365 ημέρες

365 ημέρες

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Ήταν τέτοια ημέρα πέρυσι, 29 Ιουνίου του 2017, που βάλαμε σκυλιά - γατιά στο αυτοκίνητο, γεμίσαμε και με πέντε ρούχα το πορτ - μπαγκάζ (τα πράγματα, μια παλέτα όλη κι όλη, τίποτε σπουδαίο, θα έρχονταν με την νταλίκα μια βδομάδα μετά), βάλαμε τις ζώνες, βγήκαμε στον περιφερειακό και μετά από καμιά ώρα αφήσαμε πίσω μας την Ελλάδα. Αφήσαμε γονείς, φίλους, δουλειές, γειτονιά, και καριέρα η γυναίκα μου — όλα αυτά τέλος πάντων που μέχρι χθες ήξερες ότι ήταν όλη σου η ζωή. Μα που, από τη μια μέρα στην άλλη, ή και μέσα σε μια ώρα όλη κι όλη, είναι το παρελθόν σου: κάτι που επέλεξες να παρατήσεις, κάτι που πια δεν είσαι σε θέση να το ζεις, αλλά μονάχα να το θυμάσαι, με περισσότερη ή λιγότερη νοσταλγία. Ή και με καθόλου νοσταλγία.

Η μετεγκατάστασή μας από τη Θεσσαλονίκη στην Πράγα δεν θα καταγραφεί στις δέλτους της Ιστορίας των Μεγάλων Μεταναστεύσεων — αν και ζούμε ήδη στην αρχή μίας νέας περιόδου μαζικών μεταναστεύσεων. Εμείς, το πολύ-πολύ να προσμετρηθούμε στο μισό εκατομμύριο (and counting) των Ελλήνων που δεν άντεξαν άλλο — και που ταυτόχρονα ήταν σε θέση να κάνουν το μεγάλο βήμα. Γιατί δεν είναι όλοι σε αυτή τη θέση. Δεν είναι εύκολο. Η δικιά μας, επίσης, δεν είναι καν μετανάστευση, καθώς η Ευρώπη, σε πείσμα όλων, είναι ήδη μία και αδιαίρετη — ή καλύτερα, είναι ήδη ΜΙΑ χώρα, σε ένα σωρό τομείς. Ένα διαβατήριο χώρας-μέλους τής ΕΕ αρκεί. Δεν θέλει τίποτε άλλο.

Δεν μεταναστεύσαμε λοιπόν. Απλώς αλλάξαμε περιβάλλον. Οι μετανάστες είναι άλλοι και, σχεδόν όπως και οι πρόσφυγες αν θέλετε, είναι όλοι τους πρόσωπα σεβαστά, άνθρωποι που πρέπει να σκύβεις το κεφάλι όταν περνάς από δίπλα τους. Εκείνος που φεύγει από τον τόπο του για να ζήσει —γιατί, ό,τι και να σας πουν, αυτό είναι κατιτί κακό, δεν είναι παιχνιδάκι— είναι ο πιο ιερός ξένος. Κι ας μας ενοχλεί. Που μας ενοχλεί διαρκώς δηλαδή, και όσο πάει θα μας ξινίζει ακόμη περισσότερο. (Να το θυμόμαστε όταν θα τους πολεμάμε: πολεμάμε κάτι ιερό).

Εμείς δεν μεταναστεύσαμε. Απλώς έτυχε να είμαστε δυο, να πάρουμε δύναμη ο ένας από τον άλλο, και να συναποφασίσουμε ότι, ναι, μάλλον μπορούσαμε να θυσιάσουμε όλο το έχει μας για να φύγουμε.

Όταν άκουσα τη λέξη «πλήξη» για πρώτη φορά, ήμουν έξι ετών και ένιωσα αμηχανία, επειδή δεν ήξερα τι σήμαινε. Σίγουρα θα πλήττεις μόνος σου όλη την ημέρα, μου είπε μια γειτόνισσα, η θεία Πέπα. Τη φανταζόμουν σαν μια ελαφριά αρρώστια, ένα είδος κακοδιαθεσίας, συνάχι, κρύωμα ή αλλεργία στους σπόρους της λεύκας. Γι' αυτό απάντησα αόριστα: Μπα, τίποτα δεν έχω, καλά είμαι. Εκεί απ' όπου προερχόμουν δεν γνώριζαν την πλήξη, ούτε τη χρησιμοποιούσαν. Πάντα είχαν τι να κάνουν, ήταν και τα ζώα που δεν την άφηναν να αναπτυχθεί, πάντα την έτρωγαν καθώς βοσκούσαν.

Πολλοί μάς έχουν ρωτήσει το γιατί. Πώς και το πήραμε απόφαση τελικά. Όλοι τους όμως, την ίδια στιγμή που κάνουν την ερώτηση, δαγκώνονται. Γιατί ξέρουν. Δεν θέλει δα και πολλή σκέψη. Δεν πρωτοτυπούμε: είναι οι ίδιοι λόγοι που έδιωξαν και το υπόλοιπο μισό εκατομμύριο. Οι ίδιοι λόγοι που θα έσπρωχναν και τους ίδιους, αυτούς που μας ρωτούν, να φύγουν αν το μπορούσαν. Οι ίδιοι λόγοι που θα διώξουν και άλλο μισό εκατομμύριο.

Γιατί η μετανάστευση των Ελλήνων θα συνεχιστεί ακόμη και όταν θα αρχίσουν να εκλείπουν ένας-ένας κάποιοι από αυτούς τους λόγους, και κυρίως οι οικονομικοί και οι δημοσιονομικοί. Πρόκειται για μία διαδικασία μη αναστρέψιμη, εφόσον το περιβάλλον, το context, δεν αλλάζει. Και θα το καταλάβετε αυτό, ότι το περιβάλλον δηλαδή θα παραμείνει μολυσμένο —εν γνώσει μου χρησιμοποιώ ιατρικό όρο—, όταν δείτε τις πρώτες φωτιές στις πόλεις μετά τη δημοκρατική ανατροπή του καθεστώτος.

Και θα το εμπεδώσετε όταν δείτε και τις επόμενες φωτιές. Το καραβάνι έχει ήδη μαζέψει ξύλα για να τις ανάψει.

Πολλά χρόνια μετά την Αποκάλυψη η ζωή θα επανακάμψει και μετά από μερικές χιλιετίες θα φτάσει και πάλι στον άνθρωπο. Θα αναπτυχθούν νέοι μετα-αποκαλυπτικοί άνθρωποι, οι οποίοι σε γενικές γραμμές θα έχουν κοινά χαρακτηριστικά με τους προηγούμενους ανθρώπους, αν δεν λάβουμε υπόψη κάποιες ασήμαντες αποκλίσεις (μεταλλάξεις), όπως για παράδειγμα πως δεν θα διαθέτουν αφηρημένη σκέψη. Μάλλον η φύση ή ο Θεός θα έχουν λάβει το μάθημά τους από το προηγούμενο όχι και τόσο επιτυχημένο πείραμα και θα έχουν προβεί σε κάποιες λογικές διορθωτικές κινήσεις.

Είπα και πριν πως φύγαμε με τα απαραίτητα, και πως στείλαμε μόνο κάτι λίγα ακόμη με το φορτηγό. Τα υπόλοιπα πουλήθηκαν, χαρίστηκαν — ή έμειναν να τα φυλάνε φίλοι, μην και τυχόν γυρίσουμε πίσω καμιά φορά… ποτέ δεν ξέρεις. Κυρίως όμως: δεν πήραμε μαζί κανένα σουβενίρ από την Ελλάδα. Κάτι αναμνηστικό, ένα-δυο πραγματάκια φτηνά αλλά με «συναισθηματική αξία», κάποιο μπιμπελό.

Κάτι.

Δεν πήραμε, όχι. Ούτε μπορώ να σκεφτώ τι θα μπορούσε να ήταν αυτό. Να 'ναι καλά το ίντερνετ, η παγκοσμιοποίηση και η ποπ κουλτούρα, δεν χρειάζονται πια τέτοια σουβενίρ. Και τα μόνα που απέμειναν να αξίζουν από την Ελλάδα είναι όσα μπορεί να βρει το καλοκαίρι ένας κάπως τυχερός τουρίστας. Τίποτε άξιο δακρύων και συγκίνησης δηλαδή, και οπωσδήποτε όχι κάτι που πρέπει να κουβαλήσεις μαζί σου.

Φτάνουμε εμείς οι δυο, που είμαστε και πατριώτες. Και περισσεύουμε. Όλα τα άλλα είναι για να τα ξεχνάς. Για να τα αφήνεις πίσω.

Και βέβαια είναι και γραμμάτια (βλ.: 100 δόσεις) που είναι να πληρώνεις. Αυτές υποκαθιστούν κάθε σουβενίρ, και με το παραπάνω.

Σε χρονοκάψουλες μπορεί να εξελιχθούν κάποια πράγματα που ούτε σου περνούν απ' το μυαλό. Η πιο μεγάλη χρονοκάψουλα είναι σίγουρα η Πομπηία, όπως διατηρήθηκε κάτω απ' τη λάβα. Εγώ προτιμώ μικρότερες. Όπως το μπουκάλι με τη ρακή, που έβαλε στην άκρη ο παππούς μου την ημέρα της γέννησής μου. αυτό το μπουκάλι σήμερα πρέπει να συμπληρώνει τα σαράντα τέσσερα. Αν το βρω και το ανοίξω, θα έχω αποσταγμένο όλο το 1968.

Εκείνοι όμως που ΔΕΝ ξεχνάς είναι αυτοί που έσπρωξαν τα πράγματα μετερχόμενοι κάθε μέσο για να βγάλουν τη χώρα από την ευρωπαϊκή πορεία της, από το '10 και δώθε: οι κολαούζοι του ΣΥΡΙΖΑ και οι ναζήδες. Και είναι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ φυσικά, και όλο το αδιανόητο κακό που έχει προξενήσει στη χώρα: κακό που δεν θα φύγει, ξαναλέω, όταν φύγει ο ίδιος ο Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, κι όταν διαλυθεί σε μικρά-μικρά κομματάκια. Δεν ξεπουλήθηκε κοτζαμάν Ελλάδα για να πάει ο λειτουργικά αναλφάβητος Τσίπρας σπίτι του να ξύνει την κοιλιά του χαζογελώντας και, ως εκ θαύματος, να ζήσουμε εμείς καλύτερα.

Αν περιμένεις κάτι τέτοιο, κακώς το περιμένεις. Το μίσος με το οποίο πότισαν αυτοί οι άνθρωποι το ΥΠΕΔΑΦΟΣ της χώρας θα μείνει εκεί για τουλάχιστον μια γενιά. Και είναι κι άλλα πολλά… Αλλά αυτό φτάνει. Και θα σηκώσει την άσχημη μουτσούνα του όταν πέσει το καθεστώς στις εκλογές —όταν συντριβεί— και μετά. Με μουγκρητά και με σάλια.

Αλήθεια, έχει μετρήσει κανείς τα κορμιά των σκοτωμένων στον πόλεμο ζώων; Εκατομμύρια σπουργίτια, κοράκια, κοκκινολαίμηδες, ποντίκια, ξεσκισμένες αλεπούδες, ξεπουπουλιασμένες πέρδικες, αρουραίοι, ελαφρώς τεθωρακισμένες χελώνες που έλιωσαν κάτω απ' τα βαριά τεθωρακισμένα τανκς — τα τεράστια ομοιώματά τους. Κανείς ποτέ δεν κατέγραψε αυτόν τον θάνατο. Ποτέ δεν δώσαμε επαρκή λογαριασμό για το τι κακό κάνουμε στα ζώα τον καιρό του πολέμου, στους βομβαρδισμούς.

Πίστευα παλιότερα, πριν φύγουμε δηλαδή, πως «η νοσταλγία είναι πια μια λέξη που ανήκει αποκλειστικά στα λεξικά». Για όνομα του Θεού δηλαδή, δεν είμαστε στα 60s για να ακούμε εκείνα τα ελεεινά σκυλάδικα για το ψωμί της ξενιτιάς που 'ναι πικρό ή τους άθλιους αμανέδες για τη δόλια μάνα που κλαίει κοντά στο παραγώνι, και να βαλαντώνουμε πίνοντας τσίπουρο με γλυκάνισο στις όχθες του Μολδάβα.

Το ψωμί της ξενιτιάς, απροπό, είναι πολύ καλύτερης ποιότητας από οποιοδήποτε ψωμί στην Ελλάδα έχει μία τιμή που να μπορεί να την πληρώσει κάποιος χωρίς να πονέσει η καρδιά του.

Αλλά το γεγονός ότι κάθε μέρα που περνάει ξέρεις πως κάποιοι άλλοι οδήγησαν τα βήματά σου εδώ, κάτι λαμόγια και κάτι χυδαίοι, κάτι ανθρωπάρια απ' αυτούς που στη ζωή σου δεν θα γύρναγες να τους πεις ούτε καλημέρα στο ασανσέρ γιατί βρομάν τα χνότα τους ή επειδή δεν είναι σε θέση να συγκεντρωθούν πάνω από ένα κείμενο για πάνω από δυο αναπνοές, αυτό είναι ΑΛΛΟ ΠΡΑΓΜΑ. Αυτό σε συνδέει και σε παρασυνδέει με την πατρίδα. Αυτό σε ΚΑΝΕΙ να αισθάνεσαι λίγος και μόνος. Αυτό σε κάνει μια χαρά να νοσταλγείς την Ελλάδα.

Ο κόσμος είναι αυτός που γνωρίζουμε απ' τα παλιά εγχειρίδια, μόνο και μόνο επειδή τον παρατηρούμε. Ή, όπως έγραψαν οι Άιτρις, Γουίτρου και Ντικς στα μέσα του 20ού αιώνα, «για να υπάρχει η Οικουμένη, είναι απαραίτητο σε κάποια φάση να εμφανιστούν παρατηρητές». Με κοιτάνε, άρα υπάρχω. Ωραία, αν όμως δεν με παρατηρεί κανείς, υπάρχω; Ζω μόνος, κανείς δεν έρχεται να με επισκεφτεί, κανείς δεν μου τηλεφωνάει.

Εντέλει, ναι, αυτό: φύγαμε από σιχασιά. Και για να αναπνεύσουμε αέρα ελευθερίας. Για την ακρίβεια, δηλαδή, δεν φύγαμε: ξεφύγαμε. Το σκάσαμε.

Αν και προσωπικά ζω με μια άγρια χαρά εκδίκησης μέσα μου.

Μια παρένθεση για όσους δεν έκαναν ποτέ στον στρατό: εκεί δεν σου μένει ούτε ένα λεπτό ελεύθερο, έτσι είναι στημένα τα πράγματα. Ο ελεύθερος στρατιώτης είναι ζωντανός διάβολος, έτσι λένε. Όλη την ημέρα έκοβα το γρασίδι στο γήπεδο με έναν νυχοκόπτη — αυτή ήταν η διαταγή. Κουβαλούσα πέτρες από τον έναν σωρό στον άλλον. Αυτό, το πρωί. Το απόγευμα κουβαλούσα τις ίδιες πέτρες πίσω εκεί που τις είχα βρει. Στην αρχή δεν το πιάνεις, σκέφτεσαι πως ο κόσμος τρελάθηκε, πως τέτοια πράγματα δεν υπάρχουν ούτε στον Κάφκα. Οι ταγματάρχες όμως δεν διαβάζουν Κάφκα, ακόμα λιγότερο οι λοχίες. Μας ήρθες εδώ κατευθείαν απ' τη λογοτεχνία, κουβαλάς κρυφά στον σάκο σου βιβλία του Προυστ, μαζί με την αντιασφυξιογόνο μάσκα. Έι, Προυστ, έλα εδώ τροχάδην! Πέσε Κάτω. Είκοσι κάμψεις!

ΥΓ. Στο σημερινό σημείωμα αντλήσαμε αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του Georgi Gospodinov, «Περί Φυσικής της Μελαγχολίας» (πολύ καλή μετάφραση από την Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Ίκαρος). Σπουδαίο και εξόχως πρωτότυπο μυθιστόρημα, από τον σημαντικότερο εν ζωή Βούλγαρο συγγραφέα — αναζητήστε το.