Ο Αλέξανδρος Διονυσιάδης είναι ένας γενναίος άνθρωπος, όχι γιατί έκανε κάποιες ηρωικές πράξεις, μα γιατί όταν η συνείδηση και η αντίληψη του ήρθαν σε μετωπική σύγκρουση με την πραγματικότητα, συνειδητοποίησε τα λάθη του και άλλαξε. Η αλλαγή αυτή κάθε άλλο παρά εύκολη και ανώδυνη ήταν, μα την τόλμησε. Λίγοι μπορούν να το κάνουν αυτό.
Νέος θα δει να συλλαμβάνουν και να εξορίζουν τον πατέρα του στην εσχατιά του κόσμου τούτου την Κολιμά. Μετά από ένα σύντομο διάλειμμα, ακολούθησε η οικογενειακή εξορία στην ανατολική Σιβηρία, η επιστροφή στην Μόσχα, ο ξαφνικός και παράξενος θάνατος του αδελφού του και η νέα ζωή στην βιομηχανία της χώρας, όπου διακρίθηκε. Κι ακολουθούν οι επισκέψεις στην μητέρα πατρίδα, η επανένωση με τους χαμένους συγγενείς, η πίκρα του νέου πρόσφυγα. Σελίδες συγκινητικές, σελίδες εξομολογητικές, σελίδες μιας αλήθειας που πρέπει να μαθευτεί.
Από το βιβλίο «Από τον Πόντο στην κόλαση του Στάλιν», δημοσιεύουμε σε συνέχειες, δύο συγκλονιστικά κεφάλαια, για τα δεινά και τις κακουχίες μίας ελληνικής οικογένειας στις εσχατιές του «σοσιαλιστικού παραδείσου».
* * *
Η Ζαβόντοβκα ήταν ένας μικρός συνοικισμός όπου υπήρχε ενάμισι δρόμο με τέσσερα μεγάλα παραπήγματα και περίπου πενήντα ξύλινες ίζμπες με μικρά περιβόλια. Είχε ένα μεγάλο βαρελοποιΐο, όπου έφτιαχναν βαρέλια για τη ρητίνη, αλλά και άλλα ξύλινα σκεύη για τα τουρσί, λεκάνες για τα λουτρά. Είχε, επίσης, σιδηρουργείο, φούρνο, μεγάλο στάβλο, λουτρά, σχολείο και λέσχη, στην οποία κατά τις αργίες οργάνωναν συναυλίες και χορούς υπό τη συνοδεία ακορντεόν, βιολιού και χάλκινων πνευστών. Όλα αυτά βέβαια, χάρη στη δουλειά των εξόριστων από τις χώρες της Βαλτικής και τους Γερμανούς, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν πολλοί μουσικοί και μάλιστα απόφοιτοι ωδείων.
Η βασική ασχολία των κατοίκων του συνοικισμού ήταν η συλλογή ρητίνης, η οποία ήταν η πρώτη ύλη για τη χημική βιομηχανία. Η ρητίνη πήρε το όνομά της λόγω της ιδιότητας της να επουλώνει τις πληγές στη φλούδα του κορμού και να προστατεύσει το δέντρο ώστε να μην ξεραθεί. Το πευκοδάσος γύρω από τον συνοικισμό ήταν χωρισμένο σε μερικά οικόπεδα, κάθε ένα από τα οποία είχε από 8 μέχρι 10 χιλιάδες πεύκα. Καθάριζαν τους κορμούς των πεύκων από τη φλούδα και έκαναν μία βαθιά κάθετη τομή σε γωνία 45 μοιρών. Για να συγκεντρώσουν μεγαλύτερες ποσότητες ρητίνης, βάθαιναν περιοδικώς τις τομές κι έτσι, ύστερα από μερικά χρόνια, έπαιρναν το σχήμα του βέλους. Από κάτω στερέωναν ένα τενεκεδένιο ή κεραμικό δοχείο, όπου άρχιζε να στάζει η ρητίνη, για την οποία γινόταν όλη αυτή η φασαρία και προκαλούσε τις ανθρώπινες τραγωδίες πολλών χιλιάδων οικογενειών διαφόρων εθνικοτήτων. Χαράκτες έκαναν τις τομές, τη συγκέντρωναν όμως σε κουβάδες και στη συνέχεια τη μετέφεραν σε βαρέλια, γυναίκες συλλέκτες. Και των μεν και των δε η δουλειά ήταν κάτεργο. Μέσα στους λίγους μήνες του καυτού καλοκαιριού έπρεπε να συγκεντρώσουν τις προκαθορισμένες ποσότητες ρητίνης, γι’ αυτό και σε καθημερινή βάση έπρεπε να τη μαζεύουν από χιλιάδες δέντρα. Εκτός από το ότι έπρεπε καθημερινά να περπατήσουν έως και 20 χιλιόμετρα και μάλιστα χωρίς καμία προστασία από τα κουνούπια και τα άλλα έντομα, αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο να βρεθούν πρόσωπο με πρόσωπο με μεγάλα ζώα θηρευτές που περιφέρονταν αναζητώντας θηράματα. Στα μέρη εκείνη οι αρκούδες ήταν σπάνιες, οι λύγκες όμως ήταν κάτι που συναντούσαν συχνά. Αυτή η αγριόγατα είναι πολύ επικίνδυνη, επειδή μπορεί να πηδήξει από το δέντρο κάτω στον σβέρκο και τότε κανένα όπλο δεν μπορεί να σε βοηθήσει, παρά μόνο ένα καλό μαχαίρι. Θα πρέπει όμως να μπορείς να το χειριστείς επιδέξια. Όλοι, χειμώνα και καλοκαίρι, είχαν ένα μαχαίρι στην μπότα τους. Το χειρότερο όμως θηρίο στο δάσος είναι ο φυγάς «κατάδικος» ποινικός, ο οποίος δεν διστάζει να σκοτώσει κάθε ένα που θα βρεθεί στον δρόμο του για ένα κομμάτι ψωμί και από τον φόβο μήπως τον προδώσει στις αρχές.
Με άλογα μετέφεραν τη ρητίνη από το δάσος στην κεντρική αποθήκη και στη συνέχεια, όπως μπορούσαν, τη μετέφεραν στον σταθμό Τινσκάγια. Στη συνέχεια, σιδηροδρομικώς τη μετέφεραν για επεξεργασία και μετατροπή της σε τερεβινθίνη και κολοφώνιο, τα οποία χρησιμοποιούνταν, μεταξύ των άλλων, και στην πολεμική βιομηχανία.
Η διαδικασία συλλογής ρητίνης ονομαζόταν «βύζαγμα», ενώ η παραγωγική μονάδα με τον βασικό συνοικισμό και μερικά άλλα κατοικήσιμα σημεία ήταν το αγρόκτημα χημικής υλοτομίας. Συνήθως, όταν τα αγροκτήματα αυτά εκπλήρωναν τους στόχους τους, συλλέγοντας από τα δέντρα όλους τους χυμούς τους, αντικαθιστούνταν από αγροκτήματα υλοτομίας, στα οποία εργάζονταν όχι εξόριστοι, μα κατάδικοι, που υλοτομούσαν το δάσος εντελώς, όταν παρατούσαν το συγκεκριμένο τμήμα, άφηναν πίσω τους μόνο σπασμένα κλαδιά και διάφορα κούτσουρα που ήταν η βασική αιτία των δασικών πυρκαγιών.
Αμέσως μετά την άφιξή μας, εμένα και τον Δημήτρη μας έγραψαν στο τοπικό επτατάξιο σχολείο. Εγώ πήγα στην 7η τάξη και ο Δημήτρης στην 5η. Ο Λάζαρος έπρεπε να γραφτεί στην 10η τάξη, αλλά το πλησιέστερο θερινό δεκατάξιο σχολείο, βρισκόταν σε απόσταση δεκάδων χιλιομέτρων, στην πρωτεύουσα της επαρχίας, το Νίζνι Ινγκάς. Έτσι, φοιτούσε στο σχολείο δια αλληλογραφίας και ταυτόχρονα δίδασκε στον συνοικισμό Γκορέγιεφκα, σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων από τη Ζαβόντοφκα. Η Γκορέγιεφκα ήταν ένας πολύ μικρός συνοικισμός, παράρτημα του αγροκτήματος, όπου υπάρχουν μερικές δεκάδες σπίτια και μερικοί μαθητές των πρώτων τάξεων του σχολείου. Εκεί ζούσε ο Λάζαρος κι ερχόταν να μας δει στη Ζαβόντοβκα μόνο τις αργίες. Με μεγάλη υπερηφάνεια μας έλεγε πως μαζί με τον προϊστάμενο της περιοχής της Γκορέγιεφκα «σώριασαν» μια άλκη. Η σιβηριανή άλκη δεν μοιάζει με εκείνες που ζουν στην ευρύτερη περιοχής της Μόσχας και είναι σχεδόν οικόσιτες. Με ένα χτύπημα της οπλής της ρίχνει ένα δεκάμετρο δέντρο σαν σπιρτόξυλο, ενώ, όταν είναι τραυματισμένη, είναι πιο επικίνδυνη κι από αρκούδα.
Η τάξη μου είναι εννέα μαθητές, οκτώ διαφορετικών εθνικοτήτων. Μέχρι σήμερα θυμάμαι τα ονόματά τους, ενώ με ορισμένους είμαστε φίλοι μέχρι τώρα. Ο Ρώσος Βάνια Μπορζόφ, η Ελληνίδα από το Μπατούμι και πανέμορφη κοπέλα Βιολέτα Μυστακοπούλου, ο Λιθουανός Γιάνις Μπουλμπίκ ο γιος της δασκάλας μας στα Γερμανικά, οι Γερμανοί Νίνα Γκέργκελ και Ολέγκ Σμιτ, ο Φινλανδός Τόιβο Κουρχίνεν. Είχαμε ακόμη μία Λιθουανή και μία Εσθονή. Όλοι, εκτός από τον Βάνια, ήταν εξόριστοι. Στη Ζαβόντοβκα ζούσαν εκπρόσωποι και άλλων εθνών, αλλά καμία εθνικότητα δεν είχε την πλειοψηφία. Η σοβιετική εξουσία ήξερε να αφομοιώνει και την εποχή εκείνη, εμείς τα παιδιά, δεν βλέπαμε σε αυτό τίποτα το κακό. Αρχίσαμε να σκεφτόμαστε όταν μεγαλώσαμε.
Τα διεθνιστικά μου αισθήματα ενισχύθηκαν και έγιναν βασική και σταθερή αρχή όλης της μετέπειτα ζωής μου. Αδιάψευστη μαρτυρία γι’ αυτό είναι τα εγγόνια μου, στις φλέβες των οποίων κυλάει αίμα έξι εθνικοτήτων. Είναι αλήθεια όμως πως το τελευταίο διάστημα άρχισαν να με βασανίζουν αμφιβολίες αν αυτό είναι καλό. Μήπως είναι πιο σοφοί εκείνοι οι λαοί που προστατεύουν το έθνος τους, αποφεύγοντας τους μεικτούς γάμους και διατηρώντας την αυθεντικότητά τους; Εφόσον καταγράφουμε στην Κόκκινη Βίβλο τα υπό εξαφάνιση ζώα και φυτά, μήπως ήρθε η ώρα να το κάνουμε και για μερικές υπό εξαφάνιση εθνότητες; Γιατί η γλώσσα και ο πολιτισμός κάθε λαού είναι κτήμα ολάκερης της ανθρωπότητας. Πρέπει να τους προστατεύουμε.
Οι συμμαθητές μου δέχτηκαν με χαρά τον νεοφερμένο, αλλά τα αγόρια των άλλων τάξεων, αποφάσισαν να «ελέγξουν» τους ξενομερίτες. Με σκληρούς καβγάδες εγώ και ο Δημήτρης υπερασπιστήκαμε την τιμή μας κι έτσι μας αναγνώρισαν ως άξιους της φιλίας τους. Έκανα στενή παρέα με τον Τόιβο Κουχρίνεν. Ήταν το στερνοπούλι μιας μεγάλης φινλανδικής οικογένειας από το χωριό Κουγιάλοβο, έξω από το Λένινγκραντ. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 εκτέλεσαν τον πατέρα του και τη μητέρα με τα τέσσερα παιδιά στις αρχές του πολέμου, τους «απομάκρυναν» στέλνοντάς τους στη Σιβηρία. Αρχικά από τον «Δρόμο της ζωής», μέσα από τους μισοβομβαρδισμένους πάγους της λίμνης Λάντοζκα και στη συνέχεια με βαγόνια εμπορικών αμαξοστοιχιών. Η μητέρα τους αρρώστησε κατά τη διαδρομή και πέθανε στο νοσοκομείο του σταθμού Τίνσκαγια, πριν φτάσει στη Ζαβόντοβκα. Ο Τόιβο μου στάθηκε σαν αδελφός και τώρα με χαρά συνειδητοποιώ πως η σχεδόν εβδομηντάχρονη φιλία μας άντεξε όλες τις δοκιμασίες του χρόνου και έφτασε μέχρι τα βαθιά γεράματα. Θα ήταν σωστό να σημειώσουμε πως το Κουγιάλογο ήταν ένα φινλανδικό χωριό και πως η πρώτη λέξη που είπε στα ρωσικά ο Τόιβο στη Ζαβόντοβκα, ήταν η λέξη «σκρόφα», ενώ τώρα πια στη «μητρική» του γλώσσα κάθε δύο λέξεις που λέει, πετάει και μία βρισιά. Βλέπετε, οι Φιλανδοί στη γλώσσα τους δεν έχουν βρισιές. Μία συνηθισμένη σκηνή εκείνης της εποχής: όλοι όσοι ήταν από τις χώρες της Βαλτικής έκαναν φασαρία στη γλώσσα τους, κουνούσαν τα χέρια τους, αλλά έβριζαν στα ρωσικά.
Ύστερα από λίγο με εξέλεξαν γραμματέα της τοπικής οργάνωσης της Κομσομόλ. Ήμουν πολύ περήφανος και ήθελα από τη νέα μου θέση να κάνω κάτι χρήσιμο και σημαντικό. Είχα ακούσει πως πέρα από τους βάλτους, κοντά στο Κρασλάγκ–16 (1), σε απόσταση 3 χιλιομέτρων από τη Ζαβόντοβκα, έβρισκαν κομμάτια λιθάνθρακα. Στην αρχή του χειμώνα λοιπόν, πρότεινα να οργανώσουμε τη γεωλογική «αποστολή» για να αναζητήσουμε φλέβες λιθάνθρακα, που τόσο μεγάλη ανάγκη είχε η Πατρίδα. Όλα τα μέλη της Κομσομόλ ανταποκρίθηκαν στο τυχοδιωκτικό μου κάλεσμα και με το έπεσε το πρώτο χιόνι, πήραμε τον δρόμο χρησιμοποιώντας αυτοσχέδια πέδιλα του σκι. Για τα δεδομένα της Σιβηρίας, δεν έκανε πολύ κρύο, ήταν μόλις 15 βαθμοί υπό το μηδέν, αλλά δεν ήταν για μένα. Εγώ ακόμη και τους ζεστούς σχετικά χειμώνες στο Τμπιλίσι, υπέφερα. Έτσι, δεν είχε περάσει ούτε μισή ώρα, όταν πάγωσαν τα χέρια στα μανίκια μου που είχαν επένδυση από τομάρι σκύλου και τα πόδια μου, παρόλο που φορούσα τσόχινες μπότες. Θόλωσαν τα μάτια μου από τον πόνο. Οι φίλοι μου όταν είδαν πως δεν είμαι καθόλου καλά, αποφάσισαν να φτιάξουν καταφύγιο και να ανάψουν φωτιά. Η ανιψιά του διευθυντή του σχολείου, χωρίς καμία υστεροβουλία, θέλοντας να με φροντίσει, ξεκούμπωσε τον επενδύτη της και μου είπε να βάλω τα χέρια μου κάτω από τις μασχάλες της. Αγγίζοντας το ζεστό κορμί μιας ήδη μεγάλης, δεκαπεντάχρονης κοπέλας, μου κόπηκε η ανάσα, νόμιζα ότι το μελαψό μου δέρμα δεν μπορεί να κρύψει το γεγονός ότι έγινα κόκκινος σαν παντζάρι. Κανείς όμως δεν πρόσεξε τίποτα ή δεν έδωσε την παραμικρή σημασία σε αυτό, ενώ εγώ για ώρα πολλή δεν μπορούσα να απαλλαγώ από τα «ζωώδη ένστικτα» που με είχαν κυριεύσει. Αχ, αυτό το εκρηκτικό μείγμα του ελληνο-αρμενικού αίματος, με μικρή δόση ιουδαϊκού νέκταρ. Ωρίμασα πολύ νωρίς και οι ορμόνες από τότε κιόλας χοροπηδούσαν, αλλά «στη λειψή γελάδα δεν έδωσε κέρατα το Θεός». Είμαι κοντός και αυτό σφράγισε τη δύσκολη ζωή μου.
Βρήκαμε όμως λιθάνθρακα και ήταν ευτυχισμένοι. Στείλαμε επιστολή στη διοίκηση της περιοχής και παραμονές της Πρωτοχρονιάς πήραμε απάντηση στην οποία μας έλεγαν πως είναι τα κατάλοιπα του κοιτάσματος Κανσκ-Ατσίνσκ και δεν έχουν αξία. Φυσικά εμείς απογοητευτήκαμε, δηλαδή δεν θα μας θεωρούσαν πια ήρωες των σταλινικών πεντάχρονων πλάνων, αλλά παρηγορούσαμε τον εαυτό μας με τη λέξη «προς το παρόν» που υπήρχε στην απάντηση. Η λέξη αυτή αποδείχτηκε προφητική: ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, όταν δούλευα στο Υπουργείο Ενέργειας και Ηλεκτρισμού της Ε.Σ.Σ.Δ. άρχισε η συστηματική εκμετάλλευση αυτών των κοιτασμάτων.
Η ζωή στη Σιβηρία δεν έμοιαζε σε τίποτα με τη ζωή στο γενέθλιο Τμπιλίσι. Η φτώχεια της καθημερινής ζωής και του ηθικού μιας χούφτας ντόπιων-«εποίκων» και της συντριπτικής πλειοψηφίας των παλιών εξόριστων, επιδρούσε άσχημα, προκαλώντας τρομακτική κατάθλιψη. Πολύ γρήγορα συνηθίσαμε στις διαρκείς βρισιές και τα μεθύσια, θεωρώντας πως είναι ένα συνηθισμένο στοιχείο της καθημερινής ζωής, υπήρχαν όμως πράγματα τα οποία ήταν οριακά με την πρωτόγονη βαρβαρότητα και τα οποία ήταν αδύνατο να τα αποδεχτούμε. Για παράδειγμα, η σπιτονοικοκυρά μας, εκεί όπου μας εγκατέστησαν προσωρινά αμέσως μετά την άφιξή μας, σκότωνε τις ψείρες και τα αυγά τους με το μαχαίρι στα κεφάλια των παιδιών της, μετά το σκούπιζε στη φούστα της και έκοβε το ψωμί για να τους δώσει να το φάνε. Δεν ήταν κάποια αμόρφωτη χωρική, αλλά η σύζυγος του προϊσταμένου του Γραφείου Σχεδιασμού της αγροκτήματος χημικής επεξεργασίας. Η «αφρόκρεμα» της τοπικής κοινωνίας, θα λέγαμε. Δεν μπορούσα να συνηθίσω και τους απόπατους που είχαν. Οι τοίχοι των ετοιμόρροπων «σημείων γενικής χρήσης» (συνήθως ένα για αρκετά σπίτια), ήταν εσωτερικά πασαλειμμένοι με κόπρανα... Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού σκουπιζόταν με τα χέρια του... Δεν αναφέρω καν για το πόσο επιδέξια φυσούσαν τη μύτη τους στον δρόμο, πιέζοντας τα ρουθούνια με τα δάχτυλά τους. Χρειάζεται, άραγε, να μιλήσω για οδοντόβουρτσες; Εγώ προσωπικά για έξι χρόνια ούτε καν θυμόμουν την ύπαρξή τους.
Κι όμως, πόσοι άνθρωποι επιβίωναν σε αυτή τη βαρβαρότητα. Από τους «αριστοκράτες που γλίτωσαν» μέχρι τους «πραγματικούς κομμουνιστές». Αυτούς τους ανθρώπους, όντως, τους συνάντησα στη συνέχεια στις εσχατιές της Σιβηρίας. Με τα κόκαλα της ελίτ πολλών λαών έχει εμπλουτιστεί η γη της Σιβηρίας.
Την άνοιξη άρχιζαν οι δραπετεύσεις των φυλακισμένων από τη «Ζώνη» του Στρατοπέδου Καταναγκαστικών Έργων του Κρασνογιάρσκ Νο 16, το οποίο βρισκόταν σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από τη Ζαβόντοβκα. Οι φυγάδες κατάδικοι ήταν πολύ επικίνδυνοι, κάθε συνάντηση μαζί τους οδηγούσε σε κακό, αφού αυτοί, συνήθως, δεν άφηναν ζωντανούς μάρτυρες, μιας και δεν είχαν να χάσουν τίποτα. Μια φορά, σε έναν από τους συνοικισμούς κοντά στο χωριό μας, προκειμένου να βρουν τρόφιμα, έσφαξαν μία ολόκληρη οικογένεια. Όταν έβρισκαν τα ίχνη τους και τους περικύκλωναν οι «τυφεκιοφόροι» (οι δεσμοφύλακες του στρατοπέδου που ανήκαν στις στρατιωτικές μονάδες του Υπουργείου Εσωτερικών), δεν έπαιζαν μαζί τους, τους πυροβολούσαν επί τόπου και συνέτασσαν Πρωτόκολλο «για απόπειρα δραπέτευσης». Τώρα καταλαβαίνω πόσο μεγάλο κίνδυνο διατρέχαμε όταν συχνά πυκνά η παρέα μας πήγαινε να διανυκτερεύσει στην ταϊγκά κι ανάβαμε φωτιές.
Οι «τυφεκιοφόροι» ζούσαν σαν κι εκείνους που φυλούσαν. Συχνά, οπλισμένοι μέχρι τα δόντια, πήγαιναν να κυνηγήσουν φυγάδες ή απλά όταν ήταν σε άδεια, έρχονταν σ’ εμάς στη Ζαβόντοβκα, μεθούσαν σαν γουρούνια και έκαναν θηριωδίες σαν πραγματικοί εγκληματίες. Ένα βράδυ, πυροβόλησαν με τα αυτόματά τους τον φράχτη του περιβολιού μας. Εκείνη τη στιγμή ήμασταν όλοι στο σπίτι και φτιάχναμε πιλμένι (2). Μαζί μας ήταν και μία φίλη της οικογένειας, η Ζόγια, σύζυγος του «δεσμοφύλακά» μας, ενός χρυσού ανθρώπου, νεαρού ανθυπολοχαγού της μυστικής αστυνομίας, του Βίκτωρα Αλεξάντροβιτς Πολούχιν. Αυτά τα περιστατικά τρόμαζαν ακόμη και τους άντρες της μυστικής αστυνομίας, αλλά δεν μπορούσαν να τα βάλουν με τους αποχαλινωμένους στρατιώτες. Συχνά είχαμε και μαζικούς καβγάδες ανάμεσα στους ντόπιους νεαρούς για τα μάτια κάποιας κοπέλας. Μία φορά έδειραν τον Δημήτρη μας, έτσι, χωρίς λόγο και αφορμή, του έσπασαν ένα δόντι. Απλά, βρέθηκε στον δρόμο ενός μεθυσμένου. Μια άλλη φορά οι φίλοι του Δημήτρη συνάντησαν έναν στρατιώτη που δεν τους είχε πειράξει ούτε είχε κάνει κάτι, αλλά τον έδειραν για «εκδίκηση». Έτσι ζούσαμε, σε ένα περιβάλλον αμοιβαίου μίσους. Εμάς όμως, τα μέλη των Οκτωβριανών (3) και των Πιονιέρων, μας δίδασκαν πως «Στρατός και Λαός ενωμένοι».
1. Κρασλάγκ-16: στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων (Σ.τ.Μ.)
2. Πιλμένι, πιτάκια κατεψυγμένα γεμιστά με κρέας, πατάτες, μανιτάρια ή τυρί. (Σ.τ.Μ)
3. Οκτωβριανοί, οργάνωση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ε.Σ.Σ.Δ. για παιδιά προσχολικής ηλικίας και των πρώτων τάξεων του σχολείου (Σ.τ.Μ)