Του Νίκου Μελέτη*
Την κινητοποίηση όλων των τοπικών και περιφερειακών δυνάμεων προκαλεί η επεκτατική πολιτική της Τουρκίας, καθώς ο Ταγίπ Ερντογάν δεν κρύβει ότι στόχος του είναι να επιβάλει την Τουρκία ως καθοριστικό παράγοντα με αποφασιστικό ρόλο σε όλα τα περιφερειακά σχήματα συνεργασιών και όλα τα ενεργειακά σχέδια της περιοχής. Εφαρμόζοντας μάλιστα το δόγμα ότι η «γραμμή εμπλοκής» της Τουρκίας φθάνει από την Κεντρική Ασία μέχρι και το Γιβραλτάρ, αναβιώνοντας όχι απλώς το νεο-οθωμανικό αφήγημα, αλλά και το δόγμα του «παντουρκισμού» του πρώην προέδρου Τουργκούτ Οζάλ.
Καθώς κάθε δράση προκαλεί αντίδραση, ειδικά σε περιοχές όπως η Ανατολική Μεσόγειος, η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική, που συνεχίζουν να αποτελούν μόνιμη εστία εμφυλίων και περιφερειακών διενέξεων με έντονο και το θρησκευτικό στοιχείο και ενώ η ανακάλυψη νέων φυσικών πόρων στρέφει το βλέμμα και των μεγάλων δυνάμεων στην περιοχή, η επιλογή του Ερντογάν να υπογράψει την παράνομη συμφωνία με τη Λιβύη ανοίγει τον ασκό του Αιόλου, με την Ελλάδα και την Κύπρο να βρίσκονται στη δίνη του κυκλώνα.
Αυτή τη στιγμή κανείς δεν μπορεί να προβλέψει εάν ο Ερντογάν με την κίνηση αυτή επεδίωκε απλώς να ενισχύσει τη διαπραγματευτική θέση του για να σύρει την Ελλάδα -υπό το καθεστώς απειλών- στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης ή εάν τελικά θα επιμείνει στην εφαρμογή μιας συμφωνίας που θεωρεί ότι θα προσφέρει στην Τουρκία τετελεσμένα επί του εδάφους, τα οποία καμιά διαπραγμάτευση δεν θα μπορέσει να του προσφέρει. Διότι εάν η επιδίωξη μιας διαπραγμάτευσης και παραπομπής της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα (και των «συναφών» θεμάτων) στη Χάγη ήταν δελεαστική πριν από μερικά χρόνια για την Τουρκία, με την προσδοκία ότι το Δικαστήριο θα απέδιδε μόνο μερική επήρεια στο Καστελόριζο, ο πειρασμός σήμερα για την Τουρκία και τον Ερντογάν να επιβάλει δια της ισχύος μια πολύ πιο διευρυμένη θαλάσσια ζώνη προς όφελος της Τουρκίας, ακυρώνοντας πλήρως τις θαλάσσιες ζώνες -όχι μόνο του Καστελόριζου, αλλά και της Ρόδου, της Καρπάθου, της Κρήτης- είναι μεγάλος.
Ομως αυτή ακριβώς η αβεβαιότητα για τις προθέσεις του Ερντογάν είναι που θέτει το εξαιρετικά κρίσιμο δίλημμα για την Αθήνα, καθώς η ακύρωση κάθε προσπάθειας επιβολής τετελεσμένων είναι μονόδρομος και συγχρόνως θα πρέπει να υπάρχει έτοιμο σχέδιο για το ενδεχόμενο που μια κρίση οδηγήσει τελικά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων υπό την πίεση και του διεθνούς παράγοντα. Και τότε θα πρέπει να αποφευχθεί με κάθε τρόπο η αφετηριακή γραμμή της διαπραγμάτευσης να είναι οι νέες ακραίες τουρκικές θέσεις, όπως εκφράστηκαν με το μνημόνιο Ερντογάν-Αλ Σαράζ.
Οι διπλωματικές κινήσεις της Αθήνας προκειμένου να καταδειχθεί καταρχήν η ακυρότητα του μνημονίου ήταν στη σωστή κατεύθυνση και είχαν σαν πρώτο αποτέλεσμα την ευρύτατη αποδοκιμασία του μνημονίου αυτού από τις μεγάλες δυνάμεις και τις χώρες της περιοχής, ακόμη και εκείνες όπως η Αίγυπτος που θα μπορούσαν να έχουν σημαντικό όφελος από τη «μοιρασιά» την οποία προτείνει η Τουρκία.
Εξαιρετικής σημασίας ήταν και το άνοιγμα της Αθήνας στις χώρες του Κόλπου και της Μέσης Ανατολής, που είναι αντίθετες με την εμπλοκή της Τουρκίας στον αραβικό κόσμο, καθώς και η προσπάθεια διείσδυσης στη Λιβύη μέσω της κυβέρνησης Αλ Σαράζ. Και φυσικά το μήνυμα που έστειλε η Αθήνα στην κυβέρνηση της Τρίπολης με την επίσκεψη του Ν. Δένδια στη Βεγγάζη και τη συνάντησή του με τον στρατηγό Χαφτάρ ήταν σαφές, καθώς δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη η ελληνική θέση για αναγνώριση της κυβέρνησης Σαράζ ως νόμιμης κυβέρνησης της χώρας, κάτι που θα είχε σοβαρές συνέπειες και για τη διαμόρφωση της κοινής θέσης της Ε.Ε.
Το επόμενο διάστημα και μέσα σε πυκνό διπλωματικά χρόνο η Αθήνα κορυφώνει τις διπλωματικές προσπάθειες για απόκρουση της τουρκικής «επίθεσης».
Η υπογραφή της διακρατικής συμφωνίας για τον αγωγό East Med στην Αθήνα στις 2 Ιανουαρίου από τους Κ. Μητσοτάκη, Ν. Αναστασιάδη και Μ. Νετανιάχου είναι κίνηση υψηλού συμβολισμού, καθώς, παρά το γεγονός ότι η υλοποίηση του αγωγού αυτού φαντάζει μακρινό σχέδιο, που εξαρτάται μάλιστα όχι από τη βούληση των κυβερνήσεων αλλά από την ύπαρξη επενδυτικού ενδιαφέροντος για ένα τόσο ακριβό έργο, οι τρεις χώρες -στις οποίες θα προστεθεί και η Ιταλία- ουσιαστικά κάνουν δήλωση θαλασσίων συνόρων. Καθώς η συμφωνία για τον East Med προϋποθέτει ότι το Ισραήλ έχει θαλάσσια σύνορα με την Κύπρο και η Κύπρος με την Ελλάδα. Ακριβώς αυτά τα σύνορα επιχειρεί να αμφισβητήσει η Τουρκία με το μνημόνιο Ερντογάν - Αλ Σαράζ.
Η Αγκυρα δηλώνει ότι κανένα σχέδιο που αποκλείει την Τουρκία δεν πρόκειται να υλοποιηθεί στην περιοχή και σε αυτά περιλαμβάνει φυσικά και τον East Med, ο οποίος ακριβώς προβλέπει την παράκαμψη μιας αβέβαιης και απρόβλεπτης Τουρκίας και την ανάδειξη μιας εναλλακτικής οδού μεταφοράς φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, που δεν θα επιτρέπει την αντικατάσταση της εξάρτησης από το φυσικό αέριο της Ρωσίας με την εξάρτηση και από την Τουρκία, που θα αποτελεί έτσι κρίσιμο ενεργειακό κόμβο για την Ευρώπη.
Είναι προφανές ότι η Τουρκία θέλει να «σκοτώσει» το έργο του East Med εφόσον δεν επιβάλει τη συμμετοχή της στον σχεδιασμό αυτό ή δεν εξασφαλίσει το αρχικό σχέδιο για την κατασκευή αγωγού μέσω του τουρκικού εδάφους. Γιατί έτσι η Τουρκία πέραν του οικονομικού οφέλους θα έθετε και σε καθεστώς ομηρίας τις χώρες της περιοχής που θα παράγουν φυσικό αέριο, για την εξαγωγή του οποίου η Τουρκία θα ελέγχει τις βαλβίδες του αγωγού.
Η συμμετοχή της Γαλλίας στην τριμερή των ΥΠΕΞ Ελλάδας- Κύπρου-Αιγύπτου στο Κάιρο στις 4-5 Ιανουαρίου και με δεδομένη την εχθρική σχέση Μακρόν - Ερντογάν και την πρόθεση του Γάλλου προέδρου να ενισχύσει τον περιφερειακό ρόλο της Γαλλίας σε περιοχές που παραδοσιακά διατηρεί συμφέροντα, είναι σημαντική εξέλιξη, σε συνδυασμό φυσικά και με τη συνάντηση Μητσοτάκη -Μακρόν στο τέλος Ιανουαρίου στο Παρίσι.
Η επανάληψη των συνομιλιών των τεχνικών κλιμακίων μεταξύ Ελλάδας- Ιταλίας και Ελλάδας -Αιγύπτου για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών είναι επίσης μια σημαντική κίνηση η οποία δεν πρέπει να μείνει στη μέση, καθώς η επιτυχής κατάληξη των συνομιλιών αυτών ενισχύει σημαντικά τη χώρα μας απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα και την επιχείρηση επιβολής τετελεσμένων.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα φθάσει στις 7 Ιανουαρίου στον Λευκό Οίκο για τη συνάντησή του με τον Ντ. Τραμπ, με όλα αυτά τα «εφόδια» και με ισχυρό ακόμη επιχείρημα ότι η τουρκική στάση θέτει σε κίνδυνο ευαίσθητες ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο και υπονομεύει αυτόν τον άξονα ασφάλειας που έχει δημιουργηθεί με τη συμμετοχή της Ελλάδας, της Κύπρου, της Αιγύπτου, του Ισραήλ και της Ιορδανίας και συγχρόνως απειλεί να πυροδοτήσει μια σφοδρή σύγκρουση και αναμέτρηση περιφερειακών δυνάμεων στο έδαφος της Λιβύης, με κίνδυνο να μετατραπεί και πάλι η χώρα αυτή σε καταφύγιο του ISIS.
Οσο κι αν είναι στενοί και ίσως σκοτεινοί οι δεσμοί που συνδέουν τον Αμερικανό πρόεδρο με τον Ταγίπ Ερντογάν, δεν μπορεί να παραβλεφθούν όλα αυτά τα δεδομένα. Και πάντως η συνήθης σύσταση των ΗΠΑ για εξεύρεση λύσης μέσω διαπραγματεύσεων, δεν είναι κάτι που πρέπει να φοβίζει την Αθήνα, εφόσον φυσικά ξεκαθαρίσει ότι ο διάλογος δεν μπορεί να ξεκινήσει από την αφετηρία την οποία μετακινεί κάθε φορά ο Ερντογάν προς τα ελληνικά «γκολπόστ».
Καθώς πάντως ο Τούρκος πρόεδρος θεωρεί τα μνημόνια με τη Λιβύη, όχι μόνο ως απάντηση της Τουρκίας στον «αποκλεισμό» της από τα ενεργειακά σχέδια στην περιοχή, αλλά και ως πυλώνα της στρατηγικής του για ανάπτυξη της επιρροής της Τουρκίας και στη Βόρεια Αφρική, εκεί που θα συναντήσει τα ίχνη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Αθήνα θα πρέπει να προετοιμάζεται για όλα τα ενδεχόμενα, ακόμη και για τη διαχείριση μιας επικίνδυνης κρίσης που θα επιχειρήσει ο Ερντογάν, ίσως με την αποστολή ερευνητικού σκάφους για σεισμογραφικές έρευνες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Κάτι το οποίο καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να επιτρέψει να συμβεί, όσο κι αν η στρατιωτικοποίηση της κρίσης δεν είναι η πρώτη επιλογή της Αθήνας. Και γι'' αυτό οι διπλωματικές κινήσεις των επόμενων ημερών είναι κρίσιμες, καθώς θα αποδειχθεί εάν μπορούν να λειτουργήσουν αποτρεπτικά έναντι της Τουρκίας.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Παρασκευής 27 Δεκεμβρίου