Όλο και περισσότερο δυσκολεύει, λόγω της ιταλικής κρίσης, η συγκέντρωση των 19 δισ. ευρώ που θα λειτουργούσαν σαν ένα προστατευτικό μαξιλάρι στην ελληνική οικονομία την πρώτη περίοδο μετά το μνημόνιο, λέει στο Liberal.gr ο Γιώργος Οικονομίδης, αναπληρωτής καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Και θεωρεί ότι νομοτελειακά, «έρχεται» πιο κοντά η προληπτική γραμμή στήριξης την οποία τόσο πολύ «ξόρκιζε» και απευχόταν η κυβέρνηση μέχρι τώρα. Εκτιμά ότι οι Ευρωπαίοι δεν θα χαριστούν στην Ελλάδα σχετικά με το χρέος, όταν έχουν στο μυαλό τους την Ιταλία, η οποία εγείρει παρόμοιες απαιτήσεις, και βλέπει τις οποίες ελαφρύνσεις να συνδέονται με την προϋπόθεση υιοθέτησης και εφαρμογής τολμηρών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Σε αυτή τη τρέχουσα συγκυρία εντεινόμενης αβεβαιότητας χαρακτηρίζει το αφήγημα περί καθαρής εξόδου, ως «παραμύθι για μικρά παιδιά», και πιστεύει ότι δεν έχουμε πληρώσει ακόμη ολόκληρο το λογαριασμό από τις μέχρι τώρα καθυστερήσεις στην εφαρμογή του προγράμματος και την ολοκλήρωση των σχετικών αξιολογήσεων.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Οι αγορές εκτιμούν ότι η υπηρεσιακή κυβέρνηση στην Ιταλία δεν θα επιβιώσει για μεγάλο διάστημα. Εξάλλου στόχος της είναι να οδηγήσει αργά ή γρήγορα τη χώρα σε εκλογές, από τις οποίες ίσως προκύψουν ακόμη μεγαλύτερα ποσοστά για τα δύο αντισυστημικά κόμματα. Τι κινδύνους εγκυμονούν όλα αυτά για εμάς, όταν σε τρεις μήνες η Ελλάδα βγαίνει από τη χρηματοδοτική ασφάλεια του Μνημονίου;
Δυστυχώς, η λήξη της δανειακής σύμβασης της χώρας μας τον Αύγουστο του 2018, συμπίπτει με μία σημαντική επιδείνωση του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος. Σημαντική πτυχή αυτής της επιδείνωσης αποτελεί η κατάσταση στην Ιταλία για την οποία αυτή τη στιγμή κανείς δεν μπορεί με ασφάλεια να προβλέψει σχετικά με το που θα οδηγήσει.
Όπως είναι εύλογο, αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να εντείνεται η αβεβαιότητα σχετικά με το μέλλον με συνέπεια να εκδηλώνεται νευρικότητα στις αγορές. Αυτή η αναταραχή, ιδιαίτερα αν δεν τερματιστεί γρήγορα, ασφαλώς θα επηρεάσει αρνητικά τις συνθήκες δανεισμού της ελληνικής οικονομίας όταν και όποτε η ελληνική κυβέρνηση αποφασίσει να αναζητήσει πόρους χρηματοδότησης στις αγορές.
Κυρίως όμως, υπό αυτές τις συνθήκες, καθίσταται ακριβότερη, και άρα δυσκολότερη, η συγκέντρωση του ποσού των 19 δισ. ευρώ που θα λειτουργούσε σαν ένα προστατευτικό απόθεμα πόρων την πρώτη -αμέσως μετά τη λήξη της δανειακής σύμβασης- περίοδο, και ίσως, νομοτελειακά, «έρχεται» πιο κοντά η προληπτική γραμμή στήριξης την οποία τόσο πολύ «ξόρκιζε» και απευχόταν η κυβέρνηση μέχρι τώρα.
- Η νευρικότητα των αγορών συντηρείται και από ένα άλλο μέτωπο, αυτό της Ισπανίας, όπου την 1η Ιουνίου θα συζητηθεί η πρόταση μομφής των Σοσιαλιστών κατά του Ραχόι. Και ενώ έχουν ανοίξει αυτές οι δύο εστίες, βλέπουμε ότι μια τρίτη, εκείνη της Ελλάδας, καθυστερεί να κλείσει. Τι ζημιά μας κάνει αυτή η καθυστέρηση;
Κοιτάξτε οι καθυστερήσεις στην εφαρμογή του προγράμματος και στην ολοκλήρωση των σχετικών αξιολογήσεων, που συνήθως προκαλούνταν εσκεμμένα και με το βλέμμα στο εκλογικό ακροατήριο ώστε αυτό να «πειστεί» ότι υπήρξαν διαπραγματεύσεις, στοίχιζαν και στοιχίζουν ακριβά στην ελληνική οικονομία.
Ειδικά στην παρούσα συγκυρία που τα μέτωπα της αβεβαιότητας έχουν ενταθεί, όπως σωστά επισημαίνετε στο ερώτημα σας, κάθε καθυστέρηση αποτελεί εγκληματική ενέργεια και βάζει σε κίνδυνο τις θυσίες που έχει κάνει ο ελληνικός λαός στην προσπάθεια του να υπερβεί την κρίση.
- Τι πιστεύετε ότι θα συμβεί με το θέμα του χρέους; Βλέπετε να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα το ΔΝΤ;
Αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχει σε εξέλιξη ένα παίγνιο ισχύος, που όμως έχει κοινή συνισταμένη την επιθυμία απ' όλους (ή σχεδόν όλους) τους παίκτες να συμμετάσχει το ΔΝΤ στη μεταμνημονιακή εποπτεία της ελληνικής οικονομίας.
Πιο συγκεκριμένα, στη μία πλευρά υπάρχουν οι παίκτες εκείνοι που δεν επιθυμούν ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους και που φαίνεται να πιστεύουν ότι η ανάταξη της ελληνικής οικονομίας περνά αποκλειστικά μέσα από τη δημοσιονομική πειθαρχία και την υιοθέτηση τολμηρών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που θα ενισχύσουν την ανάπτυξη με επακόλουθο την αποκλιμάκωση του λόγου δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει το ΔΝΤ, το οποίο στην παραπάνω αφήγηση προσθέτει την ανάγκη για μια γενναία ελάφρυνση του χρέους, ώστε αφενός η χώρα να ανασάνει δημοσιονομικά –αφού πλέον θα απαιτούνται μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα– και αφετέρου η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων να καταστεί αποτελεσματικότερη.
Προσέξτε ότι και στα δύο αφηγήματα κοινή παραδοχή αποτελεί η θέση ότι η υιοθέτηση και εφαρμογή τολμηρών μεταρρυθμίσεων είναι απολύτως αναγκαία.
Συνεπώς, αν διακινδύνευα μια πρόβλεψη, και εφόσον είναι σωστή η εκτίμησή μου περί επιθυμίας παραμονής του ΔΝΤ, τουλάχιστον από τους περισσότερους εμπλεκόμενους παίκτες, θα έλεγα ότι οδηγούμαστε σε ένα σχήμα στο οποίο οι όποιες ελαφρύνσεις χρέους, και άρα οι επακόλουθες δημοσιονομικές ανάσες, θα χορηγούνται υπό την προϋπόθεση υιοθέτησης και εφαρμογής τολμηρών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
- Συμφωνείτε ωστόσο ότι υπό τις παρούσες συνθήκες νευρικότητας των αγορών, το ΔΝΤ θα ήταν ένα καλό διαβατήριο για αυτές; Αν δεν συμμετάσχει στο πρόγραμμα, δεν θα ενισχυθεί η αβεβαιότητα για τη βιωσιμότητα του χρέους;
Είναι προφανές ότι ένα πιστοποιητικό βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους που θα τυγχάνει της έγκρισης του ΔΝΤ, ανεξάρτητα από τον τρόπο της συμμετοχής του τελευταίου στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας της ελληνικής οικονομίας θα διευκόλυνε τις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης για άντληση χρηματοδότησης από τις αγορές ειδικά κάτω από τις ιδιαίτερα ρευστές και αβέβαιες συνθήκες της τρέχουσας συγκυρίας.
- Είναι εύκολο για το Βερολίνο να συμφωνήσει σε μια ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, όταν η νέα κυβέρνηση της Ιταλίας έχει ζητήσει ακόμη και διαγραφή μέρους του δικού της; Ή άραγε, ακριβώς επειδή οι Ευρωπαίοι δεν θέλουν να έχουν πολλά μέτωπα ανοικτά, θα φροντίσουν να κλείσουν το ελληνικό, με κάποιου είδους λύση για το χρέος, ακόμη και αν δεν είναι αυτή που θέλουμε;
Η κατάσταση στην Ιταλία –κατά την άποψή μου– περιπλέκει αρκετά την εικόνα. Είναι προφανές ότι το Βερολίνο, και οι Ευρωπαίοι εν γένει, ακόμη κι αν ήταν, ή είναι, πρόθυμοι να ανταποκριθούν σε κάποια από τα αιτήματα της ιταλικής κυβέρνησης, δεν θα το κάνουν όταν αυτά τίθενται με τρόπο που παραπέμπει σε μονομερείς ενέργειες, διότι έτσι θα «ακύρωναν» ουσιαστικά τους κανόνες στους οποίους στηρίζεται η λειτουργία της ΕΕ και της Ευρωζώνης και θα «υπονόμευαν» τη δομή κινήτρων που αυτοί οι κανόνες συνεπάγονται.
Στο πλαίσιο αυτό, η επίπτωση που η προαναφερθείσα κατάσταση ενδέχεται, κατά την άποψή μου, να έχει στην περίπτωση της χώρας μας είναι ότι δεν θα πρέπει να αναμένονται ουσιαστικές ελαφρύνσεις στο θέμα του χρέους εάν δεν επιδειχθεί μεταρρυθμιστικός ζήλος και απόλυτη τήρηση των συμφωνηθέντων τα επόμενα χρόνια.
- Σχολιάστε μας και το κείμενο του συμπληρωματικού μνημονίου. Τι άλλο παρά ένα μετά-μνημόνιο, είναι στην ουσία η συμφωνία με τους θεσμούς για την 4η αξιολόγηση;
Κοιτάξτε, το αφήγημα περί καθαρής εξόδου είναι παραμύθι για μικρά παιδιά κάτι που νομίζω γίνεται απόλυτα ξεκάθαρο υπό το πρίσμα της εντεινόμενης αβεβαιότητας που χαρακτηρίζει την τρέχουσα συγκυρία.
Επιπρόσθετα, από τη στιγμή που υπάρχουν δεσμεύσεις που υπερβαίνουν τη λήξη της δανειακής σύμβασης και –πιο σημαντικό– τον πολιτικό κύκλο, μόνο για καθαρή έξοδο δεν μπορούμε να μιλάμε.
Η δική μου προσέγγιση είναι ότι η λήξη της δανειακής σύμβασης τον Αύγουστο του 2018 –υπό προϋποθέσεις και σε ένα πλαίσιο αυστηρής μεταμνημονιακής εποπτείας, όπως αυτό που περιγράψατε στο ερώτημά σας– θα μπορούσε να είναι η απαρχή της σταδιακής επαναφοράς της κανονικότητας στη χώρα μας.
Εάν το πολιτικό σύστημα, και ιδιαίτερα η κυβέρνηση, θεωρεί ότι τον Αύγουστο του 2018 η χώρα θα επιστρέψει στο 2008, τότε αφενός ψεύδεται με τρόπο χυδαίο απέναντι στους πολίτες, αφετέρου μόνο αισιοδοξία δεν θα πρέπει να μας διακατέχει για το μέλλον αυτής της χώρας.