Η επίσκεψη Ερντογάν στην κατεχόμενη Κύπρο πρόσθεσε ακόμη ένα επεισόδιο στη διπλωματική κόπωση, αν όχι αδιέξοδο, που βασανίζει τη διεθνή διπλωματία αλλά παράλληλα επιδιώκει συστηματικά και μεθοδευμένα η τουρκική διπλωματία. Οι δηλώσεις του τούρκου Προέδρου για «καλά νέα» και «μήνυμα ειρήνης» που προηγήθηκαν της επίσκεψής του, καλλιέργησαν ένα επικοινωνιακό όργιο φημών και προσδοκιών από τα ελεγχόμενα τουρκικά ΜΜΕ, που τελικά δεν επαληθεύθηκαν.
Ούτε αναγνωρίστηκε το ψευδοκράτος από το Αζερμπαϊτζάν ή το Πακιστάν ή από κάποιο άλλο κράτος, ούτε κι έγιναν ανακοινώσεις για την ανακάλυψη κάποιου κοιτάσματος φυσικού αερίου στην κυπριακή ΑΟΖ την οποία τα τουρκικά γεωτρύπανα έχουν μετατρέψει σε ελβετικό τυρί.
Ωστόσο, στην πραγματικότητα ο τούρκος Πρόεδρος παρέμεινε πιστός στην πολιτική των υπολογισμένων προκλήσεων και ρίσκων που ακολουθεί στο πλαίσιο της μεγάλης εικόνας που ο ίδιος υπηρετεί, και υπερέβη τις κόκκινες γραμμές, τα διπλωματικά εσκαμμένα και τα όρια της νομιμότητας τόσο, όσο χρειαζόταν σε αυτή τη συγκυρία.
Αν και το 2017 στο Κραν-Μοντανά η λύση της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας φαινόταν πιθανή όσο ποτέ, σήμερα αυτό το ενδεχόμενο αποτελεί πλέον μακρινή προοπτική, αν υποθέσουμε ότι αποτελεί ακόμη κάποια προοπτική, μετά το ναυάγιο της τελευταίας πενταμερούς και την αλλαγή στάσης της Άγκυρας και του ελεγχόμενου από αυτήν κατοχικού ηγέτη.
Η προσέγγιση «δύο λαοί-δύο κράτη», αν και βρίσκεται εκτός διεθνούς νομιμότητας και την παραβιάζει κατάφωρα, συνιστά την ξεκάθαρη πολιτική που εφαρμόζει πλέον η Άγκυρα. Προφανώς, αυτή η επιλογή ενισχύει τη διαπραγματευτική θέση της Άγκυρας καθώς μπορεί να την αξιοποιήσει μελλοντικά για να αποσπάσει περισσότερα ανταλλάγματα, ώστε να επιστρέψει στο θεσμικά αποδεκτό πλαίσιο της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας.
Ωστόσο, η παραπάνω εξήγηση αφορά στο έλασσον, σε μια τετριμμένη διαπραγματευτική τακτική, που ενώ σε επικοινωνιακό επίπεδο είναι εντυπωσιακή, ωστόσο δεν αιφνιδιάζει όσους συμμετέχουν σε διαπραγμάτευση και κυρίως δεν αγγίζει την ουσία της διαπραγμάτευσης. Στην πραγματικότητα, ο Ερντογάν αναποδογύρισε το τραπέζι της διαπραγμάτευσης και αποχώρησε οριστικά από αυτήν, όταν έθεσε ως βάση της συζήτησης στην άτυπη πενταμερή, την προσέγγιση «δύο λαοί, δύο κράτη».
Ο Ερντογάν και η κατοχική μαριονέτα του εγκατέλειψαν τη διαπραγμάτευση, διότι πλέον ο ίδιος πιστεύει πως μπορεί να επιβάλει τετελεσμένα στην περιοχή, και συνεπώς τις καλύτερες λύσεις για τον ίδιο. Η ποσοστικοποίηση του ανοίγματος στα Βαρώσια είναι μόνο η αρχή, που εξυπηρετεί μια συγκεκριμένη σκοπιμότητα για την Άγκυρα. Να αφήσει ικανό χρόνο στη διεθνή κοινότητα για να εκτονώσει την αντίδρασή της και να ξοδέψει τόσο διπλωματικό κεφάλαιο, ώστε να προσθέσει και άλλη διπλωματική κόπωση, και συνεπώς απογοήτευση, στο Κυπριακό Ζήτημα.
Μετά την ανακοίνωση για το μερικό άνοιγμα των Βαρωσίων θα ακολουθήσουν πρωτοβουλίες που θα κεφαλαιοποιήσουν τα πρώτα θετικά αποτελέσματα που θα σπεύσει να διαφημίσει η Άγκυρα. Στο τέλος αυτής της διαδρομής, ο Ερντογάν θα κομίσει «καλά νέα» και «μήνυμα ειρήνης» γιατί θα είναι έτοιμος να εφαρμόσει τη «φόρμουλα της Κριμαίας».
Του αρκεί να μεθοδεύσει ένα δημοψήφισμα στα Κατεχόμενα προκειμένου να προχωρήσει στην προσάρτησή τους και έτσι να μεγαλώσει και τα «σύνορα της καρδιάς» και τη «γαλάζια πατρίδα» πριν τα εκατοντάχρονα της Τουρκικής Δημοκρατίας (sic) και την προκήρυξη προεδρικών εκλογών. Ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις απέναντι στην προοπτική αυτού του χειρότερου σεναρίου.
Η Κύπρος είναι ο αδύναμος κρίκος στην περιοχή και ο εύκολος στόχος για την Τουρκία. Πολύ δε περισσότερο, η σκλήρυνση των συνόρων με τα οποία ο Ερντογάν θα μπορούσε να αντικαταστήσει την πράσινη γραμμή, θα δημιουργήσει μια τουρκοκυπριακή οριογραμμή πίσω από την οποία το ισχυρό μέρος θα καλλιεργεί συστηματικά σχέσεις εξάρτησης, που θα του επιτρέψουν να ελέγχει ουσιαστικά την Κυπριακή Δημοκρατία.
Πίσω στην επικαιρότητα, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ δυσκολεύεται ακόμη και να υιοθετήσει μια Προεδρική Δήλωση που θα καταδίκαζε απερίφραστα τις τουρκικές μονομερείς ενέργειες που παραβιάζουν τη διεθνή έννομη τάξη και τις ίδιες τις αποφάσεις του αναφορικά με τα Βαρώσια. Οι ΗΠΑ δεν θέλουν περαιτέρω αποσταθεροποίηση στην περιοχή και φυσικά δεν επιθυμούν να δουν τη φόρμουλα της Κριμαίας στην τουρκική εκδοχή.
Η Ρωσία δεν θέλει να ταυτιστεί η φόρμουλα της Κριμαίας με ένα καθεστώς που οριστικά και αμετάκλητα έχει χαρακτηριστεί ως παράνομο τόσο στο πλαίσιο του ΟΗΕ όσο και από Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η Γαλλία βρίσκεται απέναντι στις τουρκικές μεθοδεύσεις χωρίς αστερίσκους, ενώ η Κίνα ενδιαφέρεται, όπως πάντα, περισσότερο για τα δικά της κεκτημένα παρά για τη διεθνή νομιμότητα.
Αντίθετα, το Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθεί να λειτουργεί πολλές φορές διπλωματικά ως αυτοκρατορία, ειδικά μετά το Brexit, και ρισκάρει περισσότερα από όσα έχει διακινδυνεύσει το Βερολίνο με την στάση ανοχής απέναντι στις προκλητικές κινήσεις του Ερντογάν. Υπό αυτή την έννοια, δεν χρειάζεται περαιτέρω εξήγηση η αντίθεση της Ιρλανδίας και της Ινδίας στο σχέδιο της Προεδρικής Δήλωσης που κυκλοφόρησε η βρετανική αντιπροσωπεία στο Συμβούλιο Ασφαλείας.
Όμως, στο τέλος της ημέρας στη Νέα Υόρκη, αυτό που θα κριθεί, είναι το αν η διεθνής κοινότητα θα επιδιώξει να αντιδράσει δυναμικά στις τουρκικές προκλήσεις και την προοπτική της «κριμαιοποίησης» της Κατεχόμενης Κύπρου, ή αν θα κερδίσει ακόμη μια φορά η δημιουργική ασάφεια στη διατύπωση, που θα επιτρέψει σε όλους να αποχωρήσουν από το τραπέζι του Συμβουλίου Ασφαλείας ικανοποιημένοι, αλλά αργότερα θα δηλώσουν ομόφωνα και χωρίς χρονοτριβή τον αποτροπιασμό τους για όσα μπορεί να κάνει, και μάλλον θα κάνει ο Ερντογάν στην Κύπρο. Ξεκινώντας με το τετελεσμένο του 3,5% στα Βαρώσια.
*Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης, Επίκουρος Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, Νομική ΑΠΘ