Το τρομοκρατικό κτύπημα της Τετάρτης στην Άγκυρα ήρθε σε μια στιγμή που ο Τούρκος πρόεδρος έχει ανοιχτά δυο μεγάλα στοιχήματα, ένα εσωτερικό με την έναρξη μιας νέας «ειρηνευτικής διαδικασίας» με τους Κούρδους και ένα στο εξωτερικό με την προώθηση της στρατηγικής αυτονομίας της Τουρκίας και την ανάδειξη της σε περιφερειακή δύναμη μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Ο Τούρκος ηγέτης πληροφορήθηκε την τρομοκρατική επίθεση, ενώ βρίσκονταν στο Καζάν της Ρωσίας για να συμμετάσχει στη Σύνοδο Κορυφής των BRICS+, στην οποία η Τουρκία έχει υποβάλει αίτηση ένταξης ως πλήρες μέλος και ενώ είχε ξεκινήσει παρασκηνιακά η προσπάθεια στο εσωτερικό για να προσεγγίσει και πάλι τους Κούρδους με στόχο τον αφοπλισμό του ΠΚΚ και την εξασφάλιση της στήριξης του από τους Κούρδους ψηφοφόρους.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Τ. Ερντογάν επιχειρεί άνοιγμα προς τους Κούρδους για λόγους που έχουν να κάνουν όχι μόνο στην επίλυση ενός προβλήματος που έχει στοιχίσει εδώ και τρεις δεκαετίες μεγάλες απώλειες στη χώρα, αλλά και γιατί οι Κούρδοι είναι ίσως ο μόνος σύμμαχος που μπορεί να έχει προκειμένου να εξασφαλίσει τη δυνατότητα να διεκδικήσει μια ακόμη θητεία στην προεδρία της χώρας.
Για να μην ισχύσει ο περιορισμός στις επαναλαμβανόμενες θητείες ενός Τούρκου προέδρου, υπάρχουν δυο επιλογές η πρόωρη διάλυση της βουλής ή η αλλαγή του συντάγματος. Και για τα δυο είναι αναγκαία η σύμπραξη του κουρδικού κόμματος DEM και η προσέλκυση Κούρδων ψηφοφόρων.
Όμως υπάρχουν και άλλοι λόγοι που επιτάσσουν την αντιμετώπιση και εξουδετέρωση του ΠΚΚ. Οι εξελίξεις στη Μ. Ανατολή, μεγαλώνουν τον κίνδυνο για εδραίωση της αυτόνομης οντότητας των Κούρδων στη Β.Συρία, οντότητας η οποία ελέγχεται από το ΠΚΚ και δημιουργεί έναν πολύ επικίνδυνο δίαυλο αλληλεπίδρασης με το κουρδικό στοιχείο στις νοτιοανατολικές επαρχίες της Τουρκίας.
Τα ανοίγματα προς τους Κούρδους ανέλαβε να κάνει η πιο ακραία εθνικιστική φωνή στην Τουρκία και ο άνθρωπος που στο παρελθόν είχε αντιδράσει έντονα στην «ειρηνευτική διαδικασία» ο σημερινός κυβερνητικός εταίρος του Ερντογάν, πρόεδρος του ΜΗΡ Ν. Μπαχτσελί. Την 1η Οκτωβρίου έσπευσε προς έκπληξη όλων να χαιρετίσει τους βουλευτές του DEM στην έναρξη των εργασιών της Εθνοσυνέλευσης και την περασμένη Τρίτη πέταξε τη «βόμβα» ότι εάν ο φυλακισμένος εδώ και 25 χρόνια ηγέτης ΠΚΚ αποκηρύξει τον ένοπλο αγώνα θα απελευθερωθεί και θα μπορεί να απευθύνει την έκκληση του από το βήμα της Εθνοσυνέλευσης.Μια πρόταση που ήταν σε απόλυτη συνεννόηση με τον Ερντογάν.
Και ενώ στην Τουρκία είχε κορυφωθεί η συζήτηση για το τι σηματοδοτεί αυτό το νέο άνοιγα προς τους Κούρδους εκδηλώθηκε η επίθεση η οποία σόκαρε και για τις απώλειες που επέφερε και για τον στόχο που επελέγη. Το «διαμάντι του στέμματος» της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας, την αεροδιαστημική εταιρεία TUSAS.
Στόχος ήταν η υπονόμευση του ανοίγματος προς τους Κούρδους και οι υποψίες από την πρώτη στιγμή στράφηκαν προς τους σκληροπυρηνικούς του ΠΚΚ, που κατά περιόδους έχουν κατηγορηθεί για σχέσεις και με ξένες δυνάμεις που επιβουλεύονται την ασφάλεια και ενότητα της Τουρκίας. Βεβαίως, η επίθεση μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον Τ. Ερντογάν για να «νομιμοποιήσει» την επιχείρηση ανοίγματος προς τους νυν «τρομοκράτες».
Από την πρώτη στιγμή το φιλοκουρδικό κόμμα DEM έσπευσε να καταδικάσει την επίθεση φοβούμενο φυσικά ότι θα βρεθεί και το ίδιο στο στόχαστρο ενός αντι-ΠΚΚ πογκρόμ ενώ και ο Ντεμιρτάζ ο φυλακισμένος ηγέτης του κουρδικού κόμματος HDP (το οποίο διαδέχτηκε το DEM) προειδοποίησε ότι «δε θα επιτραπεί σε κανέναν να καταπνίξει τις φωνές όσων θέλουν την ειρήνη» και στηρίζοντας την υπό εκκόλαψη ειρηνευτική διαδικασία δήλωσε ότι «εάν ο Οτσαλάν πάρει την πρωτοβουλία και θέλει για να ανοίξει ο δρόμος για την πολιτική, θα είμαστε μαζί του με όλες μας τις δυνάμεις.».
Σε μια κίνηση μάλιστα που ήθελε να στείλει το μήνυμα ότι η επίθεση δε θα ανατρέψει τους σχεδιασμούς για το άνοιγμα στους Κούρδους η τουρκική κυβέρνηση επέτρεψε την Πέμπτη την πρώτη μετά από 4 χρόνια επίσκεψη της οικογένειας του Α. Οτσαλάν στις φυλακές του Ιμραλί για να συναντηθούν με τον φυλακισμένο ηγέτη του ΠΚΚ.
Η επίθεση στην Άγκυρα ανέτρεψε το πρόγραμμα και κάποια από τα προγραμματισμένα ραντεβού του Τ. Ερντογάν στο Καζάν της Ρωσίας στο περιθώριο των BRICS+ και κυρίως χάλασαν το κλίμα για μια «παράσταση» που ήταν κρίσιμη για τον ίδιο και σχεδιασμένη από καιρό.
Η Τουρκία υπέβαλε αίτηση ένταξης στους BRICS+ η οποία επιβεβαιώνει τον στρατηγικό προσανατολισμό προς την Ανατολή και στον λεγόμενο Παγκόσμιο Νότο.
Η Τουρκία είναι η πρώτη χώρα μέλος του ΝΑΤΟ και υποψήφια προς ένταξη στην Ε.Ε. , που επιδιώκει αυτή τη σύνδεση με τον οργανισμό ο οποίος προβάλει ως το αντίπαλο δέος της Δύσης και του G7 και η επιλογή του Τ. Ερντογάν έχει και γεωπολιτικά και οικονομικά κίνητρα.
Όμως ήταν ψυχρή η υποδοχή που έτυχε η υποψηφιότητα της και από την ίδια τη Ρωσία, ενώ στη Σύνοδο Κορυφής δεν έγιναν δεκτές οι αιτήσεις ένταξης νέων μελών. Και οι πληροφορίες αναφέρουν ότι ήταν η Ινδία η οποία έθεσε βέτο στην ένταξη της Τουρκίας λόγω της στενής σχέσης με τον στρατηγικό αντίπαλο της το Πακιστάν.
Η Τουρκία δεν κρύβει την απογοήτευση της από τη Δύση, διότι η υποψηφιότητα της για ένταξη στην Ε.Ε. αναδεικνύεται σε απατηλό όνειρο και συνοδεύεται από μια σειρά όρους και προϋποθέσεις τις οποίες δεν έχει καμιά διάθεση φυσικά ο Τούρκος ηγέτης να αποδεχθεί. Ακόμη και τώρα η Τουρκία αντιμετωπίζει περιορισμούς αλλά και εμπάργκο με χαρακτηριστικότερο δείγμα τα Eurofighter.
Παρά το καλό κλίμα στη συνάντηση με τον καγκελάριο Σολτς και τις δέσμευσης που φέρεται να έχει δώσει η Τουρκία για συνεργασία στο μεταναστευτικό ακόμη και στην υποδοχή χιλιάδων Τούρκων που βρίσκονται παράνομα στη Γερμανία, ο κ. Ερντογάν δεν μπόρεσε να αποσπάσει μια καθαρή θετική απάντηση από τον κ. Σολτς για την πώληση των υπερσύγχρονων μαχητικών, που είναι κρίσιμης σημασίας για την τουρκική Πολεμική Αεροπορία προκειμένου να αντισταθμίσει την ανατροπή του ισοζυγίου με την Ελλάδα μετά την αγορά των RAFALE την αναβάθμιση των F-16 και την παραγγελία των F-35.
Και με τις ΗΠΑ μετά από μια ταραγμένη περίοδο στη θητεία Μπάιντεν η Άγκυρα περιμένει τις αμερικανικές εκλογές γνωρίζοντας όμως ότι και με ενδεχόμενη εκλογή Τραμπ δε θα είναι αυτόματη η αποκατάσταση των σχέσεων. Οι κυρώσεις εξάλλου εις βάρος της Τουρκίας και ο αποκλεισμός της από το πρόγραμμα των F-35 έγινε επί θητείας Τραμπ. Αλλά και οι στενοί δεσμοί του Τραμπ με το Ισραήλ και τον Μ. Νετανιάχου δε θα βοηθήσουν στην εύκολη αποκατάσταση των σχέσεων.
Οι BRICS+ είναι ένας οργανισμός ιδιαίτερα χαλαρός σε σχέση με τα μέλη του και δεν απαιτεί συγκεκριμένες δεσμεύσεις και υποχρεώσεις ούτε θέτει όρους όπως αυτούς που θέτει η Ε.Ε. για τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος δικαίου κ.α.
Έτσι η συμμετοχή της Τουρκίας στους BRICS+, «χωρίς θυσίες» θα ενισχύσει το προσωπικό αποτύπωμα του Τούρκου ηγέτη στη διεθνή σκηνή και κυρίως θα αναδείξει τη Στρατηγική Αυτονομία που επιζητά για την Τουρκία όπου θα μπορεί να αποσπά οφέλη και από τις δυο πλευρές.
Η συμμετοχή στο BRICS+ ανοίγει την πόρτα για την Τουρκία και σε άλλους τομείς πολιτικής, ελπίζοντας ότι εκτός της ενίσχυσης των εμπορικών σχέσεων θα μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση σε πιστωτικές διευκολύνσεις που παρέχονται από τη Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα (NDB)η οποία προβάλει ως εναλλακτικός χρηματοδοτικός οργανισμός έναντι των «δυτικών» οργανισμών όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Η Τουρκία παρά το γεγονός ότι μεγάλος εμπορικός εταίρος της είναι η Ε.Ε., έχει στενούς οικονομικούς δεσμούς με τη Ρωσία και την Κίνα πλέον. Η Ρωσία προσφέρει φυσικό αέριο σε προνομιακές τιμές η ρωσική ROSATOM κατασκευάζει τον πυρηνικό σταθμό στο Ακούγιου, ενώ τον Ιούλιο, ο κορυφαίος κινεζικός κατασκευαστής ηλεκτρικών οχημάτων BYD ανακοίνωσε επένδυση ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων ΗΠΑ στην Τουρκία τον Ιούλιο του 2024.
Το δέλεαρ της στροφής προς την Ανατολή και προσέγγισης προς τους BRICS είναι μεγάλο για τον Τ. Ερντογάν. Όμως αυτή η αλλαγή στρατηγικού προσανατολισμού της Τουρκίας δε θα είναι για πολύ καιρό συμβατή με την ιδιότητα της ως μέλους του ΝΑΤΟ και συνδεδεμένης με την Ε.Ε. Και αυτό το στοίχημα του Τ. Ερντογάν μπορεί να κρύβει περισσότερους στρατηγικούς κινδύνους για την Τουρκία, παρά πολιτικά οφέλη που ίσως προσδοκά ο ίδιος ο κ. Ερντογάν.