Η «ανάπαυλα» των τελευταίων τριών μηνών στο μέτωπο της Ανατολικής Μεσογείου και η μετάθεση των αποφάσεων της Ε.Ε για το μέλλον των ευρωτουρκικών σχέσεων για τον Ιούνιο, κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι έχει επιτευχθεί κάποιου είδους κατευνασμός της τουρκικής επιθετικότητας. Απλώς και η Τουρκία έχει ανάγκη διαλειμμάτων στην άσκηση επί του πεδίου της επεκτατικής πολιτικής της, θεωρώντας ότι έτσι καθησυχάζονται οι ανησυχίες των «εχθρικών» δυνάμεων, διευκολύνονται οι υποστηρικτές της στην διεθνή σκηνή και τελικώς εξυπηρετούνται καλύτερα οι στρατηγικές επιδιώξεις της.
Ο προσωρινός χαρακτήρας της «ανακωχής» δεν πρέπει να δημιουργήσει εφησυχασμό στην Αθήνα καθώς όταν λήξει αυτή η περίοδος, η Ελλάδα θα κληθεί υπό δύσκολες και πάλι συνθήκες να αντιμετωπίσει την τουρκική επιθετικότητα.
Η αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας δεν αναστέλλεται, ούτε εγκαταλείπεται επειδή η Άγκυρα αποφάσισε, με την ίδια ευκολία με την οποία έστειλε το τουρκικό ερευνητικό Oruc Reis στην ελληνική υφαλοκρηπίδα και το Barbaros και το Yavuz στην κυπριακή ΑΟΖ, να τα αποσύρει, αφού πάντως θεωρητικά είχαν ολοκληρώσει την αποστολή τους.
Διότι η αποκλιμάκωση στην οποία όλοι αναφέρονται δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια κίνηση τακτικής εκ μέρους της Τουρκίας καθώς ήταν η ίδια που προκάλεσε την κλιμάκωση και απέσυρε τα πλοία της όχι επειδή υπέκυψε στις διεθνείς αντιδράσεις και στις απειλές της Ε.Ε, αλλά επειδή ολοκληρώθηκε η αποστολή τους και επειδή η Τουρκία θεώρησε ότι πλέον η εντολή αποχώρησης των πλοίων θα καταγραφεί ως κίνηση η οποία πρέπει να... ανταμειφθεί. Είναι το γνωστό ανατολίτικο παζάρι το οποίο για έναν και πλέον αιώνα, κάνει με ιδιαίτερη επιτυχία η Τουρκία άλλοτε εκβιάζοντας, άλλοτε εμπαίζοντας και άλλοτε απειλώντας τον διεθνή παράγοντα.
Και στην απόφαση της Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε., είδαμε πλέον να μην τίθεται ως όρος για την συνέχιση των σχέσεων με την Τουρκία το γενικότερο πλαίσιο της συμμόρφωσης με το διεθνές δίκαιο και την διεθνή νομιμότητα, κατι που θα σήμαινε την αποκήρυξη του casus belli και εγκατάλειψης της αμφισβήτησης της ελληνικής -ευρωπαϊκής κυριαρχίας επί νησίδων και βραχονησίδων, ούτε η διακοπή της παράνομης κατοχής εδάφους ενός κράτους μέλους.
Αλλά γίνεται αναφορά σε «προκλητικές κινήσεις και μονομερείς κινήσεις που παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο». Αυτή η αναφορά είναι γενική καθώς όταν υπάρξει κάποια κίνηση εκ μέρους της Τουρκίας θα πρέπει να συμφωνηθεί μεταξύ των 27 κρατών μελών ότι πράγματι πρόκειται περί προκλητικής και μονομερούς ενέργειας που παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο. Και σε αυτή την συζήτηση δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα βρεθούν πολλοί εταίροι που θα επινοήσουν πολλά επιχειρήματα προκειμένου να μην υπάρξει απόφαση.
Οι «προκλήσεις και οι μονομερείς ενέργειες που παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο», είναι το αποτέλεσμα και όχι η αιτία...
Η εγκατάλειψη της αναθεωρητικής πολιτικής, αυτής που οδηγεί στις προκλήσεις, πρέπει να είναι η επιδίωξη της ευρωπαϊκής πολιτικής απέναντι στην Τουρκία.
Για όσο διάστημα δεν υπάρχει τέτοια προσέγγιση θα πρέπει και η Αθήνα και η Λευκωσία να αντιληφθούν την προσωρινότητα αυτής της κατάστασης της «μη έντασης».
Το αμέσως επόμενο διάστημα συγκεκριμένα και προγραμματισμένα γεγονότα θα είναι καθοριστικά για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Στις 14 Απριλίου έχει προγραμματισθεί η επίσκεψη του Ν. Δένδια στην Άγκυρα για την συνάντηση του με τον Μ. Τσαβούσογλου, θα πρόκειται για την πρώτη ουσιαστικά συνάντηση των δυο Υπουργών εξωτερικών μετά από 16 μήνες διαρκούς έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Θα διαπιστωθεί στην συνάντηση αυτή εάν υπάρχει διάθεση από τουρκικής πλευράς να δώσει μονιμότερο χαρακτήρα σε αυτή την αποκλιμάκωση και κυρίως στην μη επανάληψη εντάσεων. Και συγχρόνως θα καταστεί δυνατή μια ανασκόπηση των λίγων ομολογουμένως βημάτων που έχουν γίνει στις διερευνητικές με τον τρίτο γύρο πιθανότατα να έχει προηγηθεί της συνάντησης. Θα διερευνηθούν επίσης οι δυνατότητες μιας συνάντησης Μητσοτάκη-Ερντογάν η οποία πάντως δεν φαίνεται πιθανή στο άμεσο μέλλον.
Σχεδόν δύο εβδομάδες αργότερα στις 27 Απριλίου ένα ακόμη crash test για τις σχέσεις με την Τουρκία θα είναι στην Γενεύη, στην Άτυπη Πενταμερή για το Κυπριακό. Το περιβάλλον εντός του οποίου θα συγκληθεί η Πενταμερής είναι δεδομένο. Η Τουρκία δεν ενδιαφέρεται για λύση του Κυπριακού αλλά για να χρησιμοποιεί το Κυπριακό για την διευκόλυνση των στρατηγικών επιδιώξεων της.
Η προβολή της θέσης για λύση των δυο κρατών είναι το πρόσχημα προκειμένου να προωθηθεί η ανατροπή του μέχρι τώρα πλαισίου λύσης του Κυπριακού με την μετατροπή της «πολιτικής ισότητας» σε «κυριαρχική ισότητα» που οδηγεί έτσι σε χαλαρό συνομοσπονδιακό μοντέλο, το οποίο θα εξασφαλίσει στην Τουρκία μέσω των Τουρκοκυπρίων και των εποίκων, τον έλεγχο όχι μόνο στο τουρκοκυπριακό συνιστών κρατίδιο αλλά και στο κατ΄ όνομα «ομοσπονδιακό».
Ο κ. Ερντογάν δεν έχει την πολυτέλεια πλέον να αλλάξει πορεία, καθώς η πολιτική (και φυσική) επιβίωση του στηρίζεται ακριβώς στην διατήρηση αυτής της ακραίας εθνικιστικής και επεκτατικής πολιτικής, για την οποία η Ελλάδα αποτελεί ένα από τα μεγάλα εμπόδια.
Διότι ο τρόπος με τον οποίο ο κ. Ερντογάν θέλει να εορτάσει τα 100 χρόνια από την ίδρυση του Τουρκικού Κράτους, με την επανίδρυση μιας ουσιαστικά Ερντογανικής Τουρκίας δεν συμβαδίζει με τις ειλικρινείς και ισότιμες σχέσεις με τους γείτονες, ούτε με αποδοχή του πλαισίου του Διεθνούς Δικαίου που θεωρεί ότι εγκλωβίζει την Τουρκία γεωγραφικά και έτσι ακυρώνει τον ρόλο της ως Περιφερειακής δύναμης. Μιας Τουρκίας που είναι όπως είπε ο ίδιος ο κ. Ερντογάν στο σταυροδρόμι τριών Ηπείρων και γι αυτό κοιτάζει όχι μόνο προς την Δύση αλλά και προς την Ανατολή»…