Όπως συμβαίνει κάθε φορά που δρομολογείται (ή υπάρχουν ενδείξεις δρομολόγησης) ένα μείζον εξοπλιστικό πρόγραμμα εμφανίζονται δεκάδες δημοσιεύματα επί της προμήθειας από πολλαπλές κατευθύνσεις και με διαφορετικές στοχεύσεις. Ως συνήθως, η σοβαρότητα και αξιοπιστία αυτών των δημοσιευμάτων ποικίλει από την πλήρη ασχετοσύνη και γελοιότητα μέχρι και τον σοβαρότατο προβληματισμό και κατάθεση τεκμηριωμένων απόψεων, γνώσεων, προβληματισμών και προτάσεων. Αντίστοιχα ποικίλουν και οι προθέσεις των δημοσιευμάτων που είναι αποδεκτό να αποσκοπούν ακόμη και στη διαφήμιση και προώθηση συγκεκριμένων προτάσεων.
Παρά τις ακρότητες αρκετών δημοσιευμάτων, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως θετική την ευρεία ενασχόληση ειδικών, ημιμαθών και απληροφόρητων με τα αμυντικά προβλήματα της χώρας. Παρά ταύτα μας λυπεί το γεγονός ότι παραπλήσιο ενδιαφέρον στο παρελθόν -έστω και σε μικρότερη κλίμακα- δεν κατόρθωσε να παρακινήσει τους ταγούς μας να προχωρήσουν έγκαιρα στην λήψη των επιτακτικών αποφάσεων και δρομολόγηση των ενεργειών ενίσχυσης της αμυντικής μας ισχύος.
Αναπόφευκτα το τεράστιο σε κόστος αλλά και σημασία, πρόγραμμα προμήθειας νέων φρεγατών για το Πολεμικό Ναυτικό μας μαζί με τα συναφή και συμπαρασυρόμενα υποπρογράμματα κυριαρχεί στην ειδησιογραφία. Η υλοποίηση αυτού του προγράμματος υπό τις βέλτιστες συνθήκες, που αναπόφευκτα είναι και μερικώς αλληλοσυγκρουόμενες, έχει καταστεί ζωτική προτεραιότητα. Καίτοι δεν προέρχομαι από τον χώρο του Πολεμικού Ναυτικού ούτε κατέχω εξειδίκευση στο σύνθετο χώρο των αμυντικών προμηθειών θα τολμήσω να προχωρήσω στην κατάθεση ορισμένων σκέψεων με στόχο, όχι φυσικά την αξιολόγηση οποιοδήποτε προσφορών, αλλά τη διευκόλυνση της μεθοδολογικής προσέγγισης στο θέμα ή σε άλλα παραπλήσια.
Αρχικά πρέπει να κατανοήσουμε ότι κανένα κύριο οπλικό σύστημα, όσο σημαντικό και αν είναι (φρεγάτες, υποβρύχια, νέα μαχητικά αεροσκάφη, συστήματα αεράμυνας) δεν μπορούμε να το βλέπουμε μεμονωμένο παρά μόνο ως ένα κομμάτι από το πολύπλοκο «puzzle» του συνολικού αμυντικού μας οικοδομήματος. Συνεπώς και το πλέον υποσχόμενο οπλικό σύστημα αν, για διαφόρους λόγους, δεν μπορεί να συνεργαστεί αρμονικά με τα λοιπά συστήματα ή υποσυστήματα και να ενταχθεί ομαλά στο σύστημα υποστήριξης και στα δόγματα δράσης των ενόπλων δυνάμεων θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με επιφύλαξη. Εξαιρέσεις πάντα μπορεί να υπάρχουν.
Επίσης πρέπει να αποβάλλουμε την λανθασμένη εντύπωση ότι ένας Κλάδος των Ενόπλων Δυνάμεων θα διεξαγάγει μόνος του τον πόλεμο και κατά συνέπεια θα πρέπει να έχει τις ικανότητες να επιχειρήσει με τις δικές του και μόνο δυνάμεις καλύπτοντας το σύνολο της Ανατολικής Μεσογείου. Ο πόλεμος θα διεξαχθεί διακλαδικά και συλλογικά και κάθε Κλάδος-όπλο-σύστημα-μαχητής θα πρέπει να αναλάβει την αποστολή που μπορεί να φέρει επιτυχώς σε πέρας με την μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και το μικρότερο κόστος.
Επίσης, κανένα κύριο οπλικό σύστημα δεν καλύπτει στο 100% τις επιχειρησιακές απαιτήσεις των πιθανών πελατών και αυτό είναι φυσικό λόγο της πολυπλοκότητας και εξειδίκευσης των συστημάτων και υποσυστημάτων αλλά και των πανσπερμίας των απειλών που καλείται να αντιμετωπίσει. Ανέκαθεν η διεύρυνση του φάσματος των αποστολών-λειτουργιών έρχεται σε αντίθεση με την εξειδικευμένη αποτελεσματικότητα και η επίτευξη της απαιτούμενης ισορροπίας απαιτεί αξιόπιστο συγκερασμό επιδιώξεων και απειλών, σημερινών και σε βάθος χρόνου.
Για παράδειγμα, ένα άκρως αποτελεσματικό σκάφος αντιαεροπορικής αμύνης περιοχής δύσκολα θα μπορούσε να κατέχει τα πρωτεία και στον ανθυποβρυχιακό πόλεμο και συγχρόνως να διαθέτει ανεξάντλητα αποθέματα υποστρατηγικών κατευθυνομένων βλημάτων (εκτός και αν παραγγείλουμε το Battleship Galactica!).
Βέβαια πρέπει να επισημάνουμε ότι οι ικανότητες επιτυχούς αντιμετώπισης κατευθυνομένων βλημάτων (από όπου και αυτά αν προέρχονται ή όποια μορφή και να έχουν) αποτελεί ίσως το σημαντικότερο επιζητούμενο από τις υπό προμήθεια φρεγάτες λόγω της φύσεως της απειλής και της μορφής του θεάτρου επιχειρήσεων. Η ικανότητα αυτή εξασφαλίζεται (φυσικά ποτέ απόλυτα) με τη σωστή αναλογία και αριθμό διαφορετικού μεθόδου λειτουργίας συστημάτων και όπλων που συνδυαστικά εγγυώνται το καλύτερο δυνατόν αποτέλεσμα ανά περίπτωση καλύπτοντας ακόμη και περιπτώσεις συνδυασμένων επιθέσεων κορεσμού.
Αν μάλιστα αντιληφθούμε ότι τα περισσότερα κύρια οπλικά συστήματα (σε ξηρά, θάλασσα και αέρα) πρέπει να αντιμετωπίζονται ως φορείς ζωτικών αλληλοσυμπληρούμενων και αλληλοϋποστηριζόμενων υποσυστημάτων, κάθε σύγκριση γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη. Η επιτυχημένη προμήθεια φρεγατών δεν εξαρτάται μόνο από την επιλογή του βασικού σκάφους αλλά και από την ορθή επιλογή της διαμόρφωσης και των δεκάδων υποσυστημάτων και οπλικών συστημάτων που θα εγκατασταθούν επ’ αυτής.
Ο προβληματισμός επιτείνεται με το ερώτημα της προμήθειας μεγαλύτερου αριθμού συστημάτων μετρίων σχετικά επιδόσεων (συνήθως χαμηλότερου κόστους πρόκτησης και λειτουργίας ανά μονάδα και συνεπώς «ευκολότερα αναλώσιμων» αν επιτρέπεται να πούμε κάτι τετοιο) έναντι της απόκτησης πανάκριβων και ολιγάριθμων «state of the art» συστημάτων υψηλότερων επιχειρησιακών ικανοτήτων και δυσαναπλήρωτων.
Άλλος σοβαρότατος προβληματισμός έχει να κάνει με τη γενικότερη ισορροπία των κυρίων μονάδων. Πόσες φρεγάτες (και σε τι ρόλους), πόσες κορβέτες, πόσες πυραυλακάτους, πόσα υποβρύχια, πόσα συστήματα κατευθυνόμενων βλημάτων εδάφους-επιφανείας χρειάζεται ο στόλος μας; Μήπως κάποια καθήκοντα μπορούν να αναληφθούν περισσότερο cost-effective από άλλα μέσα (πχ αεροσκάφη, ελικόπτερα, εκτοξευτές πυραύλων) ; Η επιλογή ενός κυρίου συστήματος σίγουρα συμπαρασύρει ποσοτικά αλλά και ποιοτικά (διαμόρφωση) και τα υπόλοιπα συστήματα. Δηλαδή ο αριθμός και διαμόρφωση των υπό προμήθεια φρεγατών συνδέεται με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά και αριθμούς των κορβετών και πυραυλακάτων που πλαισιώσουν ή μελλοντικά θα πλαισιώσουν τον στόλο μας.
Η απλή αντιπαράθεση αριθμών και της ποικιλίας των υποσυστημάτων που μεταφέρει το κάθε κύριο οπλικό σύστημα μπορεί να είναι ενδιαφέρουσα αλλά δεν είναι καθοριστική αν δεν ενταχθεί στη συνολική μορφή του στόλου που επιθυμούμε να αποκτήσουμε. Φυσικά και δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οδηγός για κάθε απόφαση στον τομέα των εξοπλισμών πρέπει να είναι η εκπλήρωση των στόχων της εθνικής στρατηγικής λαμβάνοντας υπόψη την εξελισσόμενη μορφή της εχθρικής απειλής σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό βάθος.
Στην υποθετική δε περίπτωση που παραλαμβάνουμε -έστω άνευ κόστους- το τελειότερο οπλικό σύστημα (πχ την ικανότερη φρεγάτα) πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι μπορούμε να την αξιοποιήσουμε και να την υποστηρίξουμε -συμπεριλαμβανομένων των αναγκαίων αναβαθμίσεων- σε βάθος ικανού χρόνου (μιλάμε για 3 τουλάχιστον δεκαετίες). Δυστυχώς η οικονομία κλίμακος εφαρμόζεται και στα στρατιωτικά συστήματα! Οι εξειδικευμένες εκδόσεις (configurations) που απευθύνονται σε μοναδικούς πελάτες και σε περιορισμένους αριθμούς, έστω και αν ενσωματώνουν πρωτόγνωρες τεχνολογίες και καινοτομίες, έχουν συνήθως άσχημη κατάληξη ειδικά από πλευράς υποστήριξης. Αντίθετα, οπλικά συστήματα που εντάχθησαν στις ένοπλες δυνάμεις διαφόρων κρατών και παρήχθησαν σε ικανούς αριθμούς με την πρόβλεψη συμπαραγωγών, συνήθως σημείωσαν επιτυχία ενώ έδωσαν το κίνητρο στους συμμετέχοντες να εξασφαλίσουν την μακροημέρευση τους «εν υπηρεσία».
Μιας και αναφερθήκαμε σε καινοτομίες, πράγματι η καινοτομία στη στρατιωτική τέχνη είναι ένα εχέγγυο της επιτυχίας αλλά εμπεριέχει και σημαντικούς κινδύνους από την εμφάνιση «νηπιακών» προβλημάτων μέχρι και την περίπτωση πλήρους αποτυχίας εκπλήρωσης των υψηλών συνήθως επιχειρησιακών προσδοκιών. Μπορούμε να καυχηθούμε ότι το Πολεμικό μας Ναυτικό έχει συχνά στην σύγχρονη ιστορία του προχωρήσει σε πρωτοποριακές επιλογές οπλικών συστημάτων και υιοθέτηση νέων τακτικών διεθνούς αναφοράς.
Στον κυκεώνα όλων αυτών των συγκρουόμενων στοιχείων προστίθενται και άλλα εξίσου σημαντικά διαβαθμισμένα χαρακτηριστικά και παράμετροι που αφορούν τις πραγματικές επιδόσεις των συστημάτων (ημετέρων και εχθρικών), τακτικές, αποστολές και απειλές, διαθεσιμότητες και απαιτήσεις στελέχωσης και υποστήριξης.
Το συγκεκριμένο πρόγραμμα που εστιάζουμε σήμερα την προσοχή μας (προμήθεια νέων φρεγατών σε μερική αντικατάσταση των γηρασμένων φρεγατών S), συνδέεται και με τον απολύτως αναγκαίο και απαράδεκτα καθυστερημένο εκσυγχρονισμό των 4 υπηρετούντων φρεγατών ΜΕΚΟ. Η επίτευξη παρόμοιων διαμορφώσεων σε κρίσιμα υποσυστήματα μεταξύ των υπό προμήθεια και εκσυγχρονιζόμενων φρεγατών αποτελεί πολλαπλασιαστή ισχύος. Επιπρόσθετα οποιαδήποτε σημερινή επιλογή πρέπει να λαμβάνει υπόψη και την σταδιακή και όχι μακρινή, πλήρη απόσυρση των 9 φρεγατών τύπου S και την αντικατάσταση τους (με φρεγάτες, κορβέτες, συνδυασμό παραπάνω, νέες προτάσεις). Φυσικά ανάλογες αποφάσεις ξεπερνούν τις στενές επιχειρησιακές απαιτήσεις και εισέρχονται και σε πεδία εξωτερικών σχέσεων και διεθνών ισορροπιών αλλά και ανάπτυξης των ημετέρων ναυπηγοεπισκευαστικών ικανοτήτων ενώ τα κόστη και οι διευκολύνσεις πληρωμών διατηρούν ουσιαστική -ίσως και πρωταρχική- σημασία.
Είναι σίγουρο ότι το Πολεμικό Ναυτικό -υπό την καθοδήγηση του ΓΕΕΘΑ- κατέχει την εμπειρία, τεχνογνωσία και το σύνολο των στοιχείων-πληροφοριών για να προχωρήσει στην βέλτιστη διακλαδική επιχειρησιακή επιλογή φρεγάτας (συμπεριλαμβανόμενης της πλήρους διαμόρφωσης και των υποσυστημάτων). Επί αυτού του θέματος δεν πρέπει να υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία. Ενδεχόμενες διαφοροποιήσεις επιχειρημάτων αλλά και επιλογών, εντός της ναυτικής οικογένειας, είναι αποδεκτές καθώς εκπροσωπούν διαφορετικές σχολές σκέψεως του ναυτικού πολέμου ή ακόμη και μια ασυνείδητη προτίμηση σε κατασκευές σκαφών με τα οποία έχει συνδεθεί η ναυτική σταδιοδρομία ορισμένων στελεχών. Σίγουρα όμως η επιτελική επεξεργασία και συνδιαμόρφωση θα καταλήξει σε προτάσεις που θα καλύπτουν πλήρως τις επιχειρησιακές απαιτήσεις του στόλου.
Αντιλαμβάνομαι όμως και τη δικαιολογημένη ανησυχία πολλών αναγνωστών για ενδεχόμενη επικράτηση μη επιχειρησιακών κριτηρίων στη διαδικασία επιλογής. Αναμφισβήτητα η τελική επιλογή αποτελεί ευθύνη και αρμοδιότητα της εκάστοτε πολιτικής κυβέρνησης. Η τελευταία θα πρέπει να συναξιολογήσει την ενδεχόμενη απόκτηση αξιόπιστων εγγυήσεων ασφαλείας από τον πιθανό προμηθευτή (κράτος), την μερική ικανοποίηση ορισμένων άλλων ανταγωνιστών (αυτό που κατακρίνεται ως «μοίρασμα της πίτας των εξοπλιστικών» αλλά μπορεί να προσαυξήσει σε σημαντικό βαθμό την θέση της χώρας αν υπάρξουν σωστοί χειρισμοί), την υλοποίηση σχετικών άμεσων ξένων επενδύσεων, την εγχώρια προστιθέμενη αξία με την ανάθεση ικανού ναυπηγοεπισκευαστικού έργου και μεταφορά τεχνογνωσίας και φυσικά με τα διαθέσιμα ταμειακά αποθέματα, τα κόστη και τα προσφερόμενα χρηματοδοτικά προγράμματα. Δυστυχώς η χώρα μας έχει να αντιμετωπίσει και το τιτάνιο έργο της υπέρβασης μιας δαιδαλώδους και απαγορευτικής για αμυντικές προμήθειες νομοθεσίας που αδυνατεί να αποδεχθεί και την δωρεάν προσφορά του συνόλου του 6ου στόλου!
Η συναξιολόγηση όλων αυτών των δεδομένων και η λήψη της βέλτιστης απόφασης δεν είναι εύκολη υπόθεση καθώς οι αντίπαλοι υποψήφιοι προμηθευτές συναγωνίζονται σκληρά με δελεαστικές προσφορές εκμεταλλευόμενος έκαστος τα δικά του πλεονεκτήματα και διασύροντας μέχρι υπερβολής τα αδύνατα σημεία των άλλων. Συχνά μάλιστα, αντιλαμβανόμενοι την υπεροχή μιας πλευράς επανέρχονται με νέες δελεαστικές προσφορές της τελευταίας στιγμής δημιουργώντας νέα δεδομένα, ίσως ευκαιρίες αλλά σίγουρα και καθυστερήσεις.
Οι απαράδεκτες όμως παλινδρομήσεις και καθυστερήσεις των τελευταίων ετών για την ανανέωση του στόλου μας έχουν προσδώσει κρίσιμη αξία στον παράγοντα χρόνο με τις ημερομηνίες παράδοσης των νέων μονάδων και την αγωνιώδη αναζήτηση «ενδιάμεσων» λύσεων να καθίστανται σημαντικότατοι παράγοντες της επιλογής. Να μην λησμονούμε λοιπόν τον καθοριστικό ρόλο που έχει η παροχή μιας δελεαστικής «ενδιάμεσης λύσης» (επί της ουσίας άμεσης λύσης) που αφορά την ταχύτατη ενίσχυση του Πολεμικού Ναυτικού με 2-3 ισχυρές μονάδες επιφανείας. Αν μάλιστα οι μονάδες αυτές ήταν συμβατές με τα υπό προμήθεια πλοία ή/και συμπλήρωναν τις επιχειρησιακές ικανότητες των τελευταίων (για παράδειγμα προσέδιδαν την επιζητούμενη αντιαεροπορική άμυνα περιοχής σε φρεγάτες πολλαπλών ρόλων), με ικανό χρονικό περιθώριο παραμονής στην υπηρεσία, ενδεχομένως τότε και να αποτελούσαν το ισχυρό «χαρτί» της κάθε προσφοράς.
Ορισμένοι εύλογα ανησυχούν και για αθέμιτες πρακτικές από πλευράς των εταιρειών που ενίοτε βρίσκουν ανταπόκριση σε κυβερνητικούς αξιωματούχους σε διάφορα επίπεδα και θέσεις. Εξυπακούεται ότι οποιαδήποτε κυβερνητική απόφαση (οποιασδήποτε κυβέρνησης) θα προκαλέσει την αρνητική τοποθέτηση της (οποιασδήποτε) αντιπολίτευσης και τα αρνητικά σχόλια του «έγκυρου» τύπου. Φυσικά και δεν θα λείψουν οι συγκρίσεις κόστους των φρεγατών με κλίνες των ΜΕΘ και η αναγωγή τους σε αριθμό εμβολίων κατά του Covid-19!
Η κυβέρνηση με την απόφαση της επιλογής του προγράμματος νέων φρεγατών σίγουρα θα απολογηθεί έναντι της αντιπολίτευσης, των ψηφοφόρων, του ναυτικού και της ιστορίας. Η ιστορία των «αχρήστων υποβρυχίων που έγερναν» απέδειξε ότι η σωστή επιχειρησιακή επιλογή, παρά τα πολιτικά παιχνίδια, τις προσωπικές σκοπιμότητες, τις αστοχίες της σύμβασης, τις τυχόν υπερτιμολογήσεις αλλά και τις «μίζες», δικαίωσε το Πολεμικό Ναυτικό για άλλη μια φορά. Για την υποβολή μιας ανάλογης αξίας εμπεριστατωμένης επιχειρησιακής πρότασης του Πολεμικού Ναυτικού είμαστε και σήμερα βέβαιοι. Η επιλογή ή επιλογές αυτές (καθόσον μπορεί να υπάρξει ιεραρχημένη λίστα επιχειρησιακώς αποδεκτών προσφορών) θα πρέπει να προσδίδει και τον αναγκαίο χώρο στην κυβέρνηση να κινηθεί στην διεκδίκηση και συναξιολόγηση και των λοιπών ζωτικών σημείων των προσφορών.
Οποιαδήποτε όμως πρόταση δεν καλύπτει τις επιχειρησιακές απαιτήσεις του Πολεμικού Ναυτικού -και του ΓΕΕΘΑ- πρέπει ξεκάθαρα και άνευ αστερίσκων να επισημανθεί στην κυβέρνηση έστω και με την αντιδεοντολογική προειδοποίηση παραιτήσεων εκ μέρους της ανώτατης ηγεσίας. Εκτιμούμε ότι ουδεμία κυβέρνηση θα ριψοκινδύνευε να αναλάβει το ρίσκο μιας μη αποδεκτής από τις Ένοπλες Δυνάμεις επιλογής όσο δελεαστικές και αν θα ήταν οι λοιπές πρόνοιες της συγκεκριμένης πρότασης. Αν παρά ταύτα η κυβέρνηση είναι πεπεισμένη για την ορθότητα των υπολογισμών της δικαιούται να προχωρήσει στην επιλογή της, ανεξαρτήτως των επιχειρησιακών προτάσεων και ενδεχομένων αναταράξεων και όλοι μας ευελπιστούμε να δικαιωθεί εκ των αποτελεσμάτων.
* Ο Ιπποκράτης Δασκαλάκης είναι Αντιστράτηγος (εα), Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ) και συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) και του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (fainst.eu).