Του Ιπποκράτη Δασκαλάκη*
Η επαπειλούμενη τουρκική στρατιωτική επέμβαση στη Λιβύη, κατόπιν και της επίσημης πρόσκλησης της αναγνωριζόμενης -με πολλές επιφυλάξεις και αστερίσκους- ως νόμιμης κυβέρνησης του Sarraj, κυριαρχεί στην χριστουγεννιάτικη ειδησιογραφία. Ενδεχόμενα να είχε δοθεί πολύ λιγότερη προσοχή στις προθέσεις και διακηρύξεις της Άγκυρας, εάν δεν είχε μεσολαβήσει η υπογραφή του μνημονίου συναντίληψης Τουρκίας –Λιβύης για την οριοθέτηση περιοχών θαλάσσιας δικαιοδοσίας στη Μεσόγειο.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν είναι λίγο-πολύ γνωστά ενώ η τελευταία εξέλιξη είναι η επιτάχυνση των διαδικασιών της τυπικής έγκρισης της τουρκικής εθνοσυνέλευσης για διάθεση στρατευμάτων στη Λιβύη. Η αρχική ημερομηνία εισαγωγής και ψήφισης του θέματος στην εθνοσυνέλευση στις 7 Ιανουαρίου -ημερομηνία μη συνάδουσα με την στρατιωτική πίεση που δέχεται η κυβέρνηση της Τρίπολης- μετατέθηκε για μια περίπου βδομάδα νωρίτερα. Πιθανόν αρχικά να πρυτάνευσε η γνώμη ότι το μέγεθος του εγχειρήματος μιας υπερπόντιας -για τα τουρκικά δεδομένα- εκστρατείας, να απαιτούσε ικανό χρονικό διάστημα για στρατιωτικές προετοιμασίες.
Το ερώτημα που εμφανίζεται σήμερα είναι εάν η Άγκυρα αποτολμήσει την εμπλοκή τουρκικών στρατευμάτων στη Λιβύη. Ως γνωστόν, από μηνών η Τουρκία έχει ήδη εμπλακεί στην εμφύλια διαμάχη της Λιβύης με διάθεση εξοπλισμού, πολυεπίπεδης υποστήριξης, μισθοφορικών δυνάμεων και μάλλον περιορισμένου αριθμού συμβούλων. Γεγονός είναι ότι και άλλες χώρες παρέχουν ανάλογη υποστήριξη προς τις αντίπαλες δυνάμεις που εντείνουν αυτές τις ημέρες την στρατιωτική πίεση στην περικυκλωμένη Τρίπολη. Οι επίσημες όμως τουρκικές δηλώσεις των τελευταίων ημερών κάνουν πλέον λόγο για αποστολή τουρκικών στρατευμάτων για ενίσχυση της νόμιμης κυβέρνησης της Λιβύης. Παράλληλα πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι είναι ήδη σε εξέλιξη νέα επιχείρηση μεταφοράς μισθοφόρων του Free Syrian Army (FSA) με πτήσεις charter από την Τουρκία στην Τρίπολη. Οι ενισχύσεις αυτές φημολογείται ότι είναι η αιτία της ανακοπής της προέλασης των δυνάμεων του Haftar, για δεύτερη φορά το 2019, έξω από τις πύλες της Τρίπολης.
Ας επανέλθουμε όμως στο ερώτημα της ενδεχόμενης τουρκικής στρατιωτικής εμπλοκής στη Λιβύη. Οι πρόσφατες τουρκικές ενέργειες στη Συρία, αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο, φαίνεται ότι δείχνουν μια συνέπεια μεταξύ λόγων και πράξεων, γεγονός που εκμεταλλεύεται στο τομέα των ψυχολογικών επιχειρήσεων η Άγκυρα. Μια όμως προσεκτική εξέταση των γεγονότων καταδεικνύει ότι η υλοποίηση των διακηρύξεων πραγματοποιείται όταν έχουν -σε μεγάλο βαθμό- εξασφαλιστεί ορισμένες προϋποθέσεις αναφορικά με τη στάση (αντίδραση) του διεθνούς παράγοντα και την επιτυχία της επιχείρησης.
Ποιοι όμως είναι οι λόγοι της τουρκικής επαπειλούμενης επέμβασης που ορισμένοι αναλυτές έσπευσαν να την χαρακτηρίσουν -εάν υλοποιηθεί- ως την «σικελική εκστρατεία» του Erdogan; Αναμφίβολα η διεκδίκηση περιφερειακού ρόλου στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω εξασφάλισης ερεισμάτων σε διάφορες περιοχές και η «αναγκαστική» συμπερίληψη της στα κυοφορούμενα ενεργειακά προγράμματα της περιοχής. Ρόλος περιφερειακής δύναμης, από χώρα ενεργειακά εξαρτώμενη, δεν συνάδει και αυτό το αντιλαμβάνεται η Άγκυρα. Επιπρόσθετα, δημιουργεί προσκόμματα στις αντίστοιχες επιδιώξεις της Αιγύπτου ενώ εγγράφει νέες διεκδικήσεις σε βάρος του Ελληνισμού (ανεξάρτητα της έκβασης της εκστρατείας και της τύχης του καθεστώτος Sarraj). Το μεγαλύτερο ρίσκο που αναλαμβάνει η Τουρκία είναι η περαιτέρω σύσφιξη των αντισυσπειρώσεων που ήδη έχουν προκαλέσει οι ενέργειες της στην περιοχή. Αναμφισβήτητα, μια τουρκική στρατιωτική επέμβαση θα προκαλέσει αντίστοιχη αιγυπτιακή περαιτέρω ενεργό εμπλοκή (με την υποστήριξη ΗΑΕ και Σαουδικής Αραβίας) με το πλεονέκτημα που της εξασφαλίζει η εδαφική της γειτνίαση. Οι εξελίξεις αυτές αναμφίβολα θα κλιμακώσουν την εμφύλια σύγκρουση στη Λιβύη με όλες τις συνέπειες. Επιπρόσθετα η Άγκυρα κινδυνεύει να έρθει σε μια επιπλέον αντίθεση με την Μόσχα καθώς ήδη στα θέματα της Συρίας υφίσταται μια δύσκολη ισορροπία ως απόρροια των μεσοπρόθεσμων αντικρουόμενων στοχεύσεων τους.
Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι αρκετά ριψοκίνδυνη μια τουρκική στρατιωτική επέμβαση αλλά ακόμη δυσμενέστερη, για την αξιοπιστία του τουρκικού καθεστώτος, θα είναι η μη τήρηση των εξαγγελιών του. Κατά συνέπεια, εκτιμάται ότι η Άγκυρα θα επιλέξει και εδώ την προσεκτική και κατά περίπτωση διάθεση περιορισμένου αριθμού στρατιωτικών συμβούλων και ειδικών δυνάμεων που θα πλαισιώνουν δυνάμεις τουρκόφιλων μισθοφόρων εξοπλισμένων με τουρκικό πολεμικό υλικό. Με τον τρόπο αυτό και ανάλογα των ακροατηρίων, θα διατυμπανίζεται η τουρκική στρατιωτική εμπλοκή και συνέπεια λόγων και πράξεων, ενώ παράλληλα θα προβάλλεται η αυτοσυγκράτηση και η χαμηλής στάθμης εμπλοκή, ανάλογη και των λοιπών χωρών, σε αυτόν τον πόλεμο «δια αντιπροσώπων». Ακόμη δε και σε περίπτωση τουρκικής αποτυχίας, η Άγκυρα δεν θα διακινδυνέψει τη μείωση του γοήτρου των ενόπλων δυνάμεων της. Δηλαδή, για μη ακόμη φορά το μέγεθος της τουρκικής εμπλοκής θα είναι ανάλογο και σε απόλυτη συνάρτηση, των αποτελεσμάτων στα πολεμικά μέτωπα αλλά και των αντιδράσεων των λοιπών ενδιαφερομένων.
Καίριο δίλημμα της τουρκικής επέμβασης θα είναι η επιλογή του τρόπου προώθησης των δυνάμεων και εφοδίων και της εν συνεχεία υποστήριξης. Η εναέρια μεταφορά -καίτοι άμεση για προώθηση μισθοφορικών τμημάτων- δεν εξασφαλίζει την προώθηση βαρέως εξοπλισμού ενώ απαιτεί την χρήση εναερίου χώρου (FIR) άλλων κρατών. Η θαλάσσια μετακίνηση φαίνεται προτιμότερη καθώς καθιστά εντονότερη την προβολή «σημαίας» και αποφασιστικότητας ενώ δύσκολα, λοιπές γειτονικές δυνάμεις θα προχωρήσουν σε ένα συντονισμένο ναυτικό αποκλεισμό της Λιβύης και ειδικά άνευ σχετικής απόφασης του Συμβουλίου Ασφαλείας και συμμετοχής «Μεγάλων Δυνάμεων».
Βέβαια η βέλτιστη για εμάς λύση θα ήταν η άμεση κατάρρευση του καθεστώτος Sarraj και η κατάληψη της Τρίπολης από τις δυνάμεις του Haftar, γεγονός που φαίνεται μάλλον δύσκολο στις επόμενες ημέρες. Ως εκ τούτου να μην εκπλαγούμε αν σύντομα δούμε στρατεύματα αποτελούμενα από μαχητές του FSA (η σταδιακή εμφάνιση τουρκικών σημαιών και στολών θα εξαρτηθεί από τις επιτυχίες αυτών των δυνάμεων στα πεδία των μαχών) πέριξ της Τρίπολης να εμπλέκονται σε έναν χαμηλής έντασης και άνευ θεαματικών αποτελεσμάτων, αγώνα εναντίον των αντίστοιχων μισθοφορικών τμημάτων του Haftar. Ενώ όλα αυτά θα λαμβάνουν χώρα, είναι πιθανή η έξωθεν επιβολή μιας νέας εκεχειρίας, ίσως και μιας νέας «κυβέρνησης ενότητας» των αντιμαχόμενων πλευρών. Διάφορες διαμεσολαβητικές προσπάθειες προγραμματίζονται για το τέλος του πρώτου δεκαημέρου του Ιανουαρίου για αυτό ίσως και η τουρκική επιτάχυνση των διαδικασιών επέμβασης. Η Άγκυρα προφανώς γνωρίζει ότι δεν έχει τις δυνατότητες να επιβάλει καθεστώς της αρεσκείας της στην Τρίπολη αλλά ευελπιστεί στην αναχαίτιση της προέλασης των δυνάμεων του Haftar προσδοκώντας οποιαδήποτε ειρηνευτική προσπάθεια να την βρει εγκατεστημένη στα εδάφη της Λιβύης, άρα ισότιμο συνομιλητή με τις λοιπές μεγάλες και γειτονικές δυνάμεις και βασικό υποστηρικτή της φιλοϊσλαμιστικής (προσκείμενης προς τους «Αδελφούς Μουσουλμάνους») παράταξης. Είναι γεγονός ότι η Άγκυρα εκμεταλλεύεται επιδέξια το timing πραγματοποίησης στρατιωτικών επεμβάσεων σε συνδυασμό με εξωτερικές διαμεσολαβητικές προσπάθειες, για την επίτευξη των στόχων της (βλέπε Κύπρος, Ίμια, Συρία)
Δεν πρέπει όμως να διαφεύγει της προσοχής μας ότι η πρωταρχική επιδίωξη της Άγκυρας παραμένει τη στιγμή αυτή στην Ανατολική Μεσόγειο και στην αδρανοποίηση των ενεργειακών σχεδίων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αρνητικές εξελίξεις στους ενεργειακούς σχεδιασμούς της Λευκωσίας-για οποιονδήποτε λόγο- θα την καθιστούσαν περισσότερο ευάλωτη στις τουρκικές πιέσεις επίλυσης του «κυπριακού» με στόχο την υιοθέτηση λύσεων που θα εξυπηρετούν τις πάγιες τουρκικές γεωστρατηγικές επιδιώξεις. Στο μέτωπο αυτό επικεντρώνονται οι σχεδιασμοί της Άγκυρας (φυσικά και στην εξουδετέρωση του κουρδικού κινδύνου εντός και εκτός της τουρκικής επικράτειας) ενώ τα λοιπά μέτωπα, όπως αυτό της Λιβύης -αλλά ακόμα και του Αιγαίου (επί του παρόντος)- αποτελούν δευτερεύουσες προσπάθειες που συμβάλουν όμως στην κεντρική στόχευση. Ως εκ τούτου, τυχόν ανάσχεση της Άγκυρας στα δευτερεύοντα μέτωπα μάλλον απαιτεί μικρότερη προσπάθεια και ενδεχομένως να δημιουργήσει δυσανάλογα κέρδη.
Η ανάσχεση αυτή μπορεί να επιτευχθεί με έγκαιρη κινητοποίηση της ελληνικής διπλωματίας προς όλες τις κατευθύνσεις και το στενό συντονισμό και συνεργασία με τις λοιπές, πραγματικά ενδιαφερόμενες για την περιοχή, χώρες. Η ανταλλαγή πληροφοριών, η έγκαιρη προειδοποίηση, η προετοιμασία εναλλακτικών σχεδίων αντίδρασης με αυτές τις χώρες είναι επιτακτική ανάγκη χωρίς να αποκλείεται και η ετοιμότητα προσφυγής σε συνδυασμένη χρήση των ενόπλων δυνάμεων για αντιμετώπιση τουρκικών προκλήσεων που εμδεχομένως θα αποτολμηθούν για εξακρίβωση των δυνατοτήτων και της αποφασιστικότητα (όλων) μας. Εκτιμάται ότι η επιβολή, κατόπιν αποφάσεως του Συμβουλίου Ασφαλείας, ενός πλήρους αεροπορικού-ναυτικού αποκλεισμού της Λιβύης θα ευνοούσε τις δυνάμεις του Haftar ενώ θα απομόνωνε ακόμη περισσότερο την Άγκυρα. Άρα και προς αυτήν την κατεύθυνση, μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να κινηθεί η Αθήνα, το δυνατόν ταχύτερα.
Η δυσκολία του ελληνικού εγχειρήματος της ελληνικής αντίδρασης έγκειται στην έμμεση υποστήριξη των επιδιώξεων των δυνάμεων του Haftar, με αποφυγή εμπλοκής μας στην «καρδιά» της λιβυκής κρίσης παράλληλα με την άδραξη της ευκαιρίας ενδυνάμωσης -των υπέρ ημών- συνεργασιών και τουρκικών αντισυσπειρώσεων στην Ανατολική Μεσόγειο και πέριξ της Κύπρου όπου εστιάζεται η κύρια προσπάθεια του αντιπάλου.
*Ιπποκράτης Δασκαλάκης - Αντιστράτηγος (εα)
- Πτυχιούχος τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Παντείου Πανεπιστημίου
- Μεταπτυχιακό στις Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
- Υποψήφιος Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
- Διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ)
- Συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ)
- Διαλέκτης και συνεργάτης στη Σχολή Εθνικής Αμύνης (ΣΕΘΑ)
Τηλ: 0030-210-6543131, 0030-6983457318
E-mail: [email protected]