Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Όσο και αν σε κάποιους και κάποιες ακούγεται γενικό και ακαδημαϊκό, στον πραγματικό κόσμο δεν υπάρχουν, δυστυχώς, πολλοί έγκυροι τρόποι να σκεφτόμαστε για την ασφάλεια στη διεθνή πολιτική. Όταν μάλιστα μία χώρα αντιμετωπίζει μία πραγματική απειλή από ένα άλλο κράτος, οι επιλογές είναι συγκεκριμένες και, δυστυχώς, λίγες. Μία χώρα μπορεί να υποχωρήσει υπό το βάρος της αδυναμίας της και να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της άλλης πλευράς ή να προσπαθήσει να δημιουργήσει προϋποθέσεις μιας αμοιβαία επωφελούς διευθέτησης διαπραγματευόμενη από θέση -τουλάχιστον- ισορροπίας ισχύος. Η ενίσχυση των αμυντικών ικανοτήτων της χώρας μέσα από προγράμματα συμβατά με τις δημοσιονομικές αντοχές της και η διεύρυνση και εμβάθυνση στρατηγικού χαρακτήρα συνεργασιών (και συμμαχιών) είναι χωρίς δεύτερη σκέψη οι κρίσιμες, υπαρξιακές προϋποθέσεις για την ανεξαρτησία και την αυτοδιάθεση ενός έθνους.
Για κάποιους/ες ίσως αυτή η ανάγνωση της πραγματικότητας να φαντάζει «ακαδημαϊκή». Όμως δεν υπάρχει σε 5000 χρόνια καταγεγραμμένης ανθρώπινης ιστορίας διαφορετική εμπειρία. Δεν υπάρχει ούτε ένα ιστορικό παράδειγμα που μία ανθρώπινη κοινότητα να αμφισβήτησε στην πράξη τα παραπάνω και να μην πλήρωσε μεγάλο – κάποιες φορές υπαρξιακό - κόστος.
Η αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία είναι ένα στρατηγικό άλμα σε μία δύσκολη συγκυρία. Η τουρκική στάση δεν μπορεί να αφήνει περιθώρια διαφορετικών ερμηνειών. Η απειλή είναι πραγματική και είναι εδώ. Και η χώρα μετά από χρόνια δισταγμών και αδράνειας επιτέλους αντικρύζει την πραγματικότητα: Η ανισορροπία ισχύος τρέφει τον αναθεωρητισμό της άλλης πλευράς. Από την στιγμή που θεωρούμε ότι έχουμε συμφέροντα που απειλούνται από την τουρκική πολιτική οι επιλογές είναι δεδομένες.
Η συμφωνία και με τους δύο πυλώνες της – προμήθεια σύγχρονου αμυντικού υλικού και συμμαχική δέσμευση - αποτελεί ορόσημο στη στρατηγική ενηλικίωση της Ελλάδας. Βελτιώνει την γεωστρατηγική της θέση απέναντι σε όλους τους παίκτες της ευρύτερης περιοχής. Η χώρα γίνεται ελκυστικός εταίρος και υπολογίσιμος αντίπαλος. Βελτιώνει την διαπραγματευτική της θέση όταν έλθει η ώρα της ουσιαστικής συζήτηση με την Τουρκία – κάτι που πρέπει να είναι επιδίωξή μας. Και χωρίς η Γαλλία να είναι, να θέλει ή να μπορεί να παίξει το ρόλο της προστάτιδος δύναμης. Η Ελλάδα δεν κηδεμονεύεται από την Γαλλία με αυτή την συμφωνία.
Υπάρχει η αντίληψη – και διατυπώθηκε απερίφραστα στη συζήτηση στη Βουλή - ότι θα δυσκολέψει την προσέγγιση με την Άγκυρα. Είναι η θέση του Βερολίνου, μεταξύ άλλων και μπορεί να συμβεί καθώς δεν είναι η Ελλάδα που απειλεί την Τουρκία. Αλλά όσοι το υποστηρίζουν θα πρέπει να εξηγήσουν το γιατί. Η διακηρυγμένη θέση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι η πίστη στο διεθνές δίκαιο και την διεθνή δικαιοσύνη ως εργαλεία επίλυσης διαφορών. Αυτό δεν αλλάζει.
Η Τουρκία αμφισβητεί το δικαίωμα της Ελλάδος να αμυνθεί. Συνδέει την άσκηση εθνικής κυριαρχίας με την ρητή αποκήρυξη του δικαιώματος νόμιμης άμυνας. Με το τουρκολιβυκό μνημόνιο στην πράξη «εξαφάνισε» τα δικαιώματα σε θαλάσσιες ζώνες των ελληνικών νησιών. Η Αθήνα οριοθετεί θαλάσσιες ζώνες με την Αίγυπτο με μια παραδειγματική συμφωνία από πλευράς διεθνούς δικαίου και η Τουρκία την αμφισβητεί ρητά απειλώντας.
Και αυτά - και όχι μόνο - πριν ανακοινωθεί οποιαδήποτε αμυντική προμήθεια από ελληνικής πλευράς, πριν γίνει καμία συζήτηση για σύναψη αμυντικών συμφωνιών με χώρες όπως η Γαλλία και τα ΗΑΕ. Ήταν ακριβώς αυτή η Τουρκική στάση και δράση που ανάγκασε την Ελλάδα να αντιληφθεί το δυσβάσταχτο κόστος της ανισορροπίας ισχύος. Αν δεν είναι έτσι τα πράγματα, τότε η επίλυση των διαφωνιών μας με την Τουρκία θα έπρεπε να είχε επιτευχθεί την προηγούμενη περίοδο με την Αθήνα να αποδέχεται αναγκαστικά – σε μεγάλο βαθμό - τις παραπάνω Τουρκικές θέσεις. Γιατί αντίθετα με όσους και όσες πιστεύουν ότι η αύξηση της ελληνικής εθνικής ισχύος μπορεί να είναι αιτία όξυνσης, η Τουρκία θεωρεί ότι η αύξηση της τουρκικής εθνικής ισχύος της επιτρέψει να επιβάλει της θέσεις της σε όλη της περιοχή.
Αν υπάρχει ένας τρόπος η διαπραγμάτευση με την Τουρκία να είναι έντιμη και αμοιβαία επωφελής, τότε η χώρα πρέπει να είναι ισχυρή. Τόσο ισχυρή ώστε η άλλη πλευρά να «ενοχλείται». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Άγκυρα θα εντείνει τις πιέσεις και θα αυξήσει τις προκλήσεις. Θα το έκανε έτσι κι αλλιώς. Τα σενάρια κλιμάκωσης είναι γνωστά και οι περιορισμοί στην αντιμετώπισή τους επίσης. Είναι πολύ καλύτερα να αντιμετωπίσεις την κλιμάκωση με την συμφωνία εν ισχύ παρά χωρίς αυτή. Θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, αλλά…
Καμία συμφωνία μεταξύ κρατών δεν μπορεί να είναι τέλεια. Κάθε συμφωνία, υπόκειται στους περιορισμούς, στις πιέσεις και το απρόβλεπτο της διεθνούς πολιτικής. Κάθε τέτοια συμφωνία, όμως, ενσωματώνει το πιο σημαντικό στοιχείο κάθε εθνικής στρατηγικής: την αξιοπιστία της δέσμευσης. Δέσμευση για χρήση στρατιωτικής βίας. Τίποτε δεν είναι πιο σοβαρό από αυτό. Κάποιοι/ες αμφισβήτησαν την αξιοπιστία της γαλλικής δέσμευσης. Είναι εν πολλοίς οι ίδιοι/ες που αρνήθηκαν να υπερψηφίσουν την συμφωνία απορρίπτοντας την ελληνική δέσμευση η οποία είναι σε κάθε περίπτωση η ελάχιστη δυνατή. Σε μία τέτοια περίπτωση το κύρος και η στρατηγική αξία της χώρας θα καταρρεύσει, όχι μόνο στα μάτια των Γάλλων αλλά στην αξιολόγηση όλων των παικτών της περιοχής, φίλων και αντιπάλων.
Δεν υπάρχει διακρατική συμφωνία ασφάλειας και άμυνας χωρίς ρίσκο. Μία σοβαρή χώρα παίρνει υπολογισμένα ρίσκα για να βελτιώσει την ασφάλειά της, ιδιαίτερα όταν η εναλλακτική είναι η απίσχναση της εθνικής κυριαρχίας.
* Ο Κώστας Υφαντής είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο πανεπιστήμιο και Ερευνητικός Εταίρος στο ΙΔΙΣ