήσεις της Άγκυρας, άνευ περιορισμών, ενώ η δεύτερη θα αναζωπυρώσει τη βούληση του ηττημένου μέρους να αποκαταστήσει την ισορροπία και να επανακτήσει τυχόν απώλειες.
Σε αυτό το αδιέξοδο, οποιαδήποτε ενδεχόμενη πρόταση-λύση διμερούς συνδιαλλαγής των δύο πλευρών ή συνέχιση της σημερινής προβληματικής συνύπαρξης, θα βασιστεί μόνο στην πειστικότητα και ικανότητα μας να επιφέρουμε συντριπτικά πλήγματα (την επικαλούμενη στην πυρηνική στρατηγική, «αφόρητη ζημιά») στην Τουρκία σε περίπτωση σύγκρουσης ακόμη και εάν η τελευταία τελικώς επικρατήσει. Η ιδέα αυτή αποτελεί και τον πυρήνας της αποτροπής. Οι δύο όμως αυτές προϋποθέσεις, ικανότητα και βούληση, απαιτούν συντονισμένες και μακροχρόνιες προσπάθειες και ενέχουν σημαντικό οικονομικό κόστος (και ατομικό). Μαγικές και εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν. Η στρατολόγηση του «λουξεμβούργιου πεζοναύτη» που θα υπερασπιστεί τα σύνορα μας δεν είναι ακόμη ορατή. Ομοίως ο ισραηλινοαιγυπτιακός στόλος μάλλον δεν θα προστρέξει για τη σωτηρία μας καίτοι όλες αυτές οι προσεγγίσεις είναι απολύτως ορθές και επωφελείς. Ούτε υπάρχουν εγγυήσεις ότι ο «Θείος Σαμ» (με ή χωρίς τον απρόβλεπτο Trump) θα παρενέβη αποφασιστικά και δη υπέρ ημών.
Όσο ο πολιτικός μας κόσμος αδυνατεί να αποδεχθεί αυτές τις πραγματικότητες και να ενημερώσει ειλικρινώς τον ελληνικό λαό, υιοθετώντας παράλληλα μια μακροχρόνια στρατηγική και αποδεχόμενος τις θυσίες που θα απαιτηθούν, εμείς θα συνεχίζουμε, άνευ ουσιαστικού νοήματος, να αναλώνουμε σκέψεις και μελάνι, σε χρήσιμες αλλά δευτερευούσης σημασίας λεπτομέρειες παρελθόντων κρίσεων συζητώντας αν ορθώς ο χειρισμός της κρίσεως έγινε στου Μαξίμου αντί για το Πεντάγωνο. Ποιος όμως πολιτικός μπορεί σήμερα να μιλήσει για περαιτέρω θυσίες ακόμη και με τη μορφή μιας μικρής αύξησης της θητείας; Για να μην αδικούμε όμως τους πολιτικούς μας, ποιος εξ ημών, τους αποδέκτες των διανομών των περίφημων πρωτογενών πλεονασμάτων είναι έτοιμος να απαρνηθεί -έστω και αυτή την πενιχρή επιστροφή- επιλέγοντας την ενίσχυση της αμυντικής προσπάθειας;
ΥΓ: Παρά τις μάλλον απαισιόδοξες διαπιστώσεις του κειμένου, παραμένω αισιόδοξος καθώς διακρίνω σε πολλούς νέους, το ίδιο βλέμμα αποφασιστικότητας, με το βλέμμα που είχαν οι Καραθανάσης, Βλαχάκος και Γιαλοψός όταν ανέβαιναν στο μοιραίο ελικόπτερο. Αιωνία τους η μνήμη.
*Ο κ. Ιπποκράτης Δασκαλάκης είναι Υποστράτηγος (εα), Πτυχιούχος τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Παντείου Πανεπιστημίου, Μεταπτυχιακό στις Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Υποψήφιος Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ), Συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ), Διαλέκτης και συνεργάτης στη Σχολή Εθνικής Αμύνης (ΣΕΘΑ).