Του Νίκου Μελέτη
Το επεισόδιο στο Κάραγατς του Έβρου με την σύλληψη των δυο Ελλήνων στρατιωτικών ανέδειξε ορισμένα σοβαρά κενά στο σχέδιο αποτροπής αλλά και διαχείρισης τέτοιου είδους κρίσεων.
Με την ευχή όλων η περιπέτεια αυτή να λήξει τα επόμενα εικοσιτετράωρα με την απελευθέρωση των δυο Ελλήνων στρατιωτικών, διαπιστώθηκε πόσο ευαίσθητες και εύθραυστες είναι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και πόσο εύκολα μπορεί η μια πλευρά (και προς το παρόν μόνο η Τουρκία δείχνει τέτοια διάθεση), να χρησιμοποιεί σταθερά και απροκάλυπτα συνήθη περιστατικά για να στείλει μηνύματα στην Αθήνα και να συγχρόνως να δοκιμάσει τα όρια των ελληνικών αντιδράσεων.
Πριν λίγες εβδομάδες ήταν η παρεμπόδιση του πολεμικού πλοίου που μετέφερε τον ΥΕΘΑ Π. Καμμένο στα Ίμια, ακολούθησε ο εμβολισμός του σκάφους της Ακτοφυλακής από τουρκικό σκάφος, ήρθε η πειρατική πρακτική στην Κυπριακή ΑΟΖ, και συνεχίσθηκε με την σύλληψη των δυο στρατιωτικών στον Βέρο. Το τελευταίο επεισόδιο ,όπως μαρτυρούν πολλοί αξιωματικοί που έχουν υπηρετήσει στην περιοχή είναι ένα από τα συνηθισμένα που λύνεται συνήθως εντός ολίγων ωρών, μετά από συνεννοήσεις των επικεφαλής των μεθοριακών δυνάμεων των δυο χωρών και με παράλληλες συνεννοήσεις της αρμόδιας Διεύθυνσης του ΥΠΕΞ στην Αλεξανδρούπολη και της Νομαρχίας Αδριανούπολης.
Το γεγονός ότι οι δυο στρατιωτικοί συνελήφθησαν όπως αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων, την Πέμπτη το μεσημέρι και η υπόθεση έγινε γνωστή το πρωί της Παρασκευής, έδωσε όπως ήταν αναμενόμενο το χρονικό περιθώριο για να ακολουθηθεί η συνήθης διαδικασία. Όμως ήταν προφανές ότι η Τουρκία και μάλιστα σε ανώτατο επίπεδο, αφού ενημερώθηκε ο ΑΓΕΕΘΑ στρατηγός Χουλουσί Ακάρ από τον ναύαρχο Αποστολάκη (και ενώ ο τούρκος στρατηγός βρισκόταν στην Αφρική συνοδεύοντας τον Τ. Ερντογάν) ότι η Τουρκία ήθελε να εκμεταλλευθείς αυτό το επεισόδιο: για να στείλει μήνυμα στην Ελλάδα ότι το επιχείρημα «της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης» στην υπόθεση των οκτώ τούρκων φυγάδων, δεν γίνεται αποδεκτό και ότι σε κάθε περίπτωση εάν το επιλέξει η Τουρκία μπορεί με τέτοιες πειρατικές μεθόδους να φέρει σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση την Ελλάδα, κρατώντας ομήρους είτε Έλληνες στρατιωτικούς είτε π.χ. Έλληνες αξιωματικούς του Λιμενικού πληρώματα των μικρών σκαφών του Λιμενικού που συχνά κινούνται στο όριο της οριογραμμής στο Αιγαίο. Και φυσικά το «μάθημα» που επιχείρησε να δώσει η Τουρκία στην Αθήνα αφορά και το μέλλον καθώς όλο και πιο δύσκολα μεν, συνεχίζεται όμως η διαφυγή διωκόμενων αντικαθεστωτικών της Τουρκίας προς την Ελλάδα, οπού υποβάλλουν αιτήσεις για πολιτικό άσυλο. Και είναι ο κ. Ερντογάν που θεωρεί «εχθρό», όποιον προσφέρει καταφύγιο στους πολιτικούς αντίπαλους του, έστω κι αν αυτοί είναι απλοί πολίτες και δημόσιοι υπάλληλοι.
Έγιναν όμως όλα σωστά στον Έβρο;
Καθώς η περιοχή αποτελεί μια από τις πιο «δημοφιλείς» οδούς διακίνησης μεταναστών και προσφυγών, θα ανέμενε κανείς ότι η Ελλάδα έχει ρίξει το βάρος της στην φύλαξη της περιοχής με κάθε σύγχρονο μέσο. Και τέτοια υπάρχουν πολλά που δεν περιορίζονται φυσικά στο κινητό τηλέφωνο ενός υπαξιωματικού.
Με δεδομένο το κλίμα που έχει διαμορφωθεί στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι στον Έβρο φαίνεται να μην είχε φθάσει αυτή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα στα ελληνοτουρκικά, ώστε να έχουν δοθεί νέες εντολές, οδηγίες και κανόνες εμπλοκής, προκειμένου να αποφευχθεί ένα τέτοιο ασυνήθιστο μέχρι πριν μερικές ημέρες περιστατικό.
Πριν μερικά χρόνια ένα «σκάνδαλο» που ξέσπασε στην ΕΥΠ εμπόδισε τελικά την αξιοποίηση και ενεργοποίηση ενός σύγχρονου συστήματος για τον έλεγχο των χερσαίων και θαλασσίων συνόρων («Γεωγραφικό Σύστημα Πληροφορικής Διασυνοριακής Ασφάλειας κατά την μεταφορά ανθρώπων και αγαθών»). Το Σχέδιο αυτό πάρα το γεγονός ότι δικαιώθηκαν δικαστικά όσοι το είχαν εγκρίνει, ακυρώθηκε από την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, με το πρόσχημα του ρωσικού λογισμικού που χρησιμοποιούσε, με αποτέλεσμα μέρος του εξοπλισμού να σαπίζει ακόμη σε κάποιες αποθήκες. Και κυρίως, κανείς δεν μπήκε στον κόπο να αναζητήσει την αντικατάσταση του με ένα άλλο σύγχρονο σύστημα, την στιγμή μάλιστα που και η Ε.Ε. αλλά και οι ΗΠΑ ήταν πρόθυμες να συνεισφέρουν προκειμένου να αντιμετωπισθεί και η μεταναστευτική-προσφυγική ροή.
Έλεγχος των συνόρων μόνον με περιπολίες στρατιωτικών με ηλεκτρονικό εξοπλισμό το... κινητό τους, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να υπάρξει.
Σοβαρότατο κενό όμως αναδείχθηκε και στην επικοινωνιακή διαχείριση της υπόθεσης.
Ήταν προφανές ότι η κυβέρνηση ήλπισε ότι το θέμα θα λύνονταν με την επικοινωνία των δυο ΑΓΕΕΘΑ, η με τις επαφές σε διπλωματικό επίπεδο και μέχρι το βράδυ της Πέμπτης οι δυο στρατιωτικοί θα είχαν επιστρέψει σε ελληνικό έδαφος.
Έτσι αφέθηκαν αρκετές ώρες χαμένες ώστε να στηθεί το επικοινωνιακό παιγνίδι της άλλης πλευράς που είχε σκοπό να δείξει την «ισχύ» των τουρκικών δυνάμεων στον Έβρο (που βεβαίως είναι «Αετοί των Συνόρων» σε αυτούς που μπαίνουν από τα σύνορα με την Ελλάδα, αλλά μετατρέπονται σε «Σπουργίτια των Συνόρων» όταν οι είσοδοι γίνονται από τα σύνορα της Συρίας αλλά και στην έξοδο προς τα ελληνικά νησιά).
Με την Ψυχολογική Επιχείρηση να έχει στηθεί ώρες πριν, μόλις η Αθήνα ανακοίνωσε την Παρασκευή το πρωί το περιστατικό, άρχισαν οι διαρροές από τουρκικής πλευράς που έδωσαν την εικόνα ότι οι δυο Έλληνες στρατιωτικοί παραπέμπονται για κατασκοπεία. Πέρασε αρκετός κρίσιμος χρόνος μέχρις ότου η Αθήνα αντιδράσει και δοθεί η διευκρίνηση ότι η κατηγορία αφορούσε μόνο την «είσοδο σε απαγορευμένη στρατιωτική περιοχή».
Κυβερνητικές πηγές υποστήριζαν ότι αυτό το «ήπιο» κατηγορητήριο, οφείλεται στην ύπαρξη πολιτικών και διπλωματικών διαύλων επικοινωνίας μεταξύ των δυο κυβερνήσεων, χωρίς βεβαίως αυτό το επιχείρημα να απαντά γιατί δεν δόθηκε άμεσα λύση στο ζήτημα ,όπως γινόταν στο παρελθόν, χωρίς να προκληθούν συνθήκες κρίσης στις σχέσεις των δυο χωρών.
Οι τουρκικές Υπηρεσίες φρόντισαν μάλιστα να διοχετεύσουν, σε τουρκόφωνη εφημερίδα της Θράκης (από αυτές που βρίσκονται πολύ κοντά στο τουρκικό Προξενείο) τις πρώτες φωτογραφίες των Ελλήνων στρατιωτικών να οδηγούνται ως κοινοί εγκληματίες στο δικαστήριο της Αδριανούπολης, σε μια κίνηση συμβολική καθώς ήθελε να προβάλλει ταπεινωτικές εικόνες για Έλληνες στρατιωτικούς.
Η απόφαση του Δικαστηρίου της Αδριανούπολης θα σημάνει πολλά για το πως θα πορευθούν το επόμενο διάστημα οι ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Αυτό που προέχει είναι να επιστρέψουν άμεσα σε ελληνικό έδαφος οι δυο Έλληνες στρατιωτικοί. Όμως το μάθημα μας από το μεθοριακό επεισόδιο που έστησε η Τουρκία οφείλουμε να το πάρουμε…