Οι μονομερείς ενέργειες της Τουρκίας στο παραλιακό μέτωπο των Βαρωσίων είναι αφενός κατάφωρη παραβίαση της διεθνούς νομιμότητας και αφετέρου περιφρόνηση της διεθνούς κοινότητας. Φυσικά, το ζητούμενο για το καθεστώς Ερντογάν είναι η εκλογική νίκη του ευνοούμενού του, ώστε να συνεχίσει απρόσκοπτα το πολιτικό παίγνιό του στις πλάτες των Τουρκοκύπριων και σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Παράλληλα, το διακριτικό αλλά υπαρκτό ενδιαφέρον της Γερμανίας για την επανέναρξη των συνομιλιών μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, φαίνεται πως έχει οδηγήσει το Βερολίνο στην άσκηση επιρροής για μια ισορροπημένη θεσμική αντίδραση στις τουρκικές προκλήσεις.
Στη λογική αυτή, το τελευταίο δεκαήμερο έχουν συνταχθεί κείμενα που καταδικάζουν την Τουρκία, αλλά δεν την πληγώνουν και δεν την απομακρύνουν από το διπλωματικό παιχνίδι. Επομένως, πρακτικά της επιτρέπουν να επιδιώκει τα τετελεσμένα που επιθυμεί με διαφορετική ένταση ή σε διαφορετικό πεδίο.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Προεδρική Δήλωση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών που υιοθετήθηκε με αφορμή τη μονομερή προκλητική ενέργεια της Τουρκίας να προχωρήσει στο άνοιγμα του παραλιακού μετώπου στα Βαρώσια, μας επαναφέρει στο Κείμενο Συμπερασμάτων της Έκτακτης Συνόδου Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Αν και το ζήτημα των Βαρωσίων προέκυψε χρονικά μεταξύ των δύο κειμένων, αμφότερα έχουν ως κοινό παρονομαστή την αναφορά σε δύο σημαντικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας. Πρόκειται για τις 550 (1984) και 789 (1992), οι οποίες σε διαφορετικές χρονικές συγκυρίες κάλυψαν κρίσιμα ζητήματα, μεταξύ των οποίων και το καθεστώς των Βαρωσίων, ενώ φαίνεται πως αποτελούν και την αφετηρία μιας ακόμη γερμανικής διπλωματικής πρωτοβουλίας, αυτή τη φορά για το Κυπριακό.
Ήδη, στις 25 Νοεμβρίου 2019 το Βερολίνο είχε φιλοξενήσει την άτυπη τριμερή συνάντηση ανάμεσα στον ηγέτη των Τουρκοκυρπίων Μουσταφά Ακιντζί, τον Πρόεδρο της Κύπρου Νίκο Αναστασιάδη και τον γ.γ. του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες, σε μια απόπειρα να επαναληφθούν οι συναντήσεις που ναυάγησαν στο Κραν Μοντανά τον Ιούλιο του 2014.
Μάλιστα, το περιεχόμενο αυτής της πρωτοβουλίας μετουσιώθηκε στην Απόφαση 2537 (2020) μόλις τον περασμένο Ιούλιο, στην οποία αντέδρασε το τουρκικό ΥΠΕΞ, επειδή δεν αναφέρεται στον δίκαιο διαμοιρασμό των υδρογονανθράκων μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Πάντως, φαίνεται ότι οι καλές υπηρεσίες του γ.γ. του ΟΗΕ απομακρύνονται από σχέδια «τύπου Ανάν» και επιστρέφουν στη Δέσμη Ιδεών για ένα Πλαίσιο Συμφωνίας για το Κυπριακό του γ.γ. Μπούτρος-Μπούτρος Γκάλι, και γι’ αυτό επαναλαμβάνεται επίμονα η αναφορά στην Απόφαση 789 του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Προφανώς, ενόψει των εκλογών στα Κατεχόμενα και της ανάμιξης της Άγκυρας υπέρ του εκλεκτού υποψηφίου-μαριονέτα της, τόσο η ΕΕ όσο και ο ΟΗΕ σπεύδουν να περιχαρακώσουν τα κεκτημένα της πρόσφατης πρωτοβουλίας Γκουτέρες, ώστε να αποφευχθεί περαιτέρω χρονοτριβή και αδιέξοδο σε περίπτωση αλλαγής στην ηγεσία των Τουρκοκυπρίων.
Παρόμοια, φαίνεται ότι το Βερολίνο υποστηρίζει την επιστροφή σε δοκιμασμένες προτάσεις, όπως η Δέσμη Ιδεών Γκάλι, που ικανοποιούν σε σημαντικό βαθμό βασικές προτεραιότητες των δύο πλευρών. Από τη μία πλευρά το διζωνικό-δικοινοτικό σύστημα ομοσπονδίας και η ισοπολιτεία, κι από την άλλη η ενιαία κυριαρχία και διεθνής νομική προσωπικότητα με μία ιθαγένεια λειτουργούν ως πυλώνες για την οικοδόμηση ενός ακόμη σχεδίου για συνολική, βιώσιμη και δίκαιη επίλυση του Κυπριακού.
Μάλιστα, αν σε αυτό το πλαίσιο γίνει αποδεκτή και η παλαιότερη (1965) πρόταση του απεσταλμένου του γ.γ. του ΟΗΕ Γκάλο Πλάζα για την κατάργηση των συμφωνιών εγγύησης και συμμαχίας (την οποία επανάφερε η ελληνική κυβέρνηση το 2014), τότε πιθανόν θα δημιουργούνταν πραγματικές προϋποθέσεις για την επίλυση του Κυπριακού. Όμως, η Άγκυρα ήταν ανέκαθεν εναντίον της τελευταίας πρότασης, και η προώθηση της υποψηφιότητας Τατάρ στα Κατεχόμενα μάλλον εξασφαλίζει αυτή την προκλητική διαπραγματευτική κόκκινη γραμμή.
Άλλωστε, το άνοιγμα της παραλίας στα Βαρώσια τονίζει ακριβώς τον εγγυητικό ρόλο που διεκδικεί ανυποχώρητα η Τουρκία στα Κατεχόμενα και την εξάρτηση των Τουρκοκυπρίων από αυτήν, ειδικά την στιγμή που εκδηλώνονται αντιδράσεις και καταδικαστικές δηλώσεις σε διεθνές θεσμικό και κρατικό επίπεδο.
Επίσης, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι το Κείμενο Συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου είναι διατυπωμένο με τέτοιον τρόπο, προκειμένου να αποφευχθεί η αυτόματη ενεργοποίηση των κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας, και παράλληλα να δημοσιοποιηθεί το διαπραγματευτικό κεκτημένο που καλούνται να κεφαλαιοποιήσουν οι δύο πλευρές στην Κύπρο με τη ρητή αναφορά στις παραπάνω Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Αν και το τελικό κείμενο είναι το αποτέλεσμα παρεμβάσεων και αλλαγών, η γραφίδα του αρχικού σχεδίου είναι αναμφίβολα γερμανική.
Ομοίως, εικάζεται γερμανική ανάμιξη και στο κείμενο της Προεδρικής Δήλωσης του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Και στην περίπτωση αυτή, βάσιμα θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, ότι υπήρξε γερμανική ανάμιξη (η Γερμανία είναι μη μόνιμο μέλος στην τρέχουσα σύνθεση του Συμβουλίου Ασφαλείας), διότι αν και το Συμβούλιο Ασφαλείας μπορούσε να εκδώσει μια καταδικαστική απόφαση για τις τουρκικές προκλητικές ενέργειες στα Βαρώσια, τελικά περιορίστηκε σε μια Προεδρική Δήλωση, δηλαδή σε μια πιο ήπια πράξη που υπονοεί ότι δεν υπήρχε συμφωνία ανάμεσα στα μέλη του για την έκδοση απόφασης, η οποία βέβαια επαναφέρει στο προσκήνιο τις Αποφάσεις 550 (1983) και 789 (1992), αντιγράφοντας ουσιαστικά το Κείμενο Συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Τέλος, υπάρχει το ενδεχόμενο, εφόσον εκλεγεί ο εκλεκτός υποψήφιός της στα Κατεχόμενα, και πριν από το επόμενο Συμβούλιο Κορυφής της ΕΕ και την επανάληψη των διερευνητικών συνομιλιών με την Ελλάδα, η Τουρκία να επαναφέρει τα Βαρώσια στο προηγούμενο καθεστώς. Σε αυτή την περίπτωση, θα έχει «προσφέρει» ένα δείγμα καλής θέλησης για το οποίο θα ζητήσει ανταλλάγματα, και θα αποδείξει τη συμμόρφωσή της με τη διεθνή νομιμότητα. Παράλληλα, η Γερμανία θα έχει την ευκαιρία να επισημάνει τη σημασία του «καρότου» σε αντίθεση με το «μαστίγιο», δικαιωμένη για τις «μετριοπαθείς» επιλογές της.
Ωστόσο, αν η Αθήνα θέσει την Άγκυρα μπροστά στο εξαιρετικά επείγον δίλημμα, της άμεσης απόσυρσης από τα Βαρώσια ή της ακύρωσης του 61ου γύρου των διερευνητικών συνομιλιών, τότε θα έχει αποφύγει ένα παιχνίδι με σημαδεμένη τράπουλα που θα εξυπηρετεί τα τουρκικά συμφέροντα. Στο κάτω κάτω, το Κυπριακό είναι και ελληνοτουρκική διαφορά, όσο η Ελλάδα παραμένει εγγυήτρια Δύναμη, και φυσικά συνδέεται με τις οριοθετήσεις των θαλάσσιων ζωνών στις οποίες ασκούνται αρμοδιότητες και δικαιοδοσία στην Ανατολική Μεσόγειο.
Υπό αυτή την έννοια, οι διερευνητικές συνομιλίες μπορούν, αντί να αποτελέσουν ευκαιρία για να προωθήσει η Άγκυρα τη μέθοδο της «σαλαμοποίησης» στις ελληνοτουρκικές διαφορές, να γίνουν προϋπόθεση για την αντιστροφή των μονομερών ενεργειών της κατοχικής δύναμης στην Κύπρο και την άσκηση πίεσης για την επίτευξη ουσιαστικής προόδου για το Κυπριακό.