Του Δημήτρη Τσαϊλά*
Τα διάφορα είδη και οι μορφές της αποτροπής, είναι απαραίτητο να εξετασθούν, ώστε να γίνουν αντιληπτές οι επιπτώσεις τους για την ανάπτυξη στρατηγικών αποτελεσματικής αποτροπής. Να τονίσουμε τη σημασία της αντίληψης και της στρατηγικής κουλτούρας στη διαδραστική φύση τους στην αποτροπή. Με μια διαδικασία, όπου θα απαιτείται να εστιάσουμε την προσοχή μας στον τρόπο στο οποίο, όταν απειλούμαστε, η λήψης αποφάσεων να παρουσιάζεται συνήθως ως βαθμιαία κλιμακούμενη, συγκριτική επιλογή κάτω από τους πολλούς περιορισμούς που διαμορφώνονται στη γεωπολιτική σκηνή.
Η διαδικασία αυτή μας οδηγεί σε τρεις κρίσιμες προϋποθέσεις, στην κατανόηση του φάσματος της αποτροπής ώστε να οικοδομήσουμε αποτελεσματικές στρατηγικές.
Πρώτον, η λήψη απόφασης για εφαρμογή μιας στρατηγικής με στοιχεία αποτροπής, κατά μιας απειλής, δεν είναι αποτελεσματική χωρίς να λαμβάνεται ιδιαίτερη προσοχή και ανάλυση στο ευρύτερο γεωστρατηγικό περιβάλλον. Η αποτροπή προσπαθεί να τροποποιήσει το λογισμό “κόστους-οφέλους” των συγκρουόμενων σε μια δυναμική εμπλεκομένων της επιθέσεως, συμμάχων και εταίρων, στην ευρεία και σφαιρική γεωστρατηγικήεικόνα. Ακόμα και στις πιο αξιόπιστες πολιτικές απειλές, η αποτροπή συνήθως πρέπει να είναι ένθετη μιας ευρύτερης στρατηγικής που θα αποσκοπεί να καταστήσει την επιθετικότητα, ως περιττή σε έναν πιθανό εισβολέα καθώς θα είναι δαπανηρή με εμπλοκή και διεθνών παραγόντων.
Δεύτερον, η αποτροπή πρέπει να εκλαμβάνεται κυρίως ως μια αξιόπιστος προσπάθεια να μετασχηματίσει τη σκέψη του, ένας επιτιθέμενος. Αποτρεπτικές πολιτικές αντιμετωπίζονται συχνά μέσω ενεργειών που χρειάζονται για να αυξήσουν το κόστος και τους κινδύνους μιας επίθεσης, με τρόπους και μέτρα που τα πιθανά επιχειρησιακά αποτελέσματα μέσα από μια εκστρατεία να είναι καταφανώς εις βάρους του επιτιθεμένου. Αλλά τα αποτελέσματα από αυτά τα βήματα εξαρτώνται εξ ολοκλήρου από την επίδρασή τους, στις αντιλήψεις και την αναδυόμενη κατάσταση, λαμβάνοντας υπόψη την επιθετικότητα του αντιπάλου. Κάθε στρατηγική για την πρόληψη της επιθετικότητας, πρέπει να αρχίσει με την εκτίμηση καταστάσεως, για τα συμφέροντα, τα κίνητρα, τις δυνατότητες και τις επιταγές του επιτιθέμενου.
Τρίτον, προηγείται η επιθετικότητα (λεκτική και πρακτική), από την έναρξη των εντάσεων, κρίσεων και τελικά των συγκρούσεων, μέσω συνήθως, μιας διαδικασίας λήψεως αποφάσεων που κλιμακώνεται σταδιακά και δεν χαρακτηρίζεται από ένα σημείο μιας και μόνο απόφασης.
Πέραν των παραπάνω, τα κράτη, κάποιες φορές, αποφασίζουν να λύσουν τις διαφορές τους με πόλεμο. Αυτό που προκύπτει, από τη μελέτη ιστορικών παραδειγμάτων είναι, ότι και οι ευκαιριακοί τυχοδιωκτισμοί μπορούν να προκαλέσουν εντάσεις, στη συνέχεια κρίσεις που τελικά οδηγούνται σε συγκρούσεις, είτε σημειακές ή ολοκληρωτικές. Επίσης, πολλά κράτη καταλήγουν σε επιθετικές ενέργειες, επειδή αισθάνονται ότι δεν έχουν άλλη επιλογή, και αναλαμβάνουν το τεράστιο ρίσκο, σε εκείνο το σημείο, μέσω μιας παρανοϊκής διαδικασίας σκέψης που δεν είναι αποτέλεσμα μιας ορθολογιστικής απόφασης.
Η αποτροπή, πρέπει να γίνει κατανοητή σε αυτό το πλαίσιο, όχι ως μια στρατηγική για να επηρεάσει εκείνη τη μια συγκεκριμένη στιγμή, τον ορθολογικό λογισμό κόστους-οφέλους, αλλά ως ένα ικανό δυναμικό μέσο για τη διαμόρφωση των αντιλήψεων του επιτιθέμενου μέσα από μια συγκεκριμένη, βασανιστική διαδικασία που μπορεί να διαρκέσει για μια ικανή χρονική περίοδο. Κατά μία έννοια, αυτή η χρονική περίοδος δεν είναι εύκολο να καθοριστεί, διότι επηρεάζεται από τη ρευστότητα των διεθνών προκλήσεων.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις πρακτικές περί αποτροπής, ο Ελληνισμός, πρέπει να αντιλαμβάνεται το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο με μια στρατηγική αίσθηση, αναπτύσσοντας την ουσία της ναυτικής ισχύος ως συνδετική δύναμη της ενότητας των θαλασσών στα παγκόσμια κοινά, καθώς υπάρχουν ιστορικές, πολιτιστικές, πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές αιτίες για να σκεφτούμε για το καθένα ξεχωριστά αλλά και για όλα μαζί με στρατηγική άποψη στην περιοχή μας.
Ο ελληνισμός βρίσκεται σε όλο και πιο περίπλοκο περιβάλλον ασφαλείας που περιγράφεται από την επίμονη διαταραχή, στο λειτουργικό περιβάλλον της Ανατολικής Μεσογείου όπου βρίσκονται η Κύπρος και η Κρήτη, τα δύο “αβύθιστα αεροπλανοφόρα του Ελληνισμού” με τεράστια γεωστρατηγική σημασία. Οπότε καλούμαστε να αναπτύξουμε μια στρατηγική για τη διατήρηση του γεωπολιτικού ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος σε σχέση με τον Τούρκο αμφισβητία, αφού οι Τούρκοι δεν στέκονται πλέον στην αδράνεια, όταν πρόκειται για θαλάσσια ισχύ, καθώς έχουν αυξήσει τις επενδύσεις τους στις αεροναυτικές δυνατότητές τους σε σημείο που αρχίζει να ανατρέπεται η ισορροπία ισχύος, εις βάρος μας. Οπότε είναι ξεκάθαρο πλέον ότι η ενίσχυση του Στόλου μας, καθώς και η διατήρηση μιας σταθερής αεροναυτικής παρουσίας στη Μεσόγειο, πρέπει να ξεχωρίζουν ως οι πιο κρίσιμες προτεραιότητες για τη μελλοντική ανάπτυξη του Πολεμικού Ναυτικού.
Η αποτροπή πρέπει να προβληθεί όχι μόνο σε εθνικό επίπεδο αλλά και σε περιφερειακό και μάλιστα με όρους συμβατικών και αντισυμβατικών μέσων (ανορθόδοξου πολέμου). Στο θέατρο επιχειρήσεων απαιτείται αποτελεσματική συνεργασία για την ασφάλεια, εφόσον οι δραστηριότητες που θα αναληφθούν θα είναι μια μορφή εκτεταμένης αποτροπής, δημιουργώντας ασφάλεια και στέρηση συνθηκών σύγκρουσης από το δυνητικό αντίπαλο. Αυτό απαιτεί μια αξιόπιστη αντιαεροπορική άμυνα ώστε να ενισχυθεί η αποτροπή, παρέχοντας μια ομπρέλα προστασίας “προς τα εμπρός” κατά την ανάπτυξη φίλιων και συμμαχικών δυνάμεων, συμβάλλοντας παράλληλα στην αρχιτεκτονική υπεράσπισης της στρατηγικής της Ελλάδος. Είναι απαραίτητο να χρησιμοποιήσουμε προκεχωρημένες εθνικές και συμμαχικές βάσεις, καθώς και κάθε τεχνολογικό μέσο ώστε να επιτύχουμε διαρκή πληροφόρηση, βασισμένη στη θαλάσσια στρατηγική αποτροπής.
Η ικανότητα μας να διατηρούμε ελεύθερη τη θάλασσα επιχειρήσεων και τις θαλάσσιες γραμμές επικοινωνίας είναι μια από τις σημαντικότερες επιχειρήσεις, καταλύτης για τις διακλαδικές επιχειρήσεις και τον θαλάσσιο έλεγχο που απαιτεί δυνατότητες σε τακτικό και σε επιχειρησιακό επίπεδο ελέγχου του γεωγραφικού χώρου και του κυβερνοχώρου. Υπάρχουν πολλές προκλήσεις όσον αφορά την ικανότητά μας να ασκήσουμε θαλάσσιο έλεγχο, όμως εκτιμάται ότι για την ώρα η όλη προσπάθειά μας περιορίζεται στη λειτουργία των υποβρυχίων τύπου 214 “Παπανικολής” και των πυραυλακάτων“Vosper”, αφού ο υπόλοιπος στόλος πλέον είναι γερασμένος καθώς η μέση ηλικία των πλοίων μας υπερβαίνει τα τριάντα χρόνια και την επομένη πενταετία, εφόσον συνεχισθεί η αδράνεια ανανέωσης θα βρεθούμε σε πολύ δύσκολη θέση.
Πρέπει λοιπόν να μπορούμε να εξασκούμε επιχειρήσεις για να εξουδετερώσουμε τη κάθε λογής απειλή. Οφείλουμε να μην επιτρέψουμε συνθήκες υπό τις οποίες οι ναυτικές δυνάμεις μας θα εμποδιστούν από την ελευθερία ελιγμών και πρόσβασης, ούτε να επιτρέπουμε στον αντίπαλο να διαταράξει την εθνική εφοδιαστική αλυσίδα, εμποδίζοντας ζωτικής σημασίας θαλάσσιες γραμμές επικοινωνίας και ηλεκτρονικού εμπορίου. Ασκώντας δόγμα ενιαίου χώρου του Ελληνισμού (Ελλάδα-Κύπρος) πρέπει να είμαστε σε θέση να επιβάλλουμε τοπικό θαλάσσιο έλεγχο όπου κρίνεται αναγκαίο, συνεργαζόμενοι με τις φίλιες δυνάμεις και συμμάχους, αλλά και μόνοι μας εάν απαιτηθεί. Αυτό απαιτεί ικανότητά να ξεπεράσουμε τις προκλήσεις και να αποκτήσουμε ισχυρή αξιοπιστία με απόκτηση νέων μονάδων.
Συμπεράσματα
Για αιώνες τα σκάφη που πλέουν στη θάλασσα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ζωής του Ελληνισμού στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Όταν η εμβέλεια της Ελλάδας ιστορικά, είτε μέσω των ναυτικών δυνάμεων, των ακτοφυλάκων και του εμπορικού στόλου της, επιδιώκει την οικοδόμηση επιρροής και ισχύος, μέσω της συνεργασίας, της πειθούς και του εξαναγκασμού, η θαλάσσια ισχύς αποτελεί το κύριο πλεονέκτημα και κρίσιμη επένδυση για τον Ελληνισμό. Η διατήρηση της περιφερειακής ισορροπίας του Ελληνισμού με τη διαχείριση της θαλάσσιας ισχύος καθίσταται αναγκαία για την αντιμετώπιση μιας κατάστασης που αυξάνει τον ανταγωνισμό ακόμη και των μεγάλων δυνάμεων εκτός των κακότροπων γειτόνων μας.
Η δημιουργία και διατήρηση της ασφάλειας στη θάλασσα είναι απαραίτητη για να μπορούμε να μετριάζουμε όχι μόνο την απειλή ενός κεραυνοβόλου πολέμου, αλλά της πειρατείας, της τρομοκρατίας, του λαθρεμπορίου όπλων, ναρκωτικών και άλλων παράνομων δραστηριοτήτων.
Πηγαίνοντας προς τα εμπρός, είναι ανάγκη να αξιολογήσουμε τις νέες τεχνολογίες, πως μπορούν να επηρεάσουν τις αποστολές στο Ναυτικό και τις προοπτικές τους για την επιτυχία των επιχειρήσεων, οπότε είναι απαραίτητος ο εκσυγχρονισμός των πεπαλαιωμένων μονάδων. Στα νικηφόρα σενάρια που αφορούν ιδιαίτερα την Τουρκία πρέπει να ληφθούν υπόψη οι λειτουργικές αλληλεπιδράσεις σε πολλαπλούς τομείς, συμπεριλαμβανομένου του χώρου και του κυβερνοχώρου, βοηθώντας οι προβλέψεις μας να καταδείξουν πώς μια διένεξη ενδέχεται να ξετυλιχθεί μέσα από τις διάφορες φάσεις και πώς η Ελλάδα και οι σύμμαχοι μας μπορούν να τερματίσουν τις μάχες με ευνοϊκούς όρους πολιτικής.
Για την επίτευξη των στόχων, το Πολεμικό Ναυτικό χρειάζεται να οικοδομήσει μια ισορροπημένη δύναμη με απόκτηση νέων μονάδων, τόσο για τη διατήρηση της ισορροπίας δυνάμεων όσο και για την εκπλήρωση της αποστολής αποτροπής. Για την εκτέλεση αυτής της αποστολής, παράλληλα με την ετοιμότητα των μονάδων το Πολεμικό Ναυτικό χρειάζεται να προμηθευτεί με ένα πλήρες φάσμα ναυτικού εξοπλισμού, συμπεριλαμβανομένων των πολλαπλής χρήσεως πολεμικών πλοίων επιφανείας και ναυτικής αεροπορίας.
Τέλος, αλλά το κυριότερο που πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους μας, η φράση του Ηροδότου, ότι για να έχουμε πατρίδα χρειαζόμαστε πλοία στη θάλασσα. Για να αποφύγουμε τις περιπέτειες εθνικής ασφάλειας και κρατικής επιβίωσης, απαιτείται να βάλουμε βαθειά το χέρι στη τσέπη όλοι μας, για τον εκσυγχρονισμό του Στόλου μας. Κυρίως οι Έλληνες πλοιοκτήτες, εφοπλιστές, επιχειρηματίες και βιομήχανοι αλλά και οι απόδημοι πατριώτες για μια πανεθνική επένδυση στην Πατρίδα μας. Ένα σύγχρονο Πολεμικό Ναυτικό δεν αποτελεί πρόκληση για πόλεμο, είναι η πιο σίγουρη εγγύηση της ειρήνης. Ήρθε η ώρα να χρηματοδοτήσουμε όλοι μας οι πατριώτες για να ανεγερθεί η ναυτική μας ισχύ. Ο Ελληνικός λαός αξίζει ένα σύγχρονο Πολεμικό Ναυτικό.
* Ο κ. Δημήτρης Τσαϊλάς είναι Υποναύαρχος ε.α., ΠΝ.