Αν η Τουρκία εξαπολύσει εκστρατεία παραπληροφόρησης πριν την περίοδο των εκλογών, πόσο οπλισμένη είναι η Ελλάδα να την αντιμετωπίσει;
Το 2023, τόσο οι Τούρκοι όσο και οι Έλληνες πολίτες θα οδηγηθούν στις κάλπες, προκειμένου να εκλέξουν νέα κυβέρνηση. Αν οι δημοσκοπήσεις δείχνουν κάτι με ασφάλεια, είναι ότι ο Ερντογάν, έπειτα από δέκα χρόνια στην εξουσία, κινδυνεύει να χάσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία από μια συμμαχία έξι κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Καθώς στο εσωτερικό της χώρας δίνει μάχη σε μια οικονομία που καταρρέει, ένας Ερντογάν που τα τελευταία χρόνια της θητείας του βαδίζει τον δρόμο του αυταρχισμού, πρέπει να περιμένουμε πως δεν θα μείνει με σταυρωμένα τα χέρια. Μέχρι σήμερα, ο τρόπος που χειρίστηκε την οικονομική κρίση της Τουρκίας είχε να κάνει, εν πολλοίς, με το να στρέφει την προσοχή σε άλλα ζητήματα. Το αφήγημα μιας Ελλάδας «απειλητικής» κερδίζει πόντους στην τουρκική πολιτική και, το χειρότερο, στην κοινή γνώμη.
Ο Ερντογάν, όμως, νοιάζεται εξίσου για τις ελληνικές εκλογές, όσο και για τις τουρκικές. Το στοίχημα του Έλληνα πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, να παρουσιάσει την Ελλάδα γεωπολιτικά ως σταθερό εταίρο και να ακολουθεί μη φοβική εξωτερική πολιτική απέναντι στην Τουρκία, αποδίδει καρπούς. Φανερά, έχει εκνευρίσει τον Ερντογάν. Τους τελευταίους μήνες δεν κρύβει και αυτός και οι συνεργάτες του, μια επιθετικότητα την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση παρακολουθεί εκφράζοντας «σοβαρές ανησυχίες». Και, παρόλο που η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να έχει καλύτερη κατανόηση του κυβερνοχώρου σε σχέση με το παρελθόν, το μεγάλο τεστ όσον αφορά την ετοιμότητα της Ελλάδας, θα κριθεί τους επόμενους μήνες.
Ο ερντογανικός αυταρχισμός γίνεται καλύτερα κατανοητός από τον τρόπο με τον οποίο ο Τούρκος ηγέτης έχει καταλάβει τον πλήρη έλεγχο των πληροφοριών στην Τουρκία. Πώς έχει μετατρέψει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε χρήσιμα εργαλεία παραπληροφόρησης και χάκινγκ. Η παρουσία του κυριαρχεί οπουδήποτε οι Τούρκοι αντλούν ειδήσεις.
Πρόσφατη έκθεση του Reuters αποκαλύπτει τη μηχανή που κατασκεύασε ο Ερντογάν όλα αυτά τα χρόνια, με την οποία διασφαλίζει στο εσωτερικό τον πλήρη έλεγχο της εγχώριας και διεθνούς πολιτικής ενημέρωσης.
Βασισμένη σε συνεντεύξεις από ανθρώπους – κλειδιά στα τουρκικά μέσα, την κυβέρνηση και τη ρυθμιστική αρχή, η έκθεση φανερώνει πώς η βιομηχανία των μέσων ενημέρωσης «έχει συμβιβαστεί όπως οι προηγούμενοι ανεξάρτητοι θεσμοί – η δικαιοσύνη, ο στρατός, η κεντρική τράπεζα, μεγάλα τμήματα του εκπαιδευτικού συστήματος – τα οποία ο Ερντογάν έχει καθυποτάξει».
Το πρόσφατο νομοσχέδιο παραπληροφόρησης (για να ακριβολογούμε) της Τουρκίας είναι απολύτως συντονισμένο με το ερντογανικό σχέδιο. Σύμφωνα με το άρθρο 19, μια οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών γίνεται «έρμαιο στα χέρια του εξαρτημένου από την κυβέρνηση δικαστικού σώματος της Τουρκίας. Ο νόμος έχει καταστεί άλλο ένα εργαλείο για την παρενόχληση δημοσιογράφων και ακτιβιστών και μπορεί να προκαλέσει γενική αυτολογοκρισία στο Διαδίκτυο».
Είναι γνωστό ότι ο Ερντογάν θαυμάζει σε πολλά – και ακολουθεί - τον Πούτιν. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έφερε τους δύο ηγέτες πιο κοντά από ποτέ. Τα εργαλεία του Πούτιν θα μπορούσαν εύκολα να γίνουν εργαλεία του Ερντογάν. Το γεγονός πρέπει να ανησυχήσει την Ελλάδα καθώς προετοιμάζεται για εκλογές. Εφόσον η Τουρκία ακολουθεί συντεταγμένη στρατηγική έναντι της Ελλάδας, τότε η χώρα πρέπει να προετοιμαστεί για μια συντονισμένη εκστρατεία παραπληροφόρησης από τη γείτονα χώρα.
Η επίθεση της Ρωσίας στις ΗΠΑ απέβλεπε σε δύο στόχους: ένα δίκτυο από τρολ σε μια εκτεταμένη εκστρατεία παραπληροφόρησης και μια συντονισμένη στρατηγική hacking που στοχοποίησε πολιτικούς και οργανισμούς. Ήδη, η Τουρκία έχει αποδείξει τι μπορεί να πετύχει και μάλιστα στο πιο υψηλό επίπεδο. Τον Ιανουάριο του 2020, η τουρκική ομάδα χάκερ «Anka Neferler» ανέλαβε την ευθύνη για την επίθεση στις επίσημες ιστοσελίδες του Ελληνικού Κοινοβουλίου, των υπουργείων Εξωτερικών και Οικονομίας, καθώς και στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
Η αναστάτωση διήρκεσε 90 λεπτά, αλλά ήταν αρκετός χρόνος για να δείξει η Τουρκία ότι μπορεί να διεισδύει στα ελληνικά δίκτυα. Μετά τις επιθέσεις και σε μια θύελλα συνεχών προκλήσεων, η Ελλάδα έχει οπλίσει τις υπηρεσίες ασφαλείας προσλαμβάνοντας δικούς της «χάκερ».
Μόλις η Ελλάδα μπει σε προεκλογικό κλίμα, ο Ερντογάν μπορεί να ξεκινήσει μια καλά συντονισμένη εκστρατεία παραπληροφόρησης. Το κυβερνών κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης έχει στρατό από τρολ, κοινώς γνωστό ως AK Trolls. Η ομάδα δημιουργήθηκε αμέσως μετά τις διαδηλώσεις στο πάρκο Gezi το 2013 και δύο χρόνια αργότερα επιβεβαιώθηκε ότι χρηματοδοτείται άμεσα από την κυβέρνηση!
Με τα χρόνια, τα AK Trolls έχουν εξελιχθεί σε ένα πολύπλοκο δίκτυο που απασχολεί χιλιάδες υπαλλήλους με ειδικά προνόμια στον πολιτικό μηχανισμό του Ερντογάν. Το σενάριο όπου η AK Trolls στρατεύεται για να υπονομεύσει την ακεραιότητα των ελληνικών εκλογών, ρυθμίζοντας το αποτέλεσμά τους είναι εξαιρετικά πιθανό.
Η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως «στρατηγείο αντι-παραπληροφόρησης». Τα καλά νέα είναι ότι δεν υπάρχουν πολλοί τρόποι διεξαγωγής μιας εκστρατείας παραπληροφόρησης και η εμπειρία από τη Ρωσία δείχνει τα τρωτά της σημεία. Τα κακά νέα είναι ότι όταν οι τροχοί τεθούν σε κίνηση, είναι αδύνατο να σταματήσεις το τρένο από τη σύγκρουση.
Οι λιγότερο εμφανείς προσπάθειες πολιτικής επιρροής γίνονται με τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Εμπνευσμένοι από το playbook της Ρωσίας για τη διασπορά προπαγάνδας, τα AK Trolls θα μπορούσαν να αναπτυχθούν ψηφιακά στη χώρα προκειμένου να επωφεληθούν από την αυξανόμενη εσωτερική πόλωση στην Ελλάδα.
Για να το καταλάβουμε, είναι σαν να χτυπάς μια κυψέλη με ξύλο. Στην περίπτωση των εκλογών του 2016 στις ΗΠΑ, τα ρωσικά τρολ έριξαν νερό στον μύλο της αντιπαράθεσης για να γιγαντώσει τις πολιτικές εντάσεις, να οργανώσει «flash mobs» (ενν. μια ομάδα ανθρώπων που συγκεντρώνονται ξαφνικά σε δημόσιο χώρο και μετά διαλύονται γρήγορα) και να καλλιεργήσει εκστρατείες ακτιβιστών – ακόμη και να τις στήσει ταυτόχρονα στην ίδια τοποθεσία με αντίπαλες ομάδες. Όπως πολλές άλλες χώρες, η Ελλάδα βιώνει το δικό της πολωμένο περιβάλλον που θρέφεται ακόμη από τον πολιτισμικό διχασμό.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο σε όλα αυτά, ειδικά σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου οι επτά στους δέκα διαδικτυακούς χρήστες εμπιστεύονται τα νέα ψηφιακά μέσα περισσότερο από τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης.
Το Facebook εξακολουθεί να κυριαρχεί στον τρόπο με τον οποίο μεταδίδονται οι ειδήσεις με το «53% του πληθυσμού να το χρησιμοποιεί για την ενημέρωσή του». Πρόσφατα, η χώρα μας ψήφισε επίσης νόμο για την ενημέρωση, φοβάμαι όμως ότι δεν αντιμετωπίζει επαρκώς τον τρόπο λειτουργίας των εργαλείων παραπληροφόρησης.
Αυτός ο νόμος δεν πρόκειται να προστατεύσει την Ελλάδα από έναν πιθανό πόλεμο πληροφοριών με την Τουρκία. Αντιθέτως, μπορεί να τον διευκολύνει.
Δύο άμεσα «όπλα» για την Ελλάδα
Το πρώτο είναι να αναβαθμίσει και να ασφαλίσει τα δίκτυά της. Ο πρώην διευθυντής της Υπηρεσίας κυβερνοασφάλειας και δικτύων στις ΗΠΑ (CISA), Κρις Κρεμπς αποκάλυψε ότι, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, «αυτό που είδαμε να κάνει τη μεγαλύτερη ζημιά ήταν οι παράγοντες ransomware που προκαλούν καταστροφικές επιθέσεις».
Η Ελλάδα είναι ήδη θύμα τέτοιων επιθέσεων, οι οποίες μπορούν να λογιστούν ως «δοκιμαστικές» για μεγαλύτερες και πιο συντονισμένες. Για παράδειγμα, δεδομένου ότι οι κυβερνητικές υπηρεσίες της χώρας μας εξαρτώνται όλο και περισσότερο από την τεχνολογία, πρέπει να δούμε τις δυνατότητες για μία επίθεση με χαρακτήρα άρνησης υπηρεσίας (DDoS).
Η επίθεση κατανεμημένης άρνησης υπηρεσίας είναι μια κακόβουλη προσπάθεια να διακοπεί η κανονική κίνηση ενός στοχευμένου διακομιστή, υπηρεσίας ή δικτύου συντρίβοντας τον στόχο ή την περιβάλλουσα υποδομή του με μια πλημμύρα κίνησης στο Διαδίκτυο. Η προετοιμασία σε τέτοιες επιθέσεις, η συνεχής δοκιμή των δικτύων μας και η ανάδειξη μιας στρατηγικής κυβερνοασφάλειας είναι ζωτικής σημασίας.
Το δεύτερο είναι η συνεργασία με εταιρείες τεχνολογίας. Τον Φεβρουάριο του 2022, η Meta, μητρική εταιρεία του Facebook, υπό το φως των γαλλικών εκλογών, ανακοίνωσε σειρά πρωτοβουλιών στα προϊόντα της για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης. Αυτά παρέχουν αποτελεσματικό τρόπο εντοπισμού ψεύτικων ειδήσεων στο WhatsApp, μια εκστρατεία ευαισθητοποίησης σχετικά με την παραπληροφόρηση στο Instagram και ένα συνολικό πρόγραμμα εκπαίδευσης στο Facebook.
Είναι εύλογο το ερώτημα γιατί η Meta δεν έχει τυποποιήσει αυτές τις πρακτικές για τις εκλογές κάθε χώρας. Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να καλέσει επειγόντως τη Meta να αναπτύξει τα ίδια εργαλεία πριν από τις ελληνικές εκλογές. Επιπλέον, η έρευνα δείχνει ότι η ενίσχυση της ανεξάρτητης και επαγγελματικής δημοσιογραφίας, η διασφάλιση της ελευθερίας του Τύπου, η διευκόλυνση της ισχυρής συνεργασίας με εταιρείες τεχνολογίας και η εκπαίδευση είναι ισχυρά εργαλεία απέναντι στις εκστρατείες παραπληροφόρησης.
Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να χαράξει στρατηγική όπου θα τεθούν καθαρά τέτοια ζητήματα. Μια καλή αρχή θα ήταν η επανεξέταση του νόμου περί παραπληροφόρησης. Αν πραγματικά δεχτεί επίθεση η Ελλάδα, η χώρα μας θα χρειαστεί περισσότερη ανεξάρτητη δημοσιογραφία, όχι λιγότερη. Ο νόμος πρέπει να απηχεί ξεκάθαρα το μήνυμα αυτό και να παρέχει σαφή υποστήριξη στον πλουραλισμό του Τύπου.
Καθώς η Ελλάδα αναδύεται στη διεθνή σκηνή, γίνεται αυξανόμενος στόχος αστάθειας. Και, δεδομένης της ιστορίας της, μια εκστρατεία παραπληροφόρησης από τη γείτονα χώρα δεν είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Η Ελλάδα πρέπει να ετοιμαστεί!
*Ο Kωνσταντίνος Κωμαΐτης, PhD είναι δοκιμιογράφος και Σύμβουλος Επιχειρήσεων σε θέματα διεθνούς πολιτικής στο διαδίκτυο. Διαθέτει πολυετή εμπειρία στην ανάπτυξη και ανάλυση της πολιτικής για τη διασφάλιση ενός ανοιχτού και παγκόσμιου Διαδικτύου. Επί σχεδόν 10 χρόνια ήταν στην ενεργό ανάπτυξη πολιτικής και στρατηγικής ως Ανώτερος Διευθυντής στον διεθνή οργανισμό Internet Society, ενώ έχει διδάξει στο πανεπιστήμιο του Strathclyde, στη Γλασκώβη. Είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών και ενός διδακτορικού διπλώματος και είναι συγγραφέας ενός βιβλίου για τη ρύθμιση των ονομάτων τομέα (domain name regulation)