Τη λεπτή ισορροπία εμπλοκής σε μια διαδικασία πολιτικού διαλόγου που δε θα δημιουργήσει όμως «κεκτημένα» για την άλλη πλευρά, αναζητά η κυβέρνηση και ο ΥΠΕΞ, Γ. Γεραπετρίτης που έχει αναλάβει αυτή την αποστολή. Στόχος είναι να εξαντληθούν οι δυνατότητες για αναζήτηση λύσης με την Τουρκία στο θέμα της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, αλλά και της διατήρησης του ήπιου κλίματος, ακόμα και αν αυτό το εγχείρημα αποτύχει.
Στις 8 Νοεμβρίου λίγο πριν συμπληρωθούν δυο χρόνια από την έναρξη της διαδικασία επαναπροσέγγισης στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι υπουργοί εξωτερικών των δυο χωρών Γ. Γεραπετρίτης και Χ. Φιντάν θα επιχειρήσουν να επιτύχουν εκεί που έχουν αποτύχει όλοι οι προκάτοχοι τους από το 1975 και μετά. Να μπορέσουν να βρουν κοινό τόπο και να γεφυρώσουν το χάσμα που χωρίζει τις δυο χώρες στο θέμα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας.
Ένα ζήτημα που αποτελεί τον πυρήνα της μακρόχρονης έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι οποίες όμως διαρκώς στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών έχουν φορτωθεί με μια σειρά μονομερείς διεκδικήσεις και αμφισβητήσεις της Ελληνικής κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Έτσι σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται στην εξαιρετικά δύσκολη θέση να έχει απέναντι μια Τουρκία η οποία βάζει στο τραπέζι τις διεκδικήσεις της και απαιτεί ανταλλάγματα επί του πεδίου για να αποσύρει τα τετελεσμένα που έχει επιβάλει, με τελικό στόχο βεβαίως χωρίς κανένα κόστος για την ίδια, να εγκλωβίσει τα ελληνικά νησιά εντός των χωρικών υδάτων των 6νμ περιορίζοντας συγχρόνως την επήρεια τους σε θαλάσσιες ζώνες. Ώστε να ακυρώσει το στρατηγικό πλεονέκτημα που προσφέρει στην Ελλάδα, η ίδια η Γεωγραφία και η παρουσία των νησιών σε όλο το μήκος του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.
Η Τουρκική πλευρά δεν έχει αφήσει αμφιβολίες για τις προθέσεις της και σε κάθε επίπεδο έχει διαμηνύσει ότι αντιλαμβάνεται την αναζήτηση λύσης, ως ένα πακέτο που θα συμπεριλάβει από τις θαλάσσιες ζώνες συνεπώς και τα χωρικά ύδατα, μέχρι τον εναέριο χώρο, την αποστρατικοποίηση των νησιών, τις γκρίζες ζώνες, το FIR και τις διεθνείς δικαιοδοσίες σε διεθνή ύδατα, αλλά και τα θέματα της «τουρκικής» μειονότητας στη Θράκη.
Ενώ φυσικά παραμένει, το παράνομο μεν αλλά υπαρκτό ως τετελεσμένο, Τουρκολυβικό Μνημόνιο. Η Άγκυρα μάλιστα δηλώνει ότι είναι ανοικτή στην παραπομπή σε διεθνή δικαστική δικαιοδοσία, όπως παγίως ζητά η Ελλάδα, εφόσον αυτή γίνει όμως για «όλα τα προβλήματα» ακόμη δηλαδή και για τις μονομερείς διεκδικήσεις επί της ελληνικής κυριαρχίας.
Η Αθήνα κατηγορηματικά απορρίπτει τις αιτιάσεις αυτές και ο ίδιος ο Κυρ. Μητσοτάκης επανειλημμένα έχει δηλώσει ότι η μόνη διαφορά που τίθεται προς συζήτηση είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Ο Γ. Γεραπετρίτης έχει περιγράψει τη διαδικασία όπως την αντιλαμβάνεται η Αθήνα, τονίζοντας ότι στο προκαταρκτικό στάδιο των συνομιλιών του με τον Τούρκο ομόλογο του θα διερευνηθεί η δυνατότητα σύγκλισης σε ό,τι αφορά το εύρος της διαφοράς, οι γενικές Αρχές του εφαρμοστέου Δικαίου και κατόπιν το χρονοδιάγραμμα και η μορφή του σχήματος. Και έχει επισημάνει ότι πρέπει να υπάρξει πλήρης συμφωνία και στα τρία αυτά επίπεδα προκειμένου να δοθεί η σκυτάλη στην επόμενη φάση όπου εμπειρογνώμονες και διπλωμάτες θα αναλάβουν τη χάραξη των ορίων επί χάρτου.
Με τα σημερινά δεδομένα και εφόσον δε διαφαίνεται κάποια αλλαγή της τουρκικής στάσης, το αδιέξοδο είναι δεδομένο από την πρώτη φάση της διαδικασίας. Διότι όπως έχει πει και ο ίδιος ο κ. Γεραπετρίτης εάν επιχειρηθεί να τεθεί και άλλο θέμα που αφορά μάλιστα και την ελληνική κυριαρχία τότε η συζήτηση θα τελειώσει εκεί. Η τουρκική πλευρά εκτός των άλλων βεβαίως μπορεί να επικαλεσθεί και τη Διακήρυξη των Αθηνών, που αναφέρει ότι τα δυο μέρη «θα προσπαθήσουν να επιλύσουν οποιαδήποτε διαφορά προκύψει μεταξύ τους με φιλικό τρόπο, μέσω απευθείας διαβουλεύσεων μεταξύ τους ή με άλλα μέσα αμοιβαίας επιλογής, όπως προβλέπεται στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών».
Η Αθήνα οφείλει επίσης να επισημάνει από την αρχή, ότι η επέκταση των χωρικών υδάτων έως τα 12 ν.μ. είτε γίνει μόνο για τις ηπειρωτικές ακτές είτε κλιμακωτά για κάποια νησιά, θα προηγηθεί των συνομιλιών για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ίσως θα έπρεπε ήδη να έχει ξεκινήσει η διαδικασία για το κλείσιμο των Κόλπων και ο σχεδιασμός των ευθειών γραμμών βάσης πριν καν ξεκινήσει αυτή η διαδικασία.
Επίσης, είναι σημαντικό για τη χώρα μας να υπάρξει συζήτηση για την οριοθέτηση ενιαία για το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, ώστε πιθανές αρνητικές για την Ελλάδα ρυθμίσεις ώστε να επιτευχθεί «δίκαιο αποτέλεσμα» στο Αιγαίο να αντισταθμιστούν για τη χώρα μας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Σε αυτή τη διαδικασία που ξεκινά σε τρεις εβδομάδες υπάρχει φυσικά ο κίνδυνος προκειμένου να μη διαπιστωθεί το αδιέξοδο και μάλιστα πριν από τη συνάντηση των δυο ηγετών στην Τουρκία στις αρχές του 2025, να συντηρηθεί ένας διάλογος που όχι μόνο θα είναι αδιέξοδος αλλά θα επιτρέψει στην Τουρκία να ισχυρίζεται ότι σε ανώτερο πολιτικό επίπεδο «νομιμοποιήθηκε» η συζήτηση επί των θεμάτων που ήγειρε και αφορούν τις μονομερείς διεκδικήσεις εναντίον της χώρας μας.
Το ερώτημα που απασχολεί όλους φυσικά είναι πως θα επηρεάσει ένα πρόωρο αδιέξοδο το ήπιο κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ενώ είναι σαφές ότι η παρούσα περίοδος προσέγγισης έχει τα όρια της.
Η Τουρκία διανύει μια περίοδο που στις προτεραιότητες της είναι οι ευρύτερες γεωπολιτικές προκλήσεις, στις οποίες δε συμπεριλαμβάνονται οι σχέσεις με την Ελλάδα.Το ότι δε θέλει να έχει ανοικτό μέτωπο με την Ελλάδα όταν είναι στραμμένη στη Μαύρη Θάλασσα, στον Καύκασο στον Λίβανο στη Γάζα στην Κεντρική Ασία στη Βόρεια και Κεντρική Αφρική, δε σημαίνει ότι η Τουρκία γίνεται πιο ανεκτική και διαλλακτική. Απλώς και το έχει δείξει αυτό με κάθε τρόπο, ευνοεί τη συνέχιση αυτού του ήπιου κλίματος στις διμερείς σχέσεις εφόσον η Ελλάδα δε «ενοχλεί». Δηλαδή δεν ασκεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της, τα οποία η Τουρκία αμφισβητεί.
Και η παγίωση μιας τέτοιας κατάστασης, όπου η Τουρκία θα προσθέτει θέματα στην ατζέντα και η Ελλάδα θα απέχει από την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της, είναι ο μεγαλύτερος σκόπελος τον οποίο η Αθήνα πρέπει να αποφύγει στη διαδικασία που ξεκινά.
shutterstock
shutterstock