Της Χριστιάννας Δ. Λιούντρη*
Παγκοσμιοποίηση. 4η Βιομηχανική Επανάσταση. Δύο ιστορικά φαινόμενα που αλλάζουν ριζικά τη φυσιογνωμία της ανθρώπινης κοινωνίας απελευθερώνοντας νέες δυνάμεις οι οποίες δρουν παράλληλα και ανταγωνιστικά προς τις ήδη υπάρχουσες δομές συνύπαρξης.
Η αμερικανική απάντηση στο θέμα συνοψίζεται στο «η πρόοδος δεν ανακόπτεται» και «εφόσον υπήρξαν τρεις βιομηχανικές επαναστάσεις και όλα πήγαν καλά, γιατί η 4η να αποτελέσει εξαίρεση;». Περαιτέρω, σύμφωνα με το αμερικανικό καπιταλιστικό μοντέλο –όπως ισχύει στις μέρες μας- το άτομο είναι απολύτως υπεύθυνο για τον εαυτό του και το κράτος δεν έχει καμία υποχρέωση προς αυτό, πλην των βασικών παροχών. Αντίθετα, στην Ευρώπη, το κυρίαρχο οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο δεν ευαγγελίζεται αυτή την αρχή. Η Γαλλική Επανάσταση –κορυφαία στιγμή της Ευρωπαϊκής ιστορίας- αναγνώρισε ως πρωταρχική αποστολή και υποχρέωση του κράτους την προστασία του πολίτη, την προάσπιση και απόλαυση των δικαιωμάτων του σε συνθήκες κοινωνικής ειρήνευσης: ο άνθρωπος στο επίκεντρο – η ιδιωτική αυτονομία έχει όρια και συμβαδίζει με την ελευθερία. Άνευ ετέρου συνάγεται από τη συλλογιστική αυτή ότι η οικονομική δράση δεν λογίζεται αποκομμένη από την κοινωνία και επομένως δεν πρέπει και δεν μπορεί να βρίσκεται εκτός του ρυθμιστικού ελέγχου της.
Ο συνδυασμός παγκοσμιοποίησης και βιομηχανικής επανάστασης με τις νέες συνθήκες που δημιούργησε (νέες αγορές, νέες μορφές εργασίας) έπληξε τις οικονομίες εκείνες που δεν ήταν θωρακισμένες ή έτοιμες να προσαρμοστούν απέναντι στις κατακλυσμιαίες αλλαγές που επέφερε. Σε κρατικό επίπεδο, οι κυβερνήσεις βρέθηκαν αντιμέτωπες με το φαινόμενο του “social dumping” το οποίο επηρέασε βαθύτατα τις οικονομίες τους και άρα το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών: ο συγκεκριμένος όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση εκείνη κατά την οποία επιχειρηματίες έχοντας ως επιδίωξη την εξοικονόμηση κεφαλαίου μεταφέρουν τις παραγωγικές τους δομές σε χώρες με χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης (χαμηλόμισθο προσωπικό, ευνοϊκό φορολογικό σύστημα - Βαλκάνια, Ανατολική Ασία). Αυτό προφανώς συνδέεται με σχέση (όχι αποκλειστικού) αιτίου - αιτιατού με τις χαμηλές οικονομικές αποδόσεις της χώρας που εγκαταλείπεται, υψηλά ποσοστά ανεργίας, που οδηγούν κατ' αποτέλεσμα στον κοινωνικό αποκλεισμό μεγάλων ομάδων του πληθυσμού και κατ' επέκταση στην αύξηση της εγκληματικότητας.
Η Ευρώπη απέναντι στις προκλήσεις της νέας αυτής εποχής έχει να επιδείξει (μόνο) ελλείψεις. Έλλειψη πολιτικού οράματος. Έλλειψη πολιτικών ηγετών. Έλλειψη κοινωνικών και οικονομικών λύσεων. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχουν αποξενωθεί από τους πολίτες τους: το δημοκρατικό έλλειμμα (έλλειμμα νομιμοποίησης της εξουσίας) δεν εντοπίζεται πια μόνο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες βαίνει διαρκώς μειούμενη καθώς οι πολίτες νιώθουν ότι η ψηφοφορία δεν είναι παρά μία τυπική διαδικασία που δεν τους αφορά καθότι δεν είναι συν-καθοριστική της όποιας δράσης. Οι αξίες και το όποιο πολιτικό – κοινωνικό πρόγραμμα προβάλλεται δεν πείθει και πανευρωπαϊκά βλέπουμε να ενεργοποιούνται κατεξοχήν συντηρητικά αντανακλαστικά (εθνικισμός που αγγίζει τα όρια του φασισμού και οικονομικός προστατευτισμός). Καθ' υπερβολήν, μπορούμε να μιλήσουμε για «αντί-επανάσταση».
Στο πλαίσιο αυτής της «αντί-επανάστασης», κρίσιμο και καθοριστικό σημείο θα είναι οι επερχόμενες ευρω- εκλογές των οποίων το αποτέλεσμα είναι απρόβλεπτο: η αποχή σε συνδυασμό με την λεγόμενη «αντι-συστημική» ψήφο θα αναδείξει ένα Ευρω- Κοινοβούλιο πολύ διαφορετικό από το σημερινό με άγνωστες συνέπειες για το μέλλον της Ευρώπης. Η διεθνής πολιτική -κατ' επέκταση και η ευρωπαϊκή- τελεί σε άμεση συνάρτηση με την εσωτερική: οι τάσεις στο εσωτερικό θα προβληθούν και στο εξωτερικό. Το διεθνές σύστημα μελετάται σε επίπεδα τα οποία τελούν σε διάδραση και αμφίδρομη σχέση.
Συμπληρωματικά, αξίζει να σημειώσουμε την προσθήκη ενός ακόμα επιπέδου: τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Έχουν σημαντικότατη επιρροή ως προς το εκλογικό αποτέλεσμα παγκοσμίως λόγω και της ευκολίας της ανταλλαγής και διακίνησης απόψεων. Έχουν συντελέσει καθοριστικά στη διαμόρφωσηενός ανέλεγκτου χώρο και ως εκ τούτου απρόβλεπτουόπου πολιτικοί, επικοινωνιολόγοι και στρατηγικοί διαμορφωτές δεν δύνανται να παρακολουθήσουν και να σφυγμομετρήσουν. Οι ιδέες και οι τοποθετήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βρίσκονται εκτός της πολιτικής συνδιαλλαγής γιατί σε ιδανικές συνθήκες απαιτούν μία εποικοδομητική δέσμευση με κάθε πολίτη ξεχωριστά, πράγμα που κανείς πολιτικός δεν είναι σε θέση να κάνει.
Αντ' αυτού γινόμαστε μάρτυρες μίας κατάστασης στην οποία αναπτύσσονται τεχνικές με σκοπό την επιρροή των εκλογικών αποτελεσμάτων: οφείλουμε τουλάχιστον να προβληματιστούμε για το αν με αυτό τον τρόπο φαλκιδεύεται η Δημοκρατία και να αναρωτηθούμε για το πόσο «γνήσια» εν τέλει διαμορφώνεται η άποψή μας εφόσον η πληροφορία που λαμβάνουμε δεν είναι ούτε ελέγξιμη ούτε αθώα. Συνοψίζοντας, παρατηρούμε να έχουν διαμορφωθεί δύο παράλληλες πραγματικότητες στον πολιτικό χώρο που δεν εφάπτονται: η πραγματικότητα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και η συστημική των παραδοσιακών κέντρων εξουσίας. Αποτέλεσμα: Ντόναλντ Τραμπ.
Στοιχείο που δυσχεραίνει την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών είναι ότι η Ευρώπη είναι Ευρώπη πολλών οικονομικών ταχυτήτων και πολλών πολιτισμικών πραγματικοτήτων, οι οποίες προκύπτουν από τις διαφορετικές ιστορικές αναφορές και καταβολές καθώς επίσης και από τα διαφορετικά κοινωνικά μοντέλα. Αν υποθέσουμε ότι ένα κάποιο επίπεδο σύγκλισης είχε επιτευχθεί, η διεύρυνση προς Ανατολάς και η συμπερίληψη στο ενοποιητικό εγχείρημα των χωρών που συγκροτούσαν την Σοβιετική Ένωση αποτέλεσε την ταφόπλακα της πολιτικής ένωσης. Η οικονομική σύγκλιση θεωρητικά επιτυγχάνεται ευκολότερα γιατί υπάρχει κοινό συμφέρον: η οικονομική ανάπτυξη συνδέεται με την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και κατ' επέκταση με την πολιτική επιβίωση του κυριαρχούντος συστήματος. Σε πολιτικό επίπεδο, η σύγκλιση προϋποθέτει ταύτιση συμφερόντων και αυτό απέχει πολύ από το να είναι πραγματικότητα στην Ευρώπη των εθνών –κρατών. Η παρούσα πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη, με την ανάδειξη στην εξουσία του Ορμπάν στην Ουγγαρία, του Κούρτς στην Αυστρία, του Κόντε στην Ιταλία κοκ, καθιστά σαφές ότι η ιδέα του έθνους είναι ισχυρή και κυρίαρχη. Στο βαθμό δε που οι μηχανισμοί λήψεως αποφάσεων και διαμόρφωσης πολιτικών δεν λαμβάνουν υπόψιν τα συμφέροντα των λιγότερο ισχυρών κρατών δεν μπορεί να γίνεται καν υπαινιγμός για ομοσπονδοποίηση.
Στις διεθνείς σχέσεις συνηθίζουμε να λέμε ότι η Μέση Ανατολή είναι ο κατ' εξοχήν χώρος στον οποίο οι θεωρίες δοκιμάζονται για να πεθάνουν για να μείνει μόνη η ρεαλιστική σχολή που ευαγγελίζεται το κλασικό πια «δεν υπάρχουν μόνιμοι εχθροί και φίλοι, μόνο σταθερά συμφέροντα». Εν τέλει, φαίνεται πως ο Ευρωπαϊκός χώρος επιβεβαιώνει διαχρονικά το ως άνω απόφθεγμα, ιδίως αν υιοθετήσουμε την κινεζική θεώρηση ως προς το χρόνο (πολύ πιο μακρόπνοη): Από την λήξη του Β'Π.Π., η Ευρώπη αναπτύχθηκε οικονομικά και προσπάθησε να θεμελιώσει υγιή κράτη στο γεωγραφικό χώρο που της αναλογεί. Όμως δεν θεμελίωσε και δεν «επικοινώνησε» στον πληθυσμό της τις θεμελιώδεις εκείνες αξίες που την συγκροτούν και την καθιστούν προνομιακή επιλογή. Κοινώς, δεν φρόντισε να συντάξει το δικό της «κοινωνικό συμβόλαιο» για να έλξει, να πείσει και να υπερισχύσει.
Εξαιτίας αυτού καταγράφονται οι φυγόκεντρες τάσεις και η επάνοδος των εθνικών ταυτοτήτων οι οποίες παρέχουν ένα αίσθημα κοινωνικής ασφάλειας καθώς εμπεδώνεται μέσω αυτών το συναίσθημα του ανήκειν. Μόνος τρόπος να διασωθεί η ΕΕ είναι να ξεπεράσει τις τεχνοκρατικές της αγκυλώσεις και να εργαστεί προς την εξεύρεση μίας ολιστικής πολιτικής και κοινωνικής πρότασης.
*Η Χριστιάννα Δ. Λιούντρη είναι πτυχιούχος Διεθνών Σχέσεων και τελειόφοιτη της Νομικής Σχολής Αθηνών