Του Αλέξανδρου Σκούρα
Πριν λίγες μέρες έγραψα σε ανάρτηση με αφορμή την στάση των Ευρωβουλευτών της Νέας Δημοκρατίας στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 19ης Σεπτεμβρίου 2019 σχετικά με τη σημασία της ευρωπαϊκής μνήμης για το μέλλον της Ευρώπης (2019/2819(RSP)) ότι:
«Η ελευθερία συνειδήσεως των ευρωβουλευτών έχει τα καλά και τα κακά της. Μπράβο στην κ. Άννα Μισέλ Ασημακοπούλου για το σθένος της. Λύπη για τους υπόλοιπους. Όπως ισχύει και με την ελευθερία του λόγου, όταν αφήνεις τον κάθε άνθρωπο να εκφραστεί ελεύθερα, γνωρίζεις και τις αξίες, τις ιδέες και τις πολιτικές που πρεσβεύει. Ακόμα και το λευκό λέει πολλά».
Διαβάζοντας για δεύτερη και τρίτη φορά το κείμενο του ψηφίσματος, καθώς και τις δηλώσεις της κ. Σπυράκη στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ, διαπίστωσα πως η κριτική μου στο πρόσωπό της ήταν επιφανειακή. Η κ. Σπυράκη σωστά επισημαίνει ότι υπάρχουν δύο άρθρα που είναι προβληματικά για τον πολιτικό πολιτισμό και την ελευθερία της έκφρασης στην Ελλάδα. Σύμφωνα με αυτά, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο:
17. ανησυχεί με τη συνεχιζόμενη χρήση των συμβόλων των ολοκληρωτικών καθεστώτων σε δημόσιους χώρους και για εμπορικούς σκοπούς, υπενθυμίζοντας ότι διάφορες ευρωπαϊκές χώρες έχουν απαγορεύσει τη χρήση των ναζιστικών και των κομμουνιστικών συμβόλων.
20. καλεί τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση με τις διατάξεις της απόφασης πλαισίου του Συμβουλίου, ούτως ώστε να καταπολεμήσουν τις οργανώσεις που διαχέουν τη ρητορική του μίσους και τη βία στους δημόσιους χώρους αλλά και επιγραμμικά, και, με παράλληλο σεβασμό της εγχώριας έννομης τάξης και δικαιοδοσίας, να απαγορεύσουν ουσιαστικά τις νεοφασιστικές και νεοναζιστικές ομάδες και κάθε άλλο ίδρυμα ή ένωση που εξαίρει και εξυμνεί τον ναζισμό και τον φασισμό ή κάθε άλλη μορφή ολοκληρωτισμού.
Αυτά τα δύο άρθρα επαρκούν για να εγείρουν σε έναν φιλελεύθερο άνθρωπο τουλάχιστον αμφιβολίες ή ακόμα και αντιρρήσεις προς το συγκεκριμένο κείμενο. Η απαγόρευση συμβόλων μπορεί να είναι μία ανεκτή σε κάποια μέρη της Ευρώπης οπισθοχώρηση έναντι της ελευθερίας της έκφρασης, όμως η πατερναλιστική υπενθύμιση του άρθρου 17 είναι επί της ουσίας μία διακριτική σύσταση. Προσωπικά θα διαφωνούσα με κάθε νόμο που θα ποινικοποιούσε τα σφυροδρέπανα και τις σβάστικες. Αντίστοιχα, το κάλεσμα του άρθρου 20 για την καταπολέμηση οργανώσεων που προάγουν ρητορική μίσους πάλι με βρίσκει αντίθετο. Η ρητορική μίσους θεωρώ πως πρέπει να είναι ελεύθερη στο πλαίσιο της θεμελιώδους για ολόκληρο τον δυτικό κόσμο ελευθερίας της έκφρασης. Η απαγόρευση νεοφασιστικών και νεοναζιστικών οργανώσεων, και ομάδων που προάγουν τον ολοκληρωτισμό αποτελεί μία ευθεία παρέμβαση στην ελεύθερη διακίνηση ιδεών και εξουσιοδοτεί τα κράτη να παρέμβουν σε ένα πεδίο όπου η ιστορία δείχνει πως οι απρόθετες συνέπειες της παρέμβασής τους μακροπρόθεσμα καταλήγουν να είναι χειρότερες από το πρόβλημα που θέλουν να διορθώσουν. Η υποχρέωση των κρατών να διώκουν την παρακίνηση της βίας είναι άλλωστε δεδομένη και δεν χρειάζεται καμία περαιτέρω επιβεβαίωση.
Σε ό,τι τώρα αφορά τα λευκά και τους απόντες στην εν λόγω ψηφοφορία, δεν αλλάζω κουβέντα από το αρχικό ποστ. Πιστεύω όμως ότι η κ. Σπυράκη εξήγησε επαρκώς την σκέψη της και τη θεμελίωσε σε πυλώνες της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως η ελευθερία της έκφρασης και η ελευθερία του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι.