Του Νίκου Μελέτη
Ένα απρόβλεπτο νομικό κενό, προκύπτει από την διαδικασία κύρωσης της Συνθήκης των Πρεσπών στην ΠΓΔΜ λόγω της εσωτερικής σύγκρουσης της κυβέρνησης Ζάεφ και του προέδρου Γκ. Ιβάνοφ ο οποίος ηγήθηκε του μετώπου εναντίον της συμφωνίας αυτής.
Ο κ. Ιβανόφ όπως είχε κάνει και με τον επίσης κρίσιμο για την κυβέρνηση Ζάεφ, νόμο για την ανάδειξη της αλβανικής γλώσσας ως επίσημης γλώσσας του κράτους , αρνείται να υπογράψει τον νόμο που κυρώνει την Συμφωνία των Πρεσπών, ώστε να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης και να αποκτήσει και τυπική ισχύ. Ο κ. Ιβανόφ καθ΄ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του αλλά και εκμεταλλευόμενος το κενό που υπάρχει στο Σύνταγμα της χώρας του ,αρνείται να υπογράψει τους νόμους αυτούς παρά το γεγονός ότι έχουν ψηφισθεί και σε δεύτερη ανάγνωση από την Βουλή της χώρας.
Η Συμφωνία των Πρεσπών αναφέρει ρητώς στο άρθρο1 παρ.4ζ ότι το Δεύτερο μέρος (σ.σ. ΠΓΔΜ) μόλις γνωστοποιήσει την ολοκλήρωση των προαναφερόμενων συνταγματικών τροποποιήσεων και όλων των εσωτερικών νομικών διαδικασιών του προκειμένου να τεθεί σε ισχύ η παρούσα Συμφωνία, το πρώτο μέρος θα κυρώσει χωρίς καθυστέρηση την παρούσα Συμφωνία». Όπου φυσικά η σύννομη δημοσίευση του νόμου κύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης αποτελεί το τελικό μέρος των «εσωτερικών νομικών διαδικασιών».
Ο πρόεδρος της Βουλής Ταλατ Τζαφέρι ο οποίος λόγω και της καταγωγής του αλλά και της προέλευσης του από το αλβανικό κόμμα DUI το οποίο προσφέρει τις αναγκαίες ψήφους στην Βουλή για τον σχηματισμό της κυβέρνησης Ζάεφ, «καίγεται» για να περάσει και κατοχυρωθεί ο νόμος για την αλβανική γλώσσα, καθώς αποτελούσε ένα από τα βασικά ανταλλάγματα που είχαν προβάλει τα αλβανικά κόμματα για να στηρίξουν την κυβέρνηση Ζάεφ.
Ο κ. Τ. Τζαφέρι δήλωσε ότι ο νόμος για την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών και ο νόμος περί των γλωσσών θα δημοσιευθούν στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης ,χωρίς την υπογραφή του προέδρου της χώρας Γκιόργκι Ιβάνοφ.
«Ο Ιβάνοφ έχει τη συνταγματική υποχρέωση να τους υπογράψει. Όταν εγκριθούν οι συνταγματικές τροποποιήσεις, οι δύο νόμοι τους οποίους θα υπογράψω θα δημοσιευθούν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, γιατί κανείς δεν θα μπορεί να εμποδίσει τη βούληση του Κοινοβουλίου», δήλωσε ο Ταλάτ Τζαφέρι.
Βεβαίως είναι προβληματικό το γεγονός ότι η εκκρεμότητα θα παραμένει τυπικά μέχρι την εκλογή νέου προέδρου ,εφόσον τελικά ο νέος πρόεδρος είναι φιλικά διακείμενος προς την Συμφωνία των Πρεσπών, κάτι που είναι εξαιρετικά πιθανό λόγω της δυναμικής που έχει δώσει στο κόμμα του κ. Ζάεφ η στήριξη της Δύσης αλλά και η ίδια η Συμφωνία για το κλείσιμο μια ιστορικής διαφοράς που κρατά την χώρα έξω από τους ευρωατλαντικούς θεσμούς.
Η εκλογή προέδρου όμως προβλέπεται να γίνει στο τέλος Απριλίου η στις Αρχές Μαΐου, ενώ η διαδικασία της ολοκλήρωσης έγκρισης των συνταγματικών αλλαγών μπορεί να γίνει και πριν ακόμη τις 15 Ιανουαρίου καθώς στην συζήτηση που θα ξεκινήσει στην Βουλή στις 9 Ιανουαρίου δεν θα συμμετάσχουν οι βουλευτές του κύριου κόμματος της αντιπολίτευσης VMRO-DPMNE.
Το πρόβλημα με την μη τυπική ολοκλήρωση της διαδικασίας κύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών ,με την σύννομη δημοσίευση της στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, με την υπογραφή του προέδρου της χώρας, είχε επισημανθεί και από τον ίδιο τον Υπουργό Εξωτερικών Ν. Δημητρώφ στην διάρκεια της δημόσιας διαβούλευσης για τις συνταγματικές αλλαγές.
Στην τρίτη Διαβούλευση που έγινε στις αρχές Δεκεμβρίου στην Ακαδημία Επιστημών και Τεχνών στα Σκόπια ο κ. Δημητρόφ είχε παραδεχθεί το πρόβλημα που έχει προκύψει ,προτείνοντας μάλιστα να υπάρξει συνταγματική αναθεώρηση και του συγκεκριμένου άρθρου του Συντάγματος που προβλέπει ότι για την δημοσίευση νόμου στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης απαιτείται η υπογραφή του προέδρου της Δημοκρατίας, ώστε αν ο Πρόεδρος δεν υπογράψει νόμο που έχει ψηφισθεί και σε δεύτερη ανάγνωση στην Βουλή, τότε ο νόμος αυτός θα δημοσιεύεται αυτομάτως στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.
Σύμφωνα με το πρακτορείο «ΜΙΑ» ο κ. Δημητρόφ είχε δηλώσει τα εξής :«Εδώ υπάρχει μία ακόμα πρόταση που δεν αφορά την Συμφωνία των Πρεσπών. Πιστεύω ότι οι συντάκτες του Συντάγματος ποτέ δεν προέβλεψαν ότι η “Μακεδονία” θα έχει κάποτε Πρόεδρο που δεν θα τηρήσει την υποχρέωσή του να υπογράψει έναν νόμο που έχει περάσει από το Κοινοβούλιο δύο φορές. Αυτό το Σύνταγμα το αναφέρει ρητά, αλλά σήμερα έχουμε στην “Μακεδονία” μία τέτοια κατάσταση. Ο νόμος κύρωσης της Συμφωνίας με την Ελλάδα πέρασε δύο φορές, αλλά δεν έχει υπογραφεί και δεν έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ίσως πρέπει να υπάρξει μία πρόβλεψη για αυτό, που να λέει ότι ο νόμος θεωρείται υπογεγραμμένος από τον Πρόεδρο όταν περάσει από τη δεύτερη ψηφοφορία».
Αλλά και ο Ακαδημαϊκός Βλαντ Κάμποφσκι που συμμετείχε στην διαβούλευση τόνισε ότι η Συμφωνία των Πρεσπών δεν έχει τεθεί τυπικά σε ισχύ επειδή ο Πρόεδρος της πΓΔΜ αρνείται να υπογράψει τον σχετικό νόμο και πρότεινε στον Συνταγματικό Νόμο που θα ψηφιστεί να περιληφθεί ειδική διάταξη, που να αναφέρει ότι αυτή η Συμφωνία τίθεται σε ισχύ με την υπογραφή του Προέδρου της Βουλής.
Προκειμένου να ξεπερασθεί αυτό το κώλυμα σχετικά με την Συμφωνία των Πρεσπών, άλλος καθηγητής ο Σβέτομιρ Σκάριτς είχε προτείνει στην διαδικασία της αναθεώρησης του Συντάγματος μια ακόμη τροπολογία που θα αφορούσε την ίδια την Συμφωνία των Πρεσπών και θα ανέφερε ότι η « Συμφωνία, όπως είναι διατυπωμένη και με όλα τα στοιχεία της, αποτελεί συστατικό στοιχείο της συνταγματικής τάξης της “Δημοκρατίας της Μακεδονίας”», καθιστώντας έτσι την Συμφωνία μέρος του συνταγματικού ή του νομικού συστήματος.
Βεβαίως τέτοια τροπολογία που θα έδινε συνταγματικό κύρος στην Συμφωνία των Πρεσπών και θα ξεπέρναγε τα εμπόδια που εγείρει ο κ Ιβάνοφ, δεν συζητήθηκε ούτε υπήρχε χρόνος να τεθεί σε διαβούλευση.
Η κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών στην γειτονική χώρα κινείται σε νομικό- συνταγματικό κενό και παρά το επιχείρημα το οποίο έχει η Αθήνα που εκπηγάζει από το Δίκαιο των Συνθηκών, υπάρχει σοβαρό ζήτημα καθώς η Ελληνική Βουλή θα κληθεί να κυρώσει με νόμο την Συμφωνία για την οποία τυπικά δεν θα έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία κύρωσης της από την ΠΓΔΜ, όπως προβλέπει η ίδια η Συμφωνία.
Πάντως αυτή η εκκρεμότητα εφόσον δεν επιλυθεί με έγκυρο τρόπο, θα μπορεί να προσφέρει ένα επιχείρημα στην ελληνική κυβέρνηση εάν επιλέξει τελικά να καθυστερήσει την διαδικασία ώστε να τηρήσει το χρονοδιάγραμμα του Μαρτίου το οποίο αρκετές φορές έχει επικαλεσθεί και ο Υπ. Άμυνας.