Είναι κάτι ευγενικές ψυχές που είναι πολύ κρίμα να φεύγουν. Μάταιος ο κόσμος μας έτσι κι αλλιώς, τον κάνουν να φαίνεται ακόμα ματαιότερος τέτοιες αναχωρήσεις. Ο Βαγγέλης Σιαφάκας, συνάδελφος και φίλος, μακαρίστηκε (που λένε οι Κύπριοι) ξάφνου. Θα μου πείτε τώρα, ποιος ήταν ο Βαγγέλης; Τι να σας λέω τώρα και τι να σας εξηγώ… ένας Βαγγέλης που έφυγε. Τον ήξερε η πιάτσα μας και οι φίλοι του.
Ένας μυστήριος συνδυασμός ηπειρώτικης ξεροκεφαλιάς, ορεινού στοχασμού, ιταλικής φινέτσας και αριστερόστροφου ρεαλισμού ήταν ο Βαγγέλης. Ευγενέστατος μέσα σ’ ένα κόσμο αγένειας, αρνητής κάθε προσβολής της προσωπικότητας του απέναντι, μ’ ένα καλόκαρδο γέλιο μόνιμα να καραδοκεί ψηλά στον λαιμό του έτοιμο να πεταχτεί προς τα έξω. Παιδί της γενιάς του, αλλά απ’ αυτά που δεν επέτρεψαν στον κυνισμό να σκεπάσει όλα τα άλλα.
Όταν πιεζόταν ο Βαγγέλης (από ανώτερους και κατώτερους) έβγαζε εκζέματα στο πρόσωπο. Έμενε τότε αξύριστος, κούμπωνε ψηλά το πουκάμισο του, φορούσε και μια καλαίσθητη γραβάτα σε παλ χρώματα και μετέτρεπε το στιγμιαίο πρόβλημα σε στυλ. Three day beard έλεγε γελώντας. Ωραίος άνθρωπος μέσα στη (συχνότατη) δημοσιογραφική αληταρία.
Το μοναδικό του βιβλίο «με μια χιλιάρα Καβασάκι» ήταν ένα διαμαντάκι. Με την αίσθηση της ιστορίας σε κάθε παράγραφο του, με τον καλοπροαίρετο διάλογο των γενεών μόνιμο αιτούμενο. Αριστερός αναντάμ μπαμπαντάμ ο Βαγγέλης, μα αν όλοι οι αριστεροί τούτου του τόπου ήταν σαν αυτόν, θα ήταν άλλο το κύρος της αριστεράς σε τούτο τον τόπο. Κι αν όλοι οι διευθυντές της δημοσιογραφίας ήταν σαν τον Βαγγέλη, σαν το βούτυρο έξω απ’ το ψυγείο, τα ήθη της πιάτσας μας θα ήταν ευγενέστερα.
«Και γιατί μας τα γράφεις αυτά για έναν άνθρωπο που δε γνωρίζαμε;» θα ρωτήσετε. Αμ δεν τα γράφω για σας, αλλά για μένα. Ότι τον τελευταίο καιρό, όλο και συχνότερα μου έρχονται αφορμές να θυμηθώ τον στίχο του Αλεξανδρινού, «δε θέλω να γυρίσω, να μη δω και φρίξω / τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει / τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν.»