Σοβαρό προβληματισμό προκαλεί στην Αθήνα το ενδεχόμενο ο Ερντογάν να χρησιμοποιήσει τη δεύτερη μετά τη Γερμανία επίσκεψή του σε ευρωπαϊκή χώρα, μετά την 7η Οκτωβρίου, για να εξαπολύσει από το βήμα του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας στις 7 Δεκεμβρίου στην Αθήνα, μια ακόμη επίθεση εναντίον του Ισραήλ και της Δύσης και να προβάλει τις νεοθωμανικές φιλοδοξίες του.
Οι δυο πλευρές έχουν κατορθώσει να αποφύγουν το τελευταίο διάστημα ακραίες ρητορικές εξάρσεις (με την εξαίρεση του Τούρκου ναυάρχου Διοικητή του Πολεμικού Ναυτικού) αλλά και ενέργειες που θα υπονόμευαν το κλίμα ενόψει του ΑΣΣ, καθώς η εντύπωση που υπάρχει είναι ότι και ο ίδιος ο Ερντογάν για λόγους που έχουν εξηγηθεί έχει κάθε λόγο να σταλεί ένα θετικό μήνυμα από τη συνάντηση της Αθήνας.
Ο ίδιος ο Ερντογάν κατά την επιστροφή του από το Βερολίνο και την επεισοδιακή συνέντευξη τύπου που έδωσε με τον καγκελάριο Σολτς, εμφανίσθηκε ιδιαίτερα θετικός για τη συνάντηση της Αθήνας.
« Αυτά (τα προβλήματα) θα τα συζητήσουμε στη συνάντηση συνεργασίας που θα κάνουμε. Ευελπιστώ να γίνει ακριβώς αυτό που είπε ο Κ.Μητσοτάκης και οι σχέσεις μας με την Ελλάδα να φτάσουν σε καλύτερο σημείο. Ευελπιστώ ότι θα ξεκινήσουμε, μια νέα διαδικασία και μακάρι να το καταφέρουμε». Ο Τούρκος ηγέτης υποστήριξε ότι τα συμφέροντα των δυο χωρών είναι στην ιδια κατεύθυνση και ότι «μπορούμε να επιλύσουμε τις διαφωνίες μας σε ορισμένα θέματα δίνοντας προτεραιότητα στο διάλογο. Ως χώρες της περιοχής, δεν έχουμε πρόβλημα που δεν μπορούμε να λύσουμε αν αποκλείσουμε από τη διαδικασία τις τρίτες χώρες που προσεγγίζουν το θέμα με τη λογική του ενοικίου και της αγοράς» προσθέτοντας ότι «θέλουμε να μειώσουμε τους εχθρούς και να αυξήσουμε τους φίλους».
Αυτή την ίδια «γλώσσα» όμως την έχει χρησιμοποιήσει πολλές φορές στο παρελθόν ο Τούρκος πρόεδρος ακόμη και όταν εξαπέλυε τις ευθείες απειλές εναντίον της χώρας μας.
Έχει ενδιαφέρον όμως η επιμονή του στην αναφορά ότι οι δυο χώρες πρέπει να λύσουν μόνες τους τα προβλήματα χωρίς παρέμβαση τρίτων, κάτι που παραπέμπει στις γνωστές αιτιάσεις της Τουρκίας ότι η Ελλάδα «χρησιμοποιεί» την Ε.Ε. για να ασκήσει πίεση στην Τουρκία και στις ενστάσεις της για την ενίσχυση της στρατιωτικής συνεργασίας Ελλάδας-ΗΠΑ που θεωρεί ότι στρέφεται εναντίον της, με την Ελλάδα να ενισχύει έτσι το διπλωματικό οπλοστάσιο της.
Στη συνάντηση της Αθήνας δε θα πρέπει να αναμένεται κάποιου είδους συμφωνία ή ακόμη και προσέγγισης για τα μεγάλα προβλήματα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, παρά μόνο η παραίνεση και συμφωνία των δυο ηγετών να συνεχισθεί η διαδικασία αυτή εξέτασης των προβλημάτων στο πλαίσιο του Πολιτικού Διαλόγου. Μια διαδικασία η οποία αναμένεται να επαναληφθεί στις αρχές του2024 ώστε να διερευνηθεί αρχικώς που βρίσκονται οι δυο πλευρές μετά από ένα σχετικά μεγάλο διάστημα από την τελευταία συνάντηση στο πλαίσιο των Διερευνητικών Επαφών.
Για την Αθήνα είναι σημαντικό να διαπιστωθεί εάν αυτό το θετικό κλίμα το οποίο εκπέμπεται από την Άγκυρα θα αποτυπωθεί και στο διαπραγματευτικό τραπέζι, όπου χωρίς να αναμένεται φυσικά εγκατάλειψη των τουρκικών διεκδικήσεων και αμφισβητήσεων ,έχει σημασία το εάν η Τουρκία επιλέξει η συζήτηση να ξεκινήσει για τον πυρήνα της διαφοράς, την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ ή εάν επιχειρήσει από την πρώτη στιγμή να συνδέσει τη διαφορά αυτή με τις γνωστές αμφισβητήσεις των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, οπότε και ο διάλογος θα σταματήσει εκεί.
Σύμφωνα με πληροφορίες η ελληνική κυβέρνηση δεν τρέφει αυταπάτες ότι μπορεί να φθάσει μακριά αυτός ο διάλογος καθώς οι τουρκικές αμφισβητήσεις έχουν δομικό χαρακτήρα στην τουρκική εξωτερική πολιτική. Όμως εκτιμάται ότι η διατήρηση των διαύλων και των συζητήσεων μπορεί να συντηρήσει αυτό το κλίμα μη έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και ότι αν οι 11 μήνες ηρεμίας στο Αιγαίο ,γίνουν 15 η 18 η παραταθεί ακόμη περισσότερο και αυτό είναι σημαντικό όφελος.
Καθώς η Αθήνα θέλει να προστατεύσει αυτό το κλίμα, η ακραία ρητορική του Ερντογάν για τον πόλεμο της Γάζας προκαλεί ανησυχία. Ο ίδιος ο Τούρκος ηγέτης έχει δηλώσει ότι εκτός από την καταγγελία όσων χωρών στηρίζουν το Ισραήλ καθιστώντας τες συνενόχους στο «έγκλημα της Γάζας» θα επιχειρήσει να πείσει τις χώρες που ψήφισαν εναντίον ή αποχή (όπως η Ελλάδα) στην ψηφοφορία της Γ.Σ. του ΟΗΕ για την κατάπαυση του πυρός.
Η Ελλάδα παρά το γεγονός ότι έχει μετριάσει σημαντικά σε πολιτικό επίπεδο την αρχική στάση της πλήρους στήριξης του Ισραήλ, απέχει κατά πολύ από τις τουρκικές θέσεις όπως διατυπώνονται από τον πρόεδρο Ερντογάν. Και είναι προφανές ότι ο Κ.Μητσοτάκης δε θα αφήσει αναπάντητους ισχυρισμούς και υπαινιγμούς που στρέφονται όχι μόνο εναντίον της Ελλάδας αλλά και εναντίον της Ε.Ε. και της Δύσης συνολικά. Εξάλλου θα φέρουν σε δύσκολη θέση την ελληνική πλευρά ι ισχυρισμοί ότι το Ισραήλ είναι «κράτος τρομοκράτης», που θα καταγγέλλουν την προσπάθεια κατοχής της Γάζας, όταν προέρχονται από τον ηγέτη μιας χώρας που πριν ένα χρόνο απειλούσε ότι θα εκτοξεύσει πύραυλο εναντίον της Αθήνας ,που συμπεριφέρεται πειρατικά στην Ανατολική Μεσόγειο, που ασκεί πολιτική εθνοκάθαρσης στη Β.Συρία και κυρίως εκπροσωπεί μια χώρα που κατέχει παράνομα τη Βόρεια Κύπρο για 49 χρόνια.
Ο Τ.Ερντογάν στον Πόλεμο της Γάζας, δεν εμπνέεται φυσικά από αμιγώς ανθρωπιστικές ευαισθησίες, αλλά θεωρεί ότι βρήκε μια μοναδική εύκαιρία να προβάλει και να εμπεδώσει τον νέο ρόλο της χώρας του ως ηγετικής περιφερειακής δύναμης και με παγκόσμιο αποτύπωμα, ως ηγέτιδα δύναμη του μουσουλμανικού κόσμου αλλά και των καταπιεσμένων ανά τον κόσμο.
Και το γεγονός ότι ούτε φυσικά το Ισραήλ, ούτε η Δύση, ούτε όμως και οι Άραβες δείχνουν διάθεση να αναθέσουν έναν ρόλο στην Τουρκία και έχοντας αποκλεισθεί ακόμη και από τις διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση των ομήρων, είναι κάτι που έχει εξοργίσει ακόμη περισσότερο τον Τ.Ερντογάν.
Η συνάντηση της Αθήνας δε θα είναι εύκολη, καθώς ούτε οι τουρκικές διεκδικήσεις εναντίον της χώρας μας έχουν εγκαταλειφθεί ,ενώ και στο σημαντικό κεφάλαιο των ευρωτουρκικών το οποίο ο κ. Ερντογάν θέλει να προβάλει και για συμβολικούς αλλά και πρακτικούς λόγους δείχνοντας ότι κατορθώνει να αποσπά ανταλλάγματα από τη Δύση, δεν μπορεί να προχωρήσει. Και η Αθήνα μπορεί να δηλώνει ότι υποστηρίζει την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, αλλά η στάση της στις δυο απαιτήσεις του τούρκου ηγέτη ,στην απελευθέρωση της βίζας για τους τούρκους πολίτες και για την αναβάθμιση της Τελωνειακής ΄Ενωσης, συνοδεύεται από όρους που απορρίπτει η Αγκυρα.
Η Αθήνα προετοιμάζεται για μια ούτως ή άλλως δύσκολη συνάντηση, με την ελπίδα ότι οι εξελίξεις στον Πόλεμο στη Γάζα, δεν θα ρίξουν βαριά σκιά που θα την κάνουν ακόμη δυσκολότερη.