Η «νέα σελίδα» που άνοιξε στο Βίλνιους μένει να αποδειχθεί τους επόμενους μήνες αν μπορεί να ανοίξει και «νέο κεφάλαιο» στα ελληνοτουρκικά, όμως τα νέα δεδομένα που δημιουργεί η επανεκκίνηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων μετά από ένα μεγάλο διάστημα εντάσεων και «παγώματος» σχεδόν των σχέσεων, είναι ήδη εδώ.
Τα διαφορετικά δεδομένα που δημιουργούνται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά τη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στο Βίλνιους προσφέρουν ευκαιρίες αλλά δημιουργούν και καταστάσεις που απαιτούν ιδιαίτερα λεπτή διαχείριση. Το πρώτο σημαντικό βεβαίως είναι ότι δημιουργούνται προϋποθέσεις για συνέχιση, χωρίς ιδιαίτερο κόστος, της μη έντασής το Αιγαίο κάτι που εξυπηρετεί την Τουρκία αλλά είναι σημαντικό και για την Ελλάδα.
Αθήνα και Άγκυρα με την ενεργό και αποτελεσματική όπως αποδείχθηκε παρέμβαση της Ουάσιγκτον επέλεξαν να πιάσουν το νήμα από την παλιά δοκιμασμένη «άκρη» του: θετική ατζέντα, ΜΟΕ, συνομιλίες για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και προσπάθεια επανασύνδεσης των ελληνοτουρκικών και του κυπριακού με την Ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας.
Η συγκυρία στο Βίλνιους ήτα ευνοϊκή κυρίως γιατί ήταν ο ίδιος ο Ερντογάν ο οποίος επεδίωκε να πείσει Συμμάχους και Ευρωπαίους ότι δεν είναι ο ταραχοποιός συνεταίρος του Πούτιν ,ο ηγέτης που κοιτάζει στην Ανατολή σνομπάροντας την Δύση. Ο κ.Μητσοτάκης μίλησε για στροφή η υποχρεωτική προσαρμογή του Τούρκου ηγέτη. Οι λόγοι που τον υποχρεώνουν το τελευταίο διάστημα σε αυτή την αλλαγή πλεύσης είναι πολλοί. Η αποδυνάμωση του Πούτιν που μέχρι τώρα ήταν ο ισχυρός σύμμαχος και χρηματοδότης, η οικονομική κρίση της χώρας του που δεν μπορεί να ξεπερασθεί χωρίς το πράσινο φως των χρηματαγορών της Δύσης, η βαθιά αλληλεξάρτηση με τις αγορές της Ευρώπης και κυρίως η προσπάθεια του να πείσει ότι η Τουρκία δεν έχει στρέψει την πλάτη στην Δύση, αλλά ισορροπεί έχοντας πάντα έστω και λίγο πιο χαλαρά το ένα πόδι στην Ανατολή.
Μετά το παλαντζάρισμα μηνών που είχαν φέρει τις σχέσεις του Ερντογάν με την Δύση στα όρια τους, ο Τούρκος ηγέτης επέλεξε το ΝΑΤΟ ώστε να κάνει συμβιβαστικά βήματα. Ο ίδιος μάλιστα φάνηκε να βλέπει και την επανεκκίνηση των σχέσεων ως μια ευκαιρία για να «μπερδέψει» το Κογκρέσο το οποίο ακόμη ,η τουλάχιστον η ομάδα γύρω από τον Μ. Μενέντεζ αντιτίθεται στο πακέτο των F16. Η δήλωση του στο Βίλνιους ότι η Τουρκία δεν χρησιμοποίησε ούτε θα χρησιμοποιήσει τα F16 εναντίον της Ελλάδας», μόνο ως κακόγουστη παραποίηση της αλήθειας μπορεί να αντιμετωπισθεί…
Στη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν οι δυο πλευρές αποφάσισαν να δοκιμάσουν να «αναπροσαρμόσουν» τη διαδικασία που εγκαινιάσθηκε πριν από 23 χρόνια με τις διερευνητικές επαφές για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας καθώς είχε από καιρό διαμορφωθεί η κοινή εκτίμηση ότι αυτή η μορφή συνομιλιών δεν οδηγεί πουθενά. Έτσι επέλεξαν την αναβάθμιση των συνομιλιών σε πολιτικό επίπεδο με την άμεση εμπλοκή και εποπτεία των δυο υπουργών εξωτερικών Γ.Γεραπετρίτη και Χ.Φιντάν.
Ήδη πριν τις εκλογές ο Ν.Δένδιας είχε αποκαλύψει ότι έκανε την πρόταση του στον πρωθυπουργό για διαφορετική διαδικασία.. Δεν γνωρίζουμε εάν αυτή ήταν η πρόταση που ανακοινώθηκε αλλά πάντως με την επιλογή αυτή προκύπτουν ορισμένα ερωτήματα.
Για το αδιέξοδο στις διερευνητικές για τόσα χρόνια, δεν ευθύνεται το format της διαδικασίας αλλά το περιεχόμενο και η ουσία των θέσεων που πρόβαλλε κατά περιόδους η Τουρκία. Πολύ περισσότερο όταν από το 2001 διευρύνθηκε κατά πολύ η βεντάλια των τουρκικών διεκδικήσεων και αμφισβητήσεων. Οι οποίες μπορεί σύμφωνα με την αντίληψη ορισμένων να τίθενται για διαπραγματευτικούς λόγους, η ουσία όμως είναι ότι μπαίνουν στο τραπέζι και ακυρώνουν κάθε δυνατότητα συμβιβασμού.
Οι συζητήσεις και διαπραγματεύσεις σε επίπεδο Διερευνητικών Επαφών με επικεφαλής είτε παλιούς διπλωμάτες είτε ακαδημαϊκούς έδινε ακριβώς την δυνατότητα άτυπης ανεπίσημης ανταλλαγής απόψεων και θέσεων χωρίς να υπάρχει ο κίνδυνος να θεωρηθεί ότι γίνεται πολιτική διαπραγμάτευση των δυο κυβερνήσεων επί θεμάτων τα οποία δεν αποδέχεται η μια από τις δυο πλευρές επισήμως ως διαφορές.
Οι διαπραγματευτικές ομάδες των δυο πλευρών μπορούσαν να κάνουν ασκήσεις επί χάρτου ,όπως έκαναν εντατικά και μέχρι το 2004 αλλά και μετά ,που περιλάμβαναν ακόμη και εξαιρετικά ευαίσθητα ζητήματα όπως το εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων, ενώ κατά περιόδους έχει τεθεί και θέμα «γκρίζων ζωνών» αλλά και αποστρατικοποίησης των νησιών.
Αυτό βεβαίως δεν έχει καμιά σχέση με το να βρεθούν οι ίδιοι οι υπουργοί εξωτερικών των δυο χωρών να κάνουν μια τέτοια άσκηση επί χάρτου. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν θα παρέπεμπε στη γνωστή θέση της Τουρκίας για πολιτική διαπραγμάτευση επί όλων των θεμάτων.
Θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο πως θα στηθεί αυτή η διαδικασία η οποία πάντως εάν αποκλεισθούν αυτές οι παγίδες θα μπορούσε να είναι πιο αποδοτική με την έννοια ότι οι δύο Υπουργοί Εξωτερικών έχοντας ευθεία εμπλοκή και έλεγχο των συνομιλιών μπορούν πιο άμεσα και αυθεντικά να εκφράσουν τη θέση των κυβερνήσεων τους έχοντας απευθείας επαφή με τους δυο ηγέτες.
Ίσως, η περίπτωση της υπογραφής της συμφωνίας μερικής οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο, που έγινε ενώ σημαντικό τμήμα της γραφειοκρατίας του ΥΠΕΞ ήταν αντίθετο, αλλά ο κ.Δένδιας με τη σύμφωνη γνώμη του πρωθυπουργού ανέλαβε το πολιτικό κόστος να προχωρήσει στην υπογραφή της Συμφωνίας, είναι που έβαλε την ιδέα για την αναβάθμιση της διαδικασίας που ανακοινώθηκε την Τετάρτη.
Και στο θέμα των ΜΟΕ διαφαίνεται διάθεση για επέκταση τους με τον προβληματισμό όμως για την ανάγκη μιας περισσότερο διπλωματικής παρά στρατιωτικής αντίληψης, καθώς εκτιμάται ότι οι στρατιωτικοί έχουν για λόγους προφανείς μια πιο συντηρητική διαπραγματευτική γραμμή σε ό,τι αφορά τον περιορισμό στρατιωτικών δραστηριοτήτων.
Η Αθήνα άκουσε με ενδιαφέρον τη δήλωση του Τ.Ερντογάν ότι επιθυμεί την επανέναρξη των σχέσεων με την Ε.Ε. αν και είναι προφανές ότι ο κ.Ερντογάν από αυτή την διαδικασία που προβλέπει δικαιώματα και υποχρεώσεις, επιλέγει και δίνει προτεραιότητα σε αυτά που τον ενδιαφέρουν: την κατάργηση των θεωρήσεων για τους Τούρκους πολίτες και την αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης που θα έχει πολλαπλά οφέλη για την τουρκική οικονομία.
Ο πειρασμός για την Αθήνα να επιδιώξει και πάλι την σύνδεση των ευρωτουρκικών με τα ελληνοτουρκικά αλλά και το Κυπριακό είναι μεγάλος. Χωρίς βεβαίως να υπάρχουν ψευδαισθήσεις ότι ο κ.Ερντογάν θα θυσιάσει την πολιτική αντίληψη του «Αιώνα της Τουρκίας» προκειμένου να ανοίξει ένα …διαπραγματευτικό Κεφάλαιο.
Και σε ό,τι αφορά ειδικά την Τελωνειακή Ένωση και για την Αθήνα υπάρχει μια κόκκινη γραμμή που δεν μπορεί να ξεπεράσει: η Κύπρος. Η Τουρκία όχι μόνο δεν αναγνωρίζει την Κύπρο, αλλά από το 2005 αρνείται να υλοποιήσει τη βασική δέσμευση που ανέλαβε προκειμένου να ανοίξει η Τελωνειακή Ένωση που προέβλεπε την επέκταση του πρωτοκόλλου προς όλα τα κράτη μέλη, συνεπώς και για την Κυπριακή Δημοκρατία. Επομένως, η Ελλάδα εκ των πραγμάτων θα βρεθεί απέναντι στην Τουρκία σε αυτή τη διαπραγμάτευση…
Η διαδικασία που ξεκίνησε την Τετάρτη είναι μακρά και δύσκολη, αλλά τουλάχιστον αποκαθιστά και κρατά ζωντανή την απευθείας επαφή σε ανώτατο επίπεδο των δυο χωρών. Και δίνει μια ακόμη ευκαιρία στη Διπλωματία για σχέσεις χωρίς τη διαρκή απειλή ανεξέλεγκτης έντασης.