Της Χριστιάννας Δ. Λιούντρη*
Η τελευταία επιχείρηση της Τουρκίας στο συριακό έδαφος (έχουν προηγηθεί άλλες τρεις) δεν αποτέλεσε καμία έκπληξη.
Εντάσσεται στο διακηρυγμένο εδώ και χρόνια πλαίσιο εξωτερικής πολιτικής του νέο-οθωμανισμού, το οποίο συνοψίζεται στην δημιουργία, με κάθε διαθέσιμο μέσο, τουρκικών σφαιρών επιρροής στις περιοχές που κάλυπτε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το ζητούμενο απέναντι σε αυτή την εκπεφρασμένη υψηλή στρατηγική της Τουρκίας είναι το αν και πώς αντιδρούν οι χώρες που επηρεάζονται από αυτήν.
Παραδοχή πρώτη: Σε πανευρωπαϊκό πλαίσιο, αυτό που δεν έχει γίνει κατανοητό και, εν μέρει ίσως να είναι και αποτυχία της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, είναι ότι τα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό δεν είναι αποκομμένα διεθνικά (μεταξύ δύο γειτονικών χωρών δηλαδή) προβλήματα αλλά είναι εκφάνσεις του εξής ενός: του Τουρκικού. Η Τουρκία δεν θέτει ζητήματα μόνο στην Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά συνολικά στην Ευρώπη και διασταλτικά στις ΗΠΑ.
Αναλυτικότερα, η ισχυροποίηση της Τουρκίας ως δρώντα στην ευρύτερη Μέση Ανατολή θέτει ζητήματα υπαρξιακά για την ασφάλεια και την ανεξαρτησία της Ελλάδας και της Κύπρου, που είναι κράτη – μέλη της Ευρώπης, και διαμορφώνει μία νέα ισορροπία στην περιοχή, στην οποία η Τουρκία εμφανίζεται να έχει ισχυροποιημένο ρόλο στις όποιες διαπραγματεύσεις για όποιο ζήτημα (ενεργειακό, προσφυγικό-μεταναστευτικό) σε μία Ευρώπη, όπου τα κράτη- μέλη, ιδίως η Γαλλία και η Γερμανία, έχουν διαφορετικές επιδιώξεις εξωτερικής πολιτικής, οι οποίες και εκφράζονται σε εθνικό-κρατικό επίπεδο. Είναι προφανές ότι στις όποιες διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, δεν διαπραγματεύεται η Ευρώπη ως κοινό μέτωπο αλλά τα Ευρωπαϊκά κράτη και προφανώς όχι επί τη βάσει του διεθνούς δικαίου και των ευρωπαϊκών αξιών περί κράτους-δικαίου, δημοκρατίας κλπ. αλλά επί τη βάσει σταθμίσεων του εθνικού συμφέροντος, όπως αυτό καθορίζεται για κάθε κράτος ξεχωριστά.
Παραδοχή δεύτερη: από το αμέσως προηγούμενο συμπέρασμα, μπορούμε να μιλήσουμε για την πανηγυρική επάνοδο του ρεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις, με την ισχύ (στρατιωτική, οικονομική, ταυτοτική) να καθορίζει τις εξελίξεις. Περαιτέρω, μπορούμε να διαπιστώσουμε το τέλος της ηγεμονίας των ΗΠΑ, οι οποίες φαίνεται να εισέρχονται σε μία φάση νέο-απομονωτισμού, ο οποίος εκδηλώνεται με την απομάκρυνσή τους από απομακρυσμένα ή περιορισμένης σημασίας, για τα εν στενή εννοία συμφέροντά τους, στρατιωτικά θέατρα, όπως για παράδειγμα στη Μέση Ανατολή. Πράγματι, οι ΗΠΑ φαίνονται διατεθειμένες να αφήσουν χώρο στη Ρωσία στην Κεντρική Ασία και στην Μέση Ανατολή ώστε να συγκεντρώσουν την προσοχή τους στην Κίνα. Η μετατόπιση του διεθνούς ανταγωνισμού στην Ασία είναι γεγονός το οποίο έχει αφήσει την Ευρώπη σε αμηχανία, καθώς έχει απωλέσει την πρωταρχική της σημασία (ως ανάχωμα της Ρωσικής επέκτασης) για τα αμερικανικά συμφέροντα. Η Ευρώπη καλείται να ενηλικιωθεί και να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού της.
Επί αυτού, αξίζει να σημειωθεί ότι, ιδίως επί Τραμπ, οι ΗΠΑ φαίνεται να επιφυλάσσουν έναν νέο ρόλο στην Ρωσία, ο οποίος ομοιάζει με τον ρόλο που είχε η Κίνα κατόπιν του προσεταιρισμού της από τον Νίξον: μπορεί να γίνει λόγος για μία νέα τριγωνική σχέση, με τις ΗΠΑ να επιδιώκουν τον προσεταιρισμό της Ρωσίας για να εξισορροπήσουν την εξ Ανατολών απειλή. Η σύγκρουση με τη Ρωσία δεν είναι πλέον συμφέρουσα. Προς τούτο, οι ΗΠΑ «δίνουν» στην Ρωσία τη Μέση Ανατολή.
Παραδοχή τρίτη: Η Ρωσία δεν είναι οι ΗΠΑ. Που σημαίνει ότι η όποια συνδιαλλαγή και διαπραγμάτευση δεν θα γίνει επί τη βάσει των αρχών του πολιτικού φιλελευθερισμού αλλά επί τη βάσει της ισχύος. Που με τη σειρά του σημαίνει ότι αν οι Ευρωπαίοι δεν παρουσιάσουν ενιαίο μέτωπο δεν έχουν καμία τύχη να διατηρήσουν τη σημασία και την (όποια) ισχύ τους στο διεθνή καταμερισμό ισχύος. Ένας δημογραφικά γηρασμένος και μειούμενος πληθυσμός που δεν έχει ισχυρή ταυτότητα χάνει την διαπραγματευτική του ισχύ. Επιπλέον, οι στρατοί των ευρωπαϊκών χωρών έχουν χρόνια να εμπλακούν σε πολεμικές επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας και η κοινή γνώμη δεν είναι εξοικειωμένη με την ιδέα του ενδεχομένου ή της αναγκαιότητας ενός πολέμου. Επιπλέον, το εγχείρημα του ενωμένου μετώπου έναντι εξωτερικών απειλών δυσχεραίνεται από το γεγονός ότι η ενοποίηση δεν έχει φτάσει στο επιθυμητό επίπεδο, ιδίως σε ζητήματα θεσμικά και κοινωνικής συνοχής.
Υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις και διαιρετικές τομές εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν διογκώσει την επιφυλακτικότητα και την έλλειψη ανοχής μεταξύ Ευρωπαϊκών λαών και κυβερνήσεων.Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η πρόσφατη άρνηση της Γαλλίας να ξεκινήσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με Βόρεια Μακεδονία και Αλβανία εκφράζει ακριβώς τη λογική της παύσης της διεύρυνσης χωρίς την προηγούμενη εμβάθυνση της ενοποίησης καθώς επίσης και της επιθυμίας της να μην επιτρέψει την είσοδο χωρών που ανήκουν στη γερμανική σφαίρα επιρροής.
Ερώτημα πρώτο: Με βάση την ως άνω εκτεθείσα κατάσταση, και λαμβάνοντας υπόψιν ότι έχουμε εισαχθεί στην εποχή της μετα-νεωτερικότητας χαρακτηριζόμενη από την defacto, μέσω του διαδικτύου, της τεχνολογίας και της ελεύθερης κίνησης του κεφαλαίου, κατάργηση των συνόρων, θα λειτουργήσει η ιδέα του έθνους (-κράτους) ως ο κατ'εξοχήν συγκολλητικός και ενοποιητικός παράγοντας γύρω από τον οποίο θα συσπειρωθούν κοινωνικές ομάδες και αν ναι, υπό ποιους όρους;
Ερώτημα δεύτερο: Ελλάδα,quovadis; Το σημαντικό που πρέπει να καταγραφεί και να τονισθεί είναι ότι η χώρα μας βρίσκεται σε μία κρίσιμη ιστορική καμπή και πρέπει να επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητές της και την εθνική στρατηγική της. Η εξωτερική πολιτική μας στηρίχθηκε ή, αν μη τι άλλο, έδωσε προτεραιότητα στην υπεράσπιση των εθνικών μας συμφερόντων στηρίζοντας την επιχειρηματολογία της στο διεθνές δίκαιο. Είναι πρόδηλο ότι στο διεθνές περιβάλλον όπως διαμορφώνεται η συνέχιση αυτής της τακτικής είναι αναποτελεσματική και ενδεχομένως επικίνδυνη. Το διεθνές δίκαιο -πρέπει να γίνει κατανοητό- είναι εργαλείο διαχείρισης και όχι βασικός προασπιστικός μηχανισμός συμφερόντων.
Το με βάση το διεθνές δίκαιο δικαίωμά σου παραμένει κενό γράμμα αν δεν υπάρχει επαρκής στρατιωτική (αλλά και οικονομική και πολιτισμική) ισχύς να το πραγματώσει. Ο πληθυσμός μας είναι κάτω των 10εκατομμυρίων και σε περίπτωση σύγκρουσης με την Τουρκία, προκύπτουν τα εξής εύλογα και πρακτικά ερωτήματα: αφενός, πόσο έτοιμη είναι η κοινωνία μας να στείλει τα παιδιά της προς υπεράσπιση βωμών και εστιών, αφετέρου πόσες εφεδρείες θα έχουμε απέναντι σε μία χώρα με πληθυσμό κοντά στα 80 εκατομμύρια και εξοικειωμένη με τον πόλεμο.
Περαιτέρω, σημαντικό πρόβλημα είναι το εξής: έχοντας μία οικονομία υπηρεσιών, η οποία επί της ουσίας εξαρτάται από την εισροή κεφαλαίων από τον τουρισμό (άρα είναι εξαιρετικά εκτεθειμένη σε εξωτερικές κρίσεις) και η οποία εισάγει και δεν παράγει τα απαραίτητα για την διατροφή του πληθυσμού της προϊόντα (κοινώς, με την αγροτική οικονομία σε παρακμή και με το κράτος να μην την ενισχύει), πώς θα στηρίξεις την επιμελητεία του στρατεύματός σου στο ενδεχόμενο ενός πολέμου;
Είναι προφανές ότι το διακύβευμα είναι υπαρξιακό και απαιτεί από τις πολιτικές δυνάμεις να συσπειρωθούν και να δώσουν συνολικές λύσεις, μακριά από εκλογικές και ψηφοθηρικές σταθμίσεις.
*Η κ. Χριστιάννα Δ. Λιούντρη είναι πτυχιούχος Διεθνών Σχέσεων και τελειόφοιτη της Νομικής Σχολής Αθηνών.